Βίσκεται στην οδό Σαρρή ακριβώς δίπλα από το πρώην Σινέ Ψυρρή σε ένα σημείο κάπως «κρυφό» και ήσυχο.
Τις εντυπώσεις, με το που το πρωτοαντικρίζεις, κλέβουν οι φυτεμένες του όψεις ή αλλιώς οι κάθετοι κήποι που υπάρχουν σε διάφορα σημεία της πρόσοψής του καθώς και τα μεγάλα βιομηχανικά παράθυρα.
Το «Foundry Hotel» στεγάζεται σε ένα κτίριο του 1930 το οποίο ήταν αρχικά η επέκταση των στάβλων των συγκοινωνιών της Αθήνας και έπειτα λειτουργούσε ως στοιχειοχυτήριο, εξειδικευμένο στην κατασκευή και χύτευση των γραμμάτων όλων των τυπογραφικών οικογενειών και γραμματοσειρών της ελληνικής γλώσσας.
Την ιστορία του ξεκινάνε να μου διηγηθούν οι δύο αρχιτέκτονες του καινούριου ξενοδοχείου, Έφη Μαλανδράκη και Μίλτος Πορτοκάλης, καθώς καθόμαστε στην υπέροχη ταράτσα του που είναι «πνιγμένη» με μεσογειακά φυτά και δέντρα τα οποία φτιάχνουν το απόλυτο κάδρο για την Ακρόπολη, το Αστεροσκοπείο, τα φουγάρα του Γκαζιού και την άποψη της Αθήνας που βλέπεις αν κοιτάξεις γύρω σου.
Ποιος θα το φανταζόταν λίγα χρόνια πριν, που η ύφεση κατέστρεφε τουριστικές επιχειρήσεις του κέντρου, ότι η Αθήνα θα βρισκόταν στους πρωταγωνιστές της τουριστικής ανάπτυξης και από απλός σταθμός διέλευσης, που ήταν στο παρελθόν, θα γινόταν δημοφιλής τουριστικός προορισμός, όλο τον χρόνο, και αρχιτέκτονες, ντιζάινερ και οικοδόμοι θα έπιασαν και πάλι δουλειά, δημιουργώντας το ένα ξενοδοχείο μετά το άλλο, με ρυθμούς υπερενταντικούς.
Ποιος θα το φανταζόταν λίγα χρόνια πριν, που η ύφεση κατέστρεφε τουριστικές επιχειρήσεις του κέντρου, ότι η Αθήνα θα βρισκόταν στους πρωταγωνιστές της τουριστικής ανάπτυξης και από απλός σταθμός διέλευσης, που ήταν στο παρελθόν, θα γινόταν δημοφιλής τουριστικός προορισμός, όλο τον χρόνο, και αρχιτέκτονες, ντιζάινερ και οικοδόμοι θα έπιασαν και πάλι δουλειά, δημιουργώντας το ένα ξενοδοχείο μετά το άλλο, με ρυθμούς υπερενταντικούς.
Τρία χρόνια χρειάστηκαν συνολικά από τη στιγμή που οι δυο τους μαζί με τον έτερο συνεργάτη τους Μάριο Κούλλουρο βρέθηκαν τυχαία στη Γαύδο και άρχισαν να συζητάνε ότι θα ήθελαν να δημιουργήσουν έναν χώρο φιλοξενίας στην πόλη τους, την Αθήνα.
Ο Μάριος που είχε βρει το ακίνητο κανόνισε να το δουν και κάποιους μήνες μετά, Μάριος και Μίλτος, έβαζαν τις υπογραφές τους για την αγορά.
Το κτίριο που μετατράπηκε σε ένα ονειρεμένο boutique hotel, εκτός από στοιχειοχυτήριο, ένα από τα μεγαλύτερα μάλιστα στην Ευρώπη με την επωνυμία Καρπαθάκης-Αναγνωστόπουλος, υπήρξε και τυπογραφείο, τράπεζα αλλά στέγασε και για πολλά χρόνια το θέατρο Πολιτεία των αδελφών Χατζάκη.
«Όταν το πήραμε δεν ξέραμε τι ακριβώς θα το κάναμε, όμως ερωτευτήκαμε τον βιομηχανικό του, brutal χαρακτήρα και εντέλει αποφασίσαμε να τον αναδείξουμε.
Πρέπει να πω πως είναι ίσως το πρώτο κτίριο στην Αθήνα που έχει γίνει χώρος φιλοξενίας βασισμένος σε έναν εντελώς βιομηχανικό σκελετό» λέει η Έφη η οποία μου εξηγεί πόσο δημιουργική ήταν η διαδικασία ανακάλυψης της ιστορίας του κτιρίου κατά τη διάρκεια της κατασκευής και πως πολλά από τα στοιχεία και τα υλικά που έβρισκαν αποφάσισαν στην πορεία να τα εντάξουν στον σχεδιασμό του ξενοδοχείου.
«Η ιστορία του δεν ήταν πουθενά καταγεγραμμένη και καθετί ήταν μεγάλη έκπληξη για εμάς. Για παράδειγμα κάποια στιγμή, σκάβοντας, βρήκαμε μια παλιά, πέτρινη δεξαμενή την οποία χρησιμοποιούσε το στοιχειοχυτήριο για τα λύματα του διότι δεν είχε υπήρχε αποχέτευση τότε.
Αυτό το σημείο λοιπόν, λόγω του ότι έχει ένα ιδανικό μικροκλίμα, αποφασίσαμε να το μετατρέψουμε σε κελάρι κρασιών και χώρο αποθήκευσης των ελληνικών προϊόντων τα οποία προσφέρουμε στους πελάτες μας» συμπληρώνει ο Μίλτος.
Το συγκεκριμένο σημείο μπορεί κανείς να το δει όταν φτάνει στη ρεσεψιόν, στην είσοδο του κτιρίου, κοιτώντας από τη γυάλινη επιφάνεια στο δάπεδο.
Ένα άλλο ωραίο στοιχείο της παλιά κατασκευής ήταν και τα ταβάνια με τα τουβλάκια ανάμεσα στο μπετόν. «Μας φάνηκε ωραίο να αφήσουμε γυμνά τα ταβάνια ώστε να φαίνονται ωμά τα στοιχεία της κατασκευής. Πέρα από την ιστορικότητα που αναδεικνύεται, μας ταίριαξε και στο αισθητικό κομμάτι» αναφέρει ο Μίλτος.
Αν και είμαστε στην αρχή του χειμώνα η μέρα είναι ηλιόλουστη και απολαμβάνουμε το σκηνικό της ταράτσας που είναι διαμορφωμένη σαν ένα τρόπον τινά ελληνικό λιβάδι μέσα στην πόλη.
Ο κήπος της νιώθεις σαν να σε αγκαλιάζει και έχεις την αίσθηση ότι πατάς στη γη, ενώ στην πραγματικότητα βρίσκεσαι στον τέταρτο όροφο του κτιρίου. Σε αυτό βοηθούν τα φυτά που βρίσκονται στο ύψος του βλέμματος και τα μεγάλα δέντρα που έχουν φυτευτεί.
«Έχουμε καλύψει ολόκληρη την ταράτσα με χώμα. Ακόμη και κάτω από τα μάρμαρα υπάρχει χώμα γι αυτό και έχεις αυτή τη γήινη αίσθηση. Προσπαθήσαμε να διαμορφώσουμε τον χώρο της σαν έναν περίπατο, εμπνευσμένοι από τον λόφο της Ακρόπολης.
Όλα τα φυτά που έχουμε εδώ είναι ελληνικά.
Τα επιλέξαμε και γιατί είναι πιο ανθεκτικά αλλά και πολύ απλά γιατί είναι ωραία» μου λένε. Κάτω από την όμορφη πέργκολα με το αμπέλι διακρίνω ένα σωρό μυριστικά –ρίγανη, λεβάντα, δεντρολίβανο, δυόσμο, λεμονοθύμαρο και μέντα– αλλά και ελιές, χαρουπιές, αχλαδιές, μηλιές, ροδιές και πικροδάφνες. «Έχουμε φυτέψει και αγριοφράουλες» μου λέει η Έφη «και μάλιστα συνειδητοποιήσαμε ότι κάνουν βαρβάτη παραγωγή.
Κατά τη διάρκεια της κατασκευής τρώγαμε πολλά κιλά φράουλες την άνοιξη». Την εμπειρία στην ταράτσα πάντως συμπληρώνει και μια ωραία ιδέα που σκέφτηκαν για την αξιοποίησή της. «Θέλαμε να ξεφύγουμε λίγο από το μπαρ-ρεστοράν-ταράτσα. Άλλωστε γίνεται χαμός στην Αθήνα από χώρους με τέτοιου είδους παροχές. Εμείς λοιπόν θελήσαμε να δημιουργήσουμε έναν χώρο όπου θα κάθεσαι ανάμεσα στα φυτά και θα ηρεμείς. Άλλωστε, εκτός από τη σουίτα μας, που έχει μπαλκόνι, τα υπόλοιπα διαμερίσματα δεν έχουν, οπότε θελήσαμε να δώσουμε με αυτό τον χώρο την ευκαιρία στους επισκέπτες μας να μπορούν να χαζεύουν την πόλη, απολαμβάνοντας το πικνίκ τους.
Οπότε τους παρέχουμε ένα καλάθι με ένα σωρό ελληνικά καλούδια, φρούτα και κρασί τα οποία μπορούν, αν θέλουν, να καταναλώνουν εδώ, ήρεμα κι ωραία. Την άνοιξη μάλιστα θέλουμε αυτή την παροχή να την «ανοίξουμε» και για επισκέπτες που θα έρχονται μόνο για την ταράτσα και το πικνίκ. Θα μπορούν να επιλέγουν το κρασί τους από το κελάρι μας και να ανεβαίνουν πάνω να το απολαύσουν.
Έχουμε βάλει κι έναν ξυλόφουρνο στον οποίο σκεφτόμαστε να φουρνίζουμε τις δικές μας πίτσες, ίσως και παραδοσιακά ελληνικά φαγητά. Έχουμε πολλά και διάφορα κατά νου γι αυτό και το ονομάσαμε rooftop picnic garden» λένε με ενθουσιασμό.
Το ξενοδοχείο που συνδυάζει το industrial ντιζάιν με μια εξαιρετικά μελετημένη και μεταμοντέρνα vintage αισθητική, διαθέτει δώδεκα πλήρως εξοπλισμένα διαμερίσματα μέσα στα οποία κανείς νιώθει κατευθείαν τη θαλπωρή του σπιτιού. «Όλα τα διαμερίσματα είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Υπάρχει φυσικά ένα κοινό ύφος αλλά καθένα έχει και κάτι διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Θέλαμε να τα βλέπει ο επισκέπτης στο site και να μην ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει» λέει η Έφη.
Μου εξηγούν ότι όταν τα σχεδίαζαν προσπάθησαν να σκεφτούν τι ζητούν οι ίδιοι από έναν χώρο φιλοξενίας, όταν ταξιδεύουν στο εξωτερικό.
«Μας ενοχλεί η ντουλάπα που είναι κλειστή ή που δεν ξέρουμε πού να βάλουμε τη βαλίτσα μας. Είναι επίσης σπαστικό, όταν ταξιδεύεις με παρέα, η ώρα που ξοδεύεται μέχρι να περάσουν όλοι από το μπάνιο. Οπότε πήραμε δραστικές αποφάσεις και επαναπροσδιορίσαμε αρκετά πράγματα που θα μπορούσαμε να τα είχαμε κάνει με τον τυπικό τρόπο.
Αποφασίσαμε λοιπόν να βάλουμε ξεχωριστά την τουαλέτα και αλλού το ντους. Το ντους επίσης θεωρήσαμε ότι είναι πολύ ωραίο να το έχεις μέσα στο δωμάτιό σου.
Επίσης, κάναμε κάποιες ειδικές κατασκευές για ανοιχτές ντουλάπες. Α, και πήραμε μια πολύ σημαντική για εμάς απόφαση που ίσως σε ορισμένους ξενίζει. Επιλέξαμε να μη βάλουμε τηλεόραση σε κανένα από τα δωμάτια και αντ’ αυτού βάλαμε πικάπ που συνοδεύεται από μια μικρή επιλογή βινυλίων. Σε κάποια δωμάτια έχουμε βάλει και πιάνο. Σε δύο διαμερίσματα επίσης υπάρχει και ξυλόσομπα.
Όμως δεν θέλαμε να το παρακάνουμε και να βάλουμε σε όλα διότι θεωρούμε ότι δεν είναι και πολύ καλή ιδέα να ανάβουν δώδεκα ξυλόσομπες ταυτόχρονα σε ένα κτίριο που βρίσκεται μέσα στο κέντρο της Αθήνας. Θα ήταν εντελώς αντι-οικολογικό».
Επίσης, μέσα στα διαμερίσματα υπάρχουν πολλά βιβλία τα οποία, όπως μου λένε, θέλουν να τα εμπλουτίζουν συνεχώς. Στη ρεσεψιόν μάλιστα υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα της Νέας Εστίας, ένα από τα πιο αξιόλογα περιοδικά που υπήρξαν ποτέ, αλλά και παλιές εκδόσεις του Βήματος της δεκαετίας του 30.
«Η βασική μας αρχή στη διακόσμηση ήταν να υπάρχουν αναφορές στην εποχή του μεσοπολέμου.
Γι’ αυτό και επιλέχθηκαν αρκετά αυθεντικά vintage κομμάτια και σε αυτό μας βοήθησε πολύ ο Δημήτρης από το Mofu, ένα μαγαζί που υπάρχει εδώ λίγο πιο κάτω, στη Σαρρή.
Επίσης, τα φωτιστικά είναι όλα του Μίλτου. Τα σχεδιάζει και κατασκευάζει ο ίδιος. Αυτά δίνουν μια πιο σύγχρονη ματιά που έρχεται και δένει πολύ ωραία με τα υπόλοιπα έπιπλα.
Επίσης, έγινε μια επιλογή από πολύ ενδιαφέρουσες ταπετσαρίες με boho αισθητική και μοτίβα από φυτά και φυλλωσιές, τα οποία έρχονται σε συνέχεια με τα φυτά που υπάρχουν στους εξωτερικούς χώρους και στις προσόψεις του κτιρίου» εξηγεί η Έφη.
Στους εσωτερικούς χώρους έχουν χρησιμοποιηθεί πολλά ελληνικά υλικά όπως μάρμαρο, ξύλο και μωσαϊκό. Αυτό το τελευταίο υλικό είναι μια τάση στο σύγχρονο ντιζάιν, μου λένε. «Εμείς χρησιμοποιήσαμε αυθεντικό μωσαϊκό σε επιφάνειες που δεν το περιμένεις. Φτιάξαμε ζαρντινιέρες, τραπέζια και πάγκους για να τρως από μωσαϊκό. Θελήσαμε να το επαναχρησιμοποιήσουμε με έναν μοντέρνο τρόπο. Επίσης, χρησιμοποιήσαμε και πολύ το μέταλλο για τα πατάρια μας τα οποία διαθέτουν αρκετά από τα διαμερίσματά μας».
Τέλος, δεν φοβήθηκαν να χρησιμοποιήσουν αρκετό χρώμα. Στην ουσία υπάρχουν τρεις αποχρώσεις μέσα στα διαμερίσματα αλλά κι οι τρεις είναι αρκετά έντονες.
Το περισσότερο χρώμα βέβαια μπήκε στα μπάνια. «Επειδή έχουμε βάλει μεταλλικούς νιπτήρες-κατασκευές βάλαμε αρκετά έντονα και “καθαρά” χρώματα εκεί (κίτρινο, πορτοκαλί).
Μας άρεσε να χρησιμοποιήσουμε το στοιχείο της έκπληξης. Να κάνουμε τους επισκέπτες μας να χαμογελάσουν με κάτι που θα παρατηρήσουν στον σχεδιασμό ή μια λεπτομέρεια της διακόσμησης».
«Μια ωραία δυσκολία, κατά τη διάρκεια της κατασκευής, ήταν τα παράθυρα. Όταν χρειάστηκε να τα επανακατασκευάσουμε, βασιζόμενοι στο αρχικό σχέδιο του βιομηχανικού τζαμιού, που έχει πολλά τετράγωνα, είδαμε ότι υπήρχε μια δυσκολία στο πώς θα μπορούσε κάποιος να τα ανοίγει, μια και ζύγιζαν 200 κιλά.
Ήταν αδύνατον. Σπάγαμε το κεφάλι μας και τελικά η λύση ήρθε δημιουργώντας ειδικούς μηχανισμούς που έχουν και μια πλάκα στη χρήση τους».
Καθώς με ξεναγούν σε κάποια από τα εκλεπτυσμένα διαμερίσματα του ξενοδοχείου τους, με τα ψηλά ταβάνια και δάπεδα από σκληρό ξύλο, σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να μπορούσα να είμαι κι εγώ για λίγο τουρίστας μέσα στη πόλη μου και να έχω ορμητήριο έναν τόσο πανέμορφο χώρο. «Από τους πρώτους πελάτες που είχαμε ήταν και ένα ζευγάρι από τον Πειραιά που ήρθαν να περάσουν ένα ρομαντικό Σαββατοκύριακο στην Αθήνα» μου λένε.
«Όταν μας το είπαν χαρήκαμε τόσο πολύ, όχι για εμάς που είχαμε πελάτες, αλλά για εκείνους τους ίδιους που έκαναν κάτι τόσο όμορφο για τον εαυτό τους». Βέβαια, όπως είναι φυσικό, οι περισσότεροι πελάτες τους δεν είναι ‘Ελληνες αλλά ξένοι επισκέπτες.
«Αυτή την περίοδο υπάρχουν πολλοί τουρίστες από Ευρώπη και την Αμερική ενώ έχουμε και αρκετούς επισκέπτες από το Ισραήλ, ίσως διότι πολύ κοντά είναι και η Εβραϊκή συναγωγή» μου λένε για το ξενοδοχείο τους το οποίο μετράει σχεδόν δυο μήνες λειτουργίας.
«Ανοίξαμε “κατά λάθος” τον Οκτώβριο. Μια μέρα που τσεκάραμε το ηλεκτρονικό σύστημα κράτησης κάποιος μπήκε και έκανε την πρώτη κράτηση. Ε, και βουτήξαμε κατευθείαν στα βαθιά».