Άγιος Αλέξανδρος «Νιέφσκι» Γιαροσλάβιτς: Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του οίκου των των Ρουρικιδών
Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του οίκου των των Ρουρικιδών υπήρξε ο Άγιος Αλέξανδρος «Νιέφσκι» Γιαροσλάβιτς (Алекса́ндр Яросла́вич Не́вский, προφορά [ɐlʲɪˈksandr jɪrɐˈslavʲɪtɕ ˈnʲefskʲɪj] 13 Μαΐου 1221 – 14 Νοεμβρίου 1263). Η κατάταξή του ως αγίου πραγματοποιήθηκε από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία το 1547 και η μνήμη του γιορτάζεται στις 23 Νοεμβρίου.
Υπήρξε ηγέτης της Δημοκρατίας του Νόβγκοροντ και κατόπιν ολόκληρης της Ρωσίας σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τον ανατολικό Σλαβικό κόσμο.
Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στο Περεσλάβλ (νυν Περεσλάβλ-Ζαλέσκι του Γιαροσλάβλ) στις 13 Μαΐου 1221. Ήταν ο τέταρτος γιος του Γιαροσλάβ Β΄ διαδόχου του θρόνου και μετέπειτα Μεγάλου Πρίγκιπα του Βλαντίμιρ. Βλέποντας, ότι δεν είχε πιθανότητες να φορέσει το στέμμα του Βλαντίμιρ, σε ηλικία μόλις 16 ετών αποδέχθηκε την πρόταση της Φεουδαλικής Δημοκρατίας του Νόβγκοροντ να αναλάβει πρίγκιπάς της και άφησε την πατρίδα του για να εγκατασταθεί στο Νόβγκοροντ, σε μια συγκυρία που δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή:
Η Εμπορική Οδός Βαράγγων – Ελλήνων που έφερνε πλούτο, είχε σταματήσει.
Σχεδόν όλο το Κράτος των Ρως εκτός από το Νόβγκοροντ είχε μόλις καταλυθεί από τους Τατάρους της Χρυσής Ορδής και διασπασθεί σε δεκάδες μικρά πριγκιπάτα, τα περισσότερα ελεγχόμενα διά φόρου υποτέλειας.
Δύο δυνάμεις από τα δυτικά εποφθαλμιούσαν τα εδάφη του Νόβγκοροντ: οι Σουηδοί που επιθυμούσαν να ανασυστήσουν τις ποτάμιες εμπορικές οδούς από τη Βαλτική έως τη Μαύρη Θάλασσα και οι γερμανοί Τεύτονες Ιππότες που ήδη ήλεγχαν τη Λιβονία (νυν Εσθονία & Λετονία).
Η απόκρουση των Σουηδών (1240)
Ο νεαρός πρίγκιπας κλήθηκε πολύ γρήγορα να αποδείξει τις ικανότητές του. Το 1240 ο Σουηδικός στρατός εισέβαλε στην Ίνγκρια με στόχο να αποκτήσει τον έλεγχο του Νέβα και της Λάντογκα, ώστε μακροπρόθεσμα να χρησιμοποιήσει την περιοχή ως ορμητήριο για περαιτέρω επέκταση. Ο Αλέξανδρος κινήθηκε ταχύτατα με ένα μικρό στράτευμα, θέλοντας να φθάσει τους εισβολείς πριν μπουν στην οχυρωμένη Λάντογκα. Τους πρόλαβε τελικά στη συμβολή του Νέβα με τον Ιζόρα και τους επιτέθηκε αιφνιδιαστικά τη νύχτα (Μάχη του Νέβα, 15 Ιουλίου 1240). Οι Σουηδοί δεν πρόλαβαν καλά-καλά να βγουν από τα πλοία τους (ο Νέβας είναι πλωτός ποταμός) και ο Αλέξανδρος θριάμβευσε· έκτοτε έλαβε το προσωνύμιο Νιέφσκι (ελλ.: του Νέβα). Η νίκη αυτή είχε μεγάλη σημασία για το μέλλον του Νόβγκοροντ, αφού απέτρεψε μία ενδεχόμενη εκστρατεία μεγάλης κλίμακας των Σουηδών στη ΒΔ Ρωσία τα επόμενα χρόνια.
Ο χάρτης της Ανατολικής Βαλτικής την εποχή του Αλέξανδρου Νιέφσκι.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ο Αλέξανδρος μετά τη νίκη στο Νέβα διατάχθηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Τα αίτια εντοπίζονται στο εξής: η πολιτική εξουσία στη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ ασκούνταν κυρίως από τους Βογιάρους (παραδοσιακή αριστοκρατία γαιοκτημόνων) και τη Βέτσε (λαϊκή συνέλευση). Από την άλλη ο πρίγκιπας (ρωσ: κνιαζ) ήταν πρωτίστως στρατιωτικό αξίωμα, με αρμοδιότητες που οριοθετούνταν σαφώς από ειδικό συμβόλαιο, που υπέγραφε, όταν αναλάμβανε καθήκοντα. Όμως ο Αλέξανδρος είχε αποκτήσει τέτοια δημοφιλία, που ήταν εύκολο να αρχίσει να συγκεντρώνει και πολιτική δύναμη, πράγμα που ενόχλησε τους βογιάρους και οδήγησε στην «απόλυσή» του. Τηρουμένων των αναλογιών, η ιστορία αυτή θυμίζει τον εξοστρακισμό της αρχαίας Αθήνας.
Η νίκη επί των Γερμανών (1241-1242)
Ελάχιστο χρόνο αργότερα οι Τεύτονες Ιππότες της Λιβονίας άρχισαν να εκδηλώνουν έμπρακτα την επιθετικότητά τους. Αφού κατέλαβαν το Πσκοβ, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Δημοκρατίας, άρχισαν να πραγματοποιούν ληστρικές επιδρομές στα περίχωρα του Νόβγκοροντ. Ο Αλέξανδρος ανακλήθηκε από την ιδιότυπη εξορία του και επέστρεψε στην πόλη την άνοιξη του 1241, αν και η πρώτη του αντίδραση ήταν αρνητική. Τους πρώτους μήνες αφοσιώθηκε στην αποκατάσταση του ελέγχου στις κοντινές περιοχές και μόνο όταν ένιωσε αρκετά προετοιμασμένος, εξεστράτευσε δυτικά για να απελευθερώσει το Πσκοβ.
Η μάχη – κλειδί ήταν αυτή της λίμνης Πέιπους (ή Τσούντσκο-Πσκόβσκοε), στις 5 Απριλίου 1242. Ο Αλέξανδρος ήταν επικεφαλής μίας δύναμης 4.000 – 5.000 πεζών. Οι Τεύτονες (υπό τις διαταγές του Χέρμαν φον Μπουξχέβντεν) μαζί με τους Δανούς και Εσθονούς συμμάχους τους ήταν περίπου οι μισοί, αλλά από αυτούς οι χίλιοι ήταν ιππότες και έως τότε θεωρούνταν ανίκητοι.
Γνωρίζοντας, ότι δύσκολα θα μπορούσε να αντεπεξέλθει σε μάχη ενάντια στο σιδερόφρακτο ιππικό, ο Αλέξανδρος έκανε το εξής τέχνασμα: παρέσυρε τους Τεύτονες στην παγωμένη επιφάνεια της λίμνης, όπου τα άλογα γλιστρούσαν και δε μπορούσαν να εκτελέσουν γρήγορους ελιγμούς! Η σύγκρουση έληξε με νίκη του στρατού του Νόβγκοροντ και έμεινε στην ιστορία ως Μάχη των Πάγων, η δε ήττα των Τευτόνων σήμανε το τέλος της προσπάθειάς τους να επεκταθούν προς ανατολάς εις βάρος του Νόβγκοροντ.
Η συμμαχία με τους Τατάρους (1241)
Έχοντας εδραιώσει τη θέση του μετά την εκδίωξη των Τευτόνων, ο Αλέξανδρος Νιέφσκι προσκλήθηκε από τον Πάπα της Ρώμης να αναλάβει εκστρατεία κατά των αλλοθρήσκων Τατάρων της Χρυσής Ορδής. Η απάντησή του ήταν αρνητική, αφού ήδη από τον προηγούμενο χρόνο είχε προβεί σε μία άτυπη συμμαχία μαζί τους. Υπάρχουν διάφορες εικασίες για τα αίτια αυτής της επιλογής, όχι απαραίτητα αντίθετες μεταξύ τους:
Φοβόταν, πως δε θα μπορούσε να νικήσει τους Τατάρους, που λίγα νωρίτερα είχαν φθάσει μέχρι τις πύλες της Βιέννης. Επιπλέον πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας, ότι δεν ήταν παρά ο ηγέτης ενός μικρού κρατιδίου, που απειλούνταν από Σουηδούς και Γερμανούς, επομένως δε μπορούσε να έχει διαρκώς τρία μέτωπα ανοικτά.
Πίστευε ότι ο καθολικισμός αντιπροσώπευε μεγαλύτερη απειλή για το λαό του απ’ ό,τι οι Τάταροι, που ενδιαφέρονταν μόνο για τη συλλογή φόρου υποτέλειας και δε νοιαζόταν να προσαρτήσουν τους υποτελείς τους ή να τους επιβάλουν άλλη θρησκεία. Εξάλλου ήταν ακόμα νωπές οι μνήμες της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204).
Εκτιμούσε ότι η ύπαρξη της Χρυσής Ορδής στα νότια ήταν ένα φόβητρο, που απέτρεπε τους βογιάρους, από το να αμφισβητήσουν ξανά την πολιτική ισχύ του, καθώς και τον απλό λαό από το να ζητά μεταρρυθμίσεις.
Προτιμούσε να εξευμενίζει τους Τατάρους διά της πληρωμής φόρου υποτέλειας, αντί να τους εξαγριώνει. Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να κρατήσει τις Ρωσικές περιοχές ανέπαφες από τη μανία του Ταταρικού στρατού, ελπίζοντας ότι στο μέλλον οι συνθήκες για διεκδίκηση πλήρους ανεξαρτησίας θα ήταν πιο ώριμες.
Όποια και αν είναι η πραγματική αιτία, η αλήθεια είναι ότι ο Αλέξανδρος συνεργάσθηκε άψογα με τη Χρυσή Ορδή. Υπήρξαν περιπτώσεις, που ο ίδιος έπεισε Ρωσικά κρατίδια να συνεχίσουν να πληρώνουν το φόρο υποτέλειας αντί να εξεγερθούν. Περνούσε μεγάλα διαστήματα στο Σαράι, την Ταταρική πρωτεύουσα και η φιλία του με τον Σαρτάκ (γιο και διάδοχο του Μεγάλου Μπατού Χαν) ήταν τόσο βαθιά, που το 1241 είχαν γίνει αδελφοποιητοί. Λέγεται επίσης, πως αργότερα έπεισε τον Σαρτάκ να βαπτισθεί χριστιανός, αλλά δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις.