Έλληνας μετανάστης: Ξεσπάει σε κλάματα με αυτά που πέρασε από Έλληνες εργοδότες στην Γερμανία
Η αληθινή ιστορία ενός Έλληνα μετανάστη στη Γερμανία συγκλονίζει και ταυτόχρονα προκαλέι οργή και θλίψη για τους Έλληνες του εξωτερικού.
«Πήγα στο Αννόβερο για δουλειά και στην αρχή με φιλοξένησε η ξαδέλφη μου. Δούλεψα για λίγο καιρό στο δικό τους μαγαζί, εστιατόριο, αλλά δεν είχε πολύ δουλειά και έτσι μετά από λίγο σταμάτησα. Έλληνας. Ηπειρώτης. Ο τύπος αποδείχθηκε ένα από τα μεγαλύτερα καθάρματα και τους πιο σκάρτους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ μου. Στην αρχή ήταν πολύ εξυπηρετικός μαζί μου. Με βοήθησε σε όλες τις συναλλαγές μου με τις γερμανικές αρχές προκειμένου να βγάλω μια άκρη. Μετά από κάμποσους μήνες όμως, μου ζήτησε να πάμε στην τράπεζα για να διευθετήσει δήθεν κάποιες δικές μου εκκρεμότητες. Το μυαλό μου δεν πήγε στο κακό και έτσι τον ακολούθησα. Ξέρετε τι έκανε ο απατεώνας; Έβγαλε δάνειο στο όνομα μου. Η τράπεζα ενέκρινε ένα ποσό των 5.000 ευρώ. Εγώ είχα στον λογαριασμό μου περίπου 1.500 ευρώ. Όλο αυτό το χαρτομάνι και οι υπογραφές όμως έβαλαν ψύλλους στα αυτιά μου.
Παίρνω λοιπόν την ανηψιά μου και πάμε στην τράπεζα για να μάθω τι έγινε. Η υπάλληλος μας πληροφορεί πως έχει συναφθεί δάνειο στο όνομα μου, έχει εκδοθεί μάλιστα και κάρτα ανάληψης και πως σε διάστημα 5 ημερώνκάποιος προχώρησε ήδη σε ανάληψη 2.400 ευρώ. Στην αρχή, ο ξάδελφος μου αρνήθηκε τα πάντα. Παραδέχθηκε βέβαια πως η επίσκεψη στην τράπεζα είχε σαν στόχο το δάνειο. Για την κάρτα είπε πως τηνέκλεψαν, πως χάκαραν το pin και έτσι έβγαλαν τα λεφτά. Πήγαμε στην αστυνομία και καταθέσαμε μήνυση. Έλα όμως που η αστυνομία βρήκε φωτογραφικό υλικό που έδειχνε τον συγγενή μουμπροστά από το ΑΤΜ να κάνει ανάληψη των χρημάτων.
Έχω στην κατοχή μου τις φωτογραφίες αυτές. Το τι δικαιολογίες άκουσα μετά, δεν λέγεται. Πως τράβηξε τα χρήματα γιατί είχε καρκίνο, πως τον κυνηγούσαν οι ρώσοι για χρέη και άλλα πολλά. Που κατέληξαν τα χρήματα που έβγαλε;
Στον τζόγοΜου ζήτησε να αποσύρω την μήνυση για να μην το μάθει η γυναίκα του, η Ν. Τελικά το έμαθε. Την απέσυρα μόνο μετά την διαβεβαίωση της συζύγου του, πως θα μου επιστραφούν τα χρήματα που μου πήρε. Έδωσα τόπο στην οργή γιατί δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Έκανα όμως πάλι το λάθος και τον εμπιστεύτηκα.
Φταίω εγώ για αυτό. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που όταν του έδωσα χρήματα για να βγάλει τα αεροπορικά εισιτήρια προκειμένου να φέρω την οικογένεια μου από την Αθήνα, την γυναίκα μου και τα δύο παιδιά μου, έφαγε τα λεφτά του εισιτηρίουτου ενός παιδιού.
Φτάσαμε στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης γιατί μόνο από εκεί είχε πτήση για Αννόβερο, πάμε να πάρουμε τους κωδικούς, και μας λένε ότι υπάρχουν εισιτήρια μόνογια 3 άτομα. Μέχρι και η υπάλληλος της αεροπορικής εταιρείας στην Γερμανία μας επιβεβαίωσε πως ο απατεώνας είχε βγάλει εισιτήρια μόνο για τρεις. Θυμόταν ακόμη και το πρόσωπο του. Αυτός βέβαια αρνήθηκε τα πάντα και έριξε την ευθύνη στην εταιρεία.
Απίστευτος θυμός, πίεση και στεναχώρια. Με τα χίλια ζόρια και χάρη στην βοήθεια κάποιων ανθρώπων έφτασα τελικά στην Γερμανία. Ήρθε και με πήρε ο ίδιος με το αυτοκίνητο. Το θράσος του δεν είχε όρια. Μου ζήτησενα του πληρώσω την βενζίνη που έβαλε για να έρθει να με πάρει!
Σε τέτοιες περιπτώσεις απλά χάνεις τα λόγια σου εξομολογείται απογοητευμένος στο xaftas.com, o Κώστας Κότσαλης, μάγειρας στο επάγγελμα και πατέρας δυο παιδιών.
Η ιστορία ενός Έλληνα μετανάστη στη Γερμανία
Κώστας Κότσαλης: Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα πετύχαινα τέτοιους ανθρώπους, ότι υπάρχουν άτομα που μπορούν να φερθούν τόσο ψυχρά, τόσο αδίστακτα απέναντι σε άλλους. Δηλαδή αν δεν ήταν Έλληνες και συγγενείς μου, τι θα μου έκαναν; Θα με σκότωναν; Αστειεύομαι βεβαίως, αλλά με τους συμπατριώτες της Γερμανίας όλα να τα περιμένεις!
ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΜΟΥ ΠΑΝΩ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕ Ο ΤΟΥΡΚΟΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ
Μετά από την περιπέτεια αυτή, πήγα σε άλλον εστιάτορα. Εννοείται πως προηγουμένως είχα αλλάξει σπίτι. Και αυτός Έλληνας. Από εκεί έφυγα γιατί δεν μου έδινε τα χρήματα που είχαμε συμφωνήσει. Τα είχαμε βρει στα 1.200 ευρώ και αυτός μου έδινε πότε 600, πότε 800. Εγώ όμως είχα φέρει ήδη την οικογένεια μου στην Γερμανία και δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα με τις υποχρεώσεις μου. Βρήκα δουλειά σε άλλον εστιάτορα. Επίσης, Έλληνα. Περιοχή: Letter, Ανόβερο. Σε αυτόν έκατσα 2 εβδομάδες, μπορεί και λιγότερο. Αν και η δουλειά μου είναι μάγειρας, ο κύριος αυτός ήθελε να σφουγγαρίζω το μαγαζί, να καθαρίζω τις τουαλέτες και να σκουπίζω την αυλή. Οι απαιτήσεις του ήταν παράλογες και υπερβολικές. Όσον αφορά την αμοιβή μου, είπε πως θα μου δίνει 200 ευρώ την εβδομάδα. Όταν του επισήμανα ότι τα χρήματα είναι πολύ λίγα και δεν με καλύπτουν, απλά σήκωσε τους ώμους. Όσο καιρό δούλεψα εκεί με είχε ανασφάλιστο. Αν οι γερμανικές αρχές σε πιάσουν να εργάζεσαι ανασφάλιστος, τιμωρείσαι και εσύ. Δεν μπορούσα να αναλάβω το ρίσκο. Φεύγω επομένως και από αυτόν. Μέσα στην ατυχία μου όμως στάθηκα τυχερός. Πιάνω δουλειά σε έναν Τούρκο ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης ελληνικού εστιατορίου. Να πούμε το όνομα του γιατί ο άνθρωπος αξίζει. Πραγματικό διαμάντι.
Εμένα και την οικογένεια μου, μας στήριξε πολύ. Ένας Τούρκος και όχι Έλληνας. Έγκι Γκιούνες λεγόταν. Restaurant Classico. Aνθρώπινες συνθήκες εργασίας, 8ώρο με μεροκάματο 50 ευρώ. Δυστυχώς όμως δούλευα Παρασκευή, Σαββάτο, Κυριακή. Μόνο τις ημέρες αυτές είχε δουλειά. Τα λεφτά που έπαιρνα δεν έφταναν για να συντηρήσω την οικογένεια μου. Στεναχωρέθηκα πολύ όταν έφυγα από την επιχείρηση του και από τον υπέροχο αυτόν άνθρωπο, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Η ατυχία επέστρεψε ξανά. Σε μια καφετέρια που σύχναζαν Έλληνες, γνώρισα έναν εστιάτορα. Πόντιο. Το μαγαζί του ονομαζόταν Κωος. Και αυτός και η γυναίκα του, αρχικά μου άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις. Γλυκύτατοι και πολύ ευγενικοί. Δεν μπορούσα να είχα πέσει περισσότερο έξω. Από την δεύτερη κιόλας ημέρα μου άλλαξε τα πέταλα. Δούλεψα 2 μήνες για τον τύπο αυτό και αντί να πάρω 2.000 ευρώ, δηλαδή 1.000 ευρώ μηνιάτικο όπως είχαμε συμφωνήσει, στο τέλος εισέπραξα μόλις 500. Για όλα αυτά που σας λέω διαθέτω χαρτιά, αποδείξεις. Το συμπέρασμα; Έντιμα και με αξιοπρέπεια μου φέρθηκε ο Τούρκος εργοδότης και όχι οι συμπατριώτες μου.
Και να πω, πως είμαι κανένας τεμπέλης που αποφεύγει την δουλειά. Δεν γίνεται όμως ο εργαζόμενος, από την στιγμή που έχει μαζί του την οικογένεια του και συμφωνεί σε ένα συγκεκριμένο ποσό με τον επιχειρηματία, να μην το λαμβάνει. Πως θα πληρώσει τις υποχρεώσεις του; Πως θα μεγαλώσει τα παιδιά του; Θέματα πολιτισμένης συμπεριφοράς και αλληλεγγύης προφανώς και δεν τους νοιάζουν. Τουλάχιστον να έπαιρνα τα λεφτά μου. Αυτά που δικαιούμουν. Εκείνοι όμως ήθελαν να πάρουν τα πάντα από εμένα, δίνοντας τα λιγότερα δυνατά.
Την περίοδο αυτή ο Κώστας εργάζεται στο μεζεδοπωλείο Μπούσουλας στα Καμίνια, στον Πειραιά. Αν και το άγχος της επιβίωσης παραμένει, η επιστροφή στα πάτρια εδάφη τον κάνει να ατενίζει το μέλλον με περισσότερη αισιοδοξία.
Έλληνας μετάναστης: Συγκλονίζει η ιστορία του
ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΗΣ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ. ΑΠΛΑ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ
Τι γνώμη σχημάτισα μετά από την παραμονή μου στην Γερμανία; Την χειρότερη. Και αναφέρομαι φυσικά στους Έλληνες της Γερμανίας. Λαμόγια. Πονηροί. Κουτοπόνηροι για την ακρίβεια. Δεν υπάρχουν χειρότεροι εκμεταλλευτές. Κοροϊδεύουν και τάζουν ασύστολα. Δεν κρατούν όμως καμιά υπόσχεση τους. Θύματα τους, και οι νέοι και οι ηλικιωμένοι. Κοιτάνε πως να ξεζουμίσουν τους πάντες. Όποιος έχει ανάγκη για δουλειά και πέσει στον δρόμο τους, καλύτερα να κάνει τον σταυρό του. Τους βάζουν να κοιμούνται σε αποθήκες. Μέσα στην υγρασία, σαν ποντίκια. Χωρίς μια κουβέρτα, ένα σεντόνι.
Με κάτι κουρέλια. Ούτε φαγητό από το εστιατόριο τους, δεν τους δίνουν να φάνε. Οι εργαζόμενοι απελπίζονται, φτάνουν σε απόγνωση αλλά δεν έχουν άλλη επιλογή. Πρέπει να τα υπομείνουν όλα αυτά. Το μόνο που νοιάζει τους εστιάτορες είναι να βγάλουν λεφτά. Πολλά λεφτά. Αυτή είναι η αρρώστια τους, ο εθισμός τους. Και για να το πετύχουν αυτό, δεν θα διστάσουν πουθενά. Ακόμη και να παρανομήσουν. Έτσι και αλλιώς, τις κακές τους συνήθειες τις κουβάλησαν και στην Γερμανία. Δεν αμφιβάλλω ότι ανάμεσα τους θα υπάρχουν και σωστοί άνθρωποι. Εγώ πάντως δεν γνώρισα κανέναν. Τέλος πάντων. Πλέον είμαι στην Ελλάδα. Θα προσπαθήσω να τα ξεχάσω όλα αυτά και να επικεντρωθώ στην δουλειά μου και στην οικογένεια μου. Πολλά τράβηξα. Φτάνει.