Καθώς οι χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα ωθούν τους ανθρώπους να συγκεντρώνονται σε εσωτερικούς, κλειστούς χώρους και μετά τα πάρτι και τα ρεβεγιόν, τα κρούσματα κορωνοϊού αυξάνονται, κάτι που σημαίνει ότι ο ιός συνέχισε να μεταλλάσσεται και να εξαπλώνεται.
Ενδεικτική της κατάστασης στην Ελλάδα είναι η δήλωση της προέδρου της ΕΙΝΑΠ, Ματίνας Παγώνη, πως υπάρχει αύξηση 40% στις νοσηλείες ενώ αυξήθηκαν και οι θάνατοι. Επιπλέον, η Ματίνα Παγώνη υπογράμμισε ότι «η νέα υποπαραλλαγή είναι ήπια, δεν κάνει πυρετό και δεν κάνει πνευμονίες».
Πλέον στην κοινότητα κυριαρχεί η υποπαραλλαγή JN.1. Η JN.1 προκαλεί άλλα συμπτώματα από άλλες παραλλαγές, με το CDC να σημειώνει ότι «οι τύποι συμπτωμάτων και το πόσο σοβαρά είναι συνήθως εξαρτώνται περισσότερο από την ανοσία και τη γενική υγεία ενός ατόμου παρά από ποια παραλλαγή προκαλεί τη μόλυνση».
Σύμφωνα με το CDC, στα συμπτώματα αυτής της υποπαραλλαγής περιλαμβάνονται:
Βήχας
πονόλαιμος
πονοκέφαλος
μυικοί πόνοι
πυρετός
απώλεια γεύσης και όσφρησης
καταρροή ή ρινικό μπούκωμα
κόπωση
εγκεφαλική θόλωση «brain fog»
δύσπνοια
ελαφρά γαστρεντερικά συμπτώματα (στομαχικές διαταραχές, ελαφρά διάρροια)
Κορωνοϊός: Πότε μεταδίδει η JN.1
Ο κορωνοϊός μεταδίδεται κυρίως μέσω σταγονιδίων, που περιέχουν ιούς και προέρχονται από ένα μολυσμένο άτομο που φτερνίζεται, βήχει, μιλάει, τραγουδά ή αναπνέει πολύ κοντά σε άλλους ανθρώπους. Τα σταγονίδια αυτά μπορούν να εισπνέονται ή να εναποτίθενται στη μύτη, το στόμα ή τα μάτια. Σπανιότερα, η μόλυνση μπορεί να οφείλεται σε επαφή με μολυσμένες επιφάνειες όταν ένα άτομο αγγίζει τη μύτη, το στόμα ή τα μάτια του με μολυσμένα από αυτές χέρια.
Όμως μεγάλο ρόλο στην τεράστια διασπορά φαίνεται πως παίζει και το πότε αρχίζει να μεταδίδει το μολυσμένο άτομο. Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, οι άνθρωποι γίνονται μεταδοτικοί περίπου 48 ώρες πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων και είναι πολύ πιο μεταδοτικοί όταν έχουν συμπτώματα ακόμη κι αν αυτά είναι ήπια ή μη ειδικά.
Τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν ότι οι ενήλικες με ήπια έως μέτρια νόσο COVID-19 παραμένουν μεταδοτικοί το πολύ 10 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων. Ασθενείς με βαριά νόσο ή ανοσοκαταστολή, μπορεί να παραμείνουν μεταδοτικοί για έως και 20 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.