Γιώργος Τσιτσόπουλος: Ο «μεγάλος δεύτερος» του κινηματογράφου, η ατάκα που άφησε εποχή, η μάχη με τον καρκίνο και ο άδοξος θάνατός του

Γιώργος Τσιτσόπουλος: Ο «μεγάλος δεύτερος» του κινηματογράφου, η ατάκα που άφησε εποχή, η μάχη με τον καρκίνο και ο άδοξος θάνατός του

Γιώργος Τσιτσόπουλος: Όλα όσα δεν γνωρίζατε για τη ζωή του ηθοποιού

Το 1929 γεννήθηκε στην Αθήνα ο ηθοποιός Γιώργος Τσιτζόπουλος, ο οποίος σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Το ντεμπούτο του στον χώρο της υποκριτικής το έκανε στο θέατρο με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, το 1955. Δεν υπήρξε ποτέ ζεν πρεμιέ και χρησιμοποιούσε για τον εαυτό του, τον χαρακτηρισμό «Ο μεγάλος δεύτερος», που αφορούσε τους ρόλους που είχε υποδυθεί στον ελληνικό κινηματογράφο.

Σε μια άγνωστη πλευρά της ζωής του, ο Τσιτσόπουλος αγαπούσε ιδιαιτέρως τις εικαστικές τέχνες και έκανε αναρίθμητες εκθέσεις με ζωγραφικά και χαρακτικά του, παρουσιάζοντας στο κοινό τις δημιουργίες του ήδη από το 1958. Πέρα από τις ατομικές και ομαδικές εκθέσεις όπου συμμετείχε, έκανε τα σκηνικά και σε πολλές παραστάσεις, τόσο στο Εθνικό όσο και σε θιάσους του ελεύθερου θεάτρου.

Γιώργος Τσιτσόπουλος: Ο «μεγάλος δεύτερος» του κινηματογράφου, η ατάκα που άφησε εποχή, η μάχη με τον καρκίνο και ο άδοξος θάνατός του

Το βραβείο «Κάρολος Κουν» που κέρδισε ο Γιώργος Τσιτσόπουλος

Αν και στην προσωπική του ζωή ήταν ένας άνθρωπος ήπιων τόνων, ως καλλιτέχνης ήταν ανήσυχος και δεν άντεχε την προχειρότητα. Πέρα από την επιτυχημένη του διαδρομή στον κινηματογράφο, ο ίδιος καμάρωνε ιδιαίτερα για την θεατρική του καριέρα. Με το άγχος ενός πρωτοεμφανιζόμενου, μέχρι την τελευταία του παράσταση. Για την προσφορά του στο θέατρο τιμήθηκε το 2000 με το βραβείο «Κάρολος Κουν»….

Ο ίδιος είχε πει σχετικά: “Ένα βραβείο είναι κάτι το αναπάντεχο. Και είναι τόσο πιο όμορφο και πιο λαμπερό όταν δεν το περιμένεις. Όπως δεν το περίμενα εγώ. Σαν παλιά καραβάνα που έχω παίξει πλάι σε πολύ μεγάλους ηθοποιούς, όπως η Κατίνα Παξινού, το να παίρνει εκείνη βραβείο είναι κάτι το αυτονόητο, κάτι που έρχεται από μόνο του. Το να παίρνω εγώ που δεν έχω το εύρος και το ειδικό βάρος αυτών των ηθοποιών είναι κάτι άλλο. Και βέβαια είναι μια χαρά. Μια μεγάλη χαρά και ευχαριστώ την επιτροπή που μου το έδωσε”.

Στη συνέχεια είχε πει ο Γιώργος Τσιτσόπουλος: “Είμαι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων. Δεν πιστεύω ότι το θράσος πρέπει να κυριαρχεί στη ζωή μας. Πρέπει να επικρατούν η εμπιστοσύνη, η εκτίμηση. Και σήμερα αυτά λείπουν όχι μόνο από την τέχνη αλλά από την ίδια τη ζωή μας”.

Γιώργος Τσιτσόπουλος: Ο «μεγάλος δεύτερος» του κινηματογράφου, η ατάκα που άφησε εποχή, η μάχη με τον καρκίνο και ο άδοξος θάνατός του

Γιώργος Τσιτσόπουλος: Η καριέρα του στην υποκριτική

Ο  ηθοποιός θεωρούσε ως τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του, τον «τρελό» της «Δωδεκάτης Νύχτας» του Σέξπιρ, που ερμήνευσε στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, τον «Φιλέα Φογκ» στο «Γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες» των Βερν/Ενερί στο Αμφι-Θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, τον «ηθοποιό» στο έργο Μαξίμ Γκόρκι «Στο Βυθό» σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου στο Εθνικό Θέατρο, το «φεγγάρι» στο «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα με τους Παξινού – Μινωτή στο Εθνικό Θέατρο και τον «πάστορα Μάντερς» στο έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Στη Χώρα Ίψεν» που ανέβηκε στο Ανοιχτό Θέατρο του Γιώργου Μιχαηλίδη, για τον οποίο τιμήθηκε με το βραβείο «Κάρολος Κουν» στις 30 Ιουνίου 2000.

Στον κινηματογράφο ο Γιώργος Τσιτσόπουλος εμφανίσθηκε για πρώτη φορά το 1957 στο κοινωνικό δράμα του Ντίνου Δημόπουλου «Το αμαξάκι», με πρωταγωνιστή τον Ορέστη Μακρή, που ήταν η πιο επιτυχημένη ταινία της χρονιάς εκείνης και συμμετείχε στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι το 1958. Τελευταία του παρουσία στην ταινία του Ροβήρου Μανθούλη «Lilly’s story» το 2002. Από τη διαδρομή του στη μεγάλη οθόνη ξεχωρίζουν οι συμμετοχές του στις ταινίες: «Η Αλίκη στο Ναυτικό» (1961), «Οι Γαμπροί της Ευτυχίας» (1962), «Κάτι να Καίει» (1964), «Ο Ξυπόλητος Πρίγκηψ» (1966), «Νύχτα Γάμου» (1967), «Γαμπρός από το Λονδίνο» (1967), «Ξύπνα Βασίλη» (1969), «Η Παριζιάνα»(1969) κ.ά.

«Κάνω θέατρο, δεν παίζω ρόλους», έλεγε. «Οι ρόλοι που παίζω δεν ανήκουν σε μένα αλλά στο θέατρο. Πέρα από μένα, πάνω από μένα υπάρχει το θέατρο. Αυτό που κάνουμε πρέπει να το τιμά και όχι να το υποβαθμίζει. Και ας μην έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας. Ας κάνουμε απλά καλά τη δουλειά μας!».

Ο Γιώργος Τσιτσόπουλος πίστευε  ότι επί σκηνής ο ηθοποιός εκθέτει την ψυχή του. Και μαζί απελευθερώνει και το σώμα του. «Ως το σημείο να βγάλουν τα χέρια του φτερά και να πετάξει. Όταν πετάξει με τα χέρια ο ηθοποιός και γίνει ένας μικρός άγγελος, τότε τα πράγματα είναι τόσο ωραία. Βέβαια οι στιγμές που ο ηθοποιός ίπταται είναι λίγες. Γι’ αυτό και όταν αναφερόμαστε σε έναν σημαντικό ηθοποιό λέμε ότι «έπρεπε να τον δεις στον τάδε και στον δείνα ρόλο». Να έβλεπες τον Βεάκη στον «Ληρ» ή, όπως είχα την τύχη να τον δω εγώ, στη «Δάφνη Λορεόλα» με την Κυβέλη, στο Εθνικό. Και αυτές τις στιγμές τις νιώθει ο θεατής. Δεν ακούγεται ούτε η ανάσα του κοινού, δεν βήχει, δεν κουνιέται κανείς. Αυτές οι στιγμές είναι η ίδια η ζωή. Αυτή είναι άλλωστε η διαφορά του θεάτρου από τον κινηματογράφο. Σινεμά είναι το παρελθόν, η εικόνα, η μισή αλήθεια. Ενώ το θέατρο είναι αλήθεια, είναι ομορφιά».

“Δεν μπορώ να κοιμηθώ, έφαγα πολύ πεπόνι!». Ποιος δεν θυμάται την ατάκα στην «Αλίκη στο Ναυτικό» με την οποία έγινε νωρίς-νωρίς γνωστός κινηματογραφικά αυτός «ο μεγάλος δεύτερος» που έλεγε ισοβίως ότι «κάνω θέατρο, δεν παίζω ρόλους”.

Γιώργος Τσιτσόπουλος: Ο «μεγάλος δεύτερος» του κινηματογράφου, η ατάκα που άφησε εποχή, η μάχη με τον καρκίνο και ο άδοξος θάνατός του

Γιώργος Τσιτσόπουλός: Η μάχη με τον καρκίνο και ο θάνατός του

Ο  ηθοποιός ήταν παντρεμένος και είχε ένα γιο.

Ακόμα και τη μάχη του με τον καρκίνο κράτησε για τον ίδιο και την οικογένειά του ο Τσιτσόπουλος, από τον οποίο νικήθηκε τελικά στις 14 Απριλίου 2006, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στο Λαϊκό Νοσοκομείο της Αθήνας, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής.

Το ποιοτικό θέατρο έχασε έναν από τους μεγάλους μάστορές του, έναν άνθρωπο που το υπηρέτησε με ήθος και σεβασμό για περισσότερο από 40 χρόνια…

Σύμφωνα με το βιβλίο «Έλληνες Ηθοποιοί της Φθαρτής Αθανασίας», δίπλα του είχε την αγαπημένη του σύζυγο, στην οποία φεύγοντας από τη ζωή είπε μόνο δυο λέξεις: «Σ’αγαπώ»….

Προτεινόμενα