Σαν σήμερα πριν από 20 χρόνια, έπρεπε να εκπληρώσω ένα τάμα που είχα κάνει. Να σημειώσω για όσους δεν με ξέρουν, πως δεν είχα ποτέ καλή σχέση με τη θρησκεία, εκκλησία και παπάδες, όταν έκανα το τάμα νομίζω το έκανα για να κάνω περισσότερο το χατήρι στη γυναίκα που ήταν πάντα δίπλα μου σε όλα τα δύσκολα, τη θεία Μαίρη.
Όλοι όσοι γνώριζαν ότι είμαι έγκυος 4 μηνών, αλλά έμοιαζα ήδη με φάλαινα ετοιμόγεννη, με απέτρεπαν από το ταξίδι, σιγά μην τους άκουγα αλλά λέμε τώρα. (Ταξίδι, καράβι, θάλασσα, εξωσωματική, κίνδυνοι κλπ).
Ο δε κολλητός μου, μετά από τα γνωστά ”γαλλικά” του που συνηθίζει να μου σούρνει όταν είδε τη γνωστή διαδρομή που παίρνουν από το ένα αυτί είσοδος από το άλλο έξοδος, αποφάσισε να με συνοδέψει μετά της συζύγου του και τον δικό μου σύζυγο.
Όταν κατέβηκα στο λιμάνι της Τήνου, είχα με απεριόριστη λαχτάρα να πάω την ίδια στιγμή στη Χάρη Της. Κατάλαβα αυτό που περιέγραφαν όσοι έχουν πάει στο νησί, και που δεν μπορούσα με τη λογική μου να δεχτώ.Γονάτισα όπως ήμουν και ξεκίνησα, χωρίς να βλέπω ή να ακούω τίποτα. οι τρεις σωματοφύλακες, σταυροκοπήθηκαν αλλά δεν νομίζω ότι ήταν για την Παναγία αλλά γιατί δεν με είχε διαβάσει παπάς ακόμα.
Σε όλη μου τη διαδρομή, είχα αυτή την γνωστή βεβαιότητα ότι αφού μου τα έδωσε, δεν ήταν τώρα η στιγμή που θα τα έπαιρνε πίσω. Ότι δεν θα συμβεί τίποτα κακό. Δεν ήταν λογική, διαίσθηση ήταν Μα κι αν συνέβαινε, θα ήξερε Εκείνη καλύτερα. Μια μοιρολατρική παραδοχή , εντελώς ξένη για μένα.
Ο κολλητός μου , όρθιος δίπλα μου μαζί με τον άντρα μου για κάποιο λόγο προχωρούσαν σκυφτοί, νομίζω ότι μετρούσαν τα ψίχουλα που είχε εκείνο το φθαρμένο χαλί που κάποιος είχε στρώσει μέχρι τη Χάρη Της. Τι κι αν βγήκαν μαγαζάτορες και τους μάλωναν ότι με άφηναν χωρίς επιγονατίδες… Κάποιες καλές κυρίες ήρθαν να μου δώσουν νερό μη τυχόν και πάθαινα κάτι, κάποια γιαγούλα με χάιδεψε στο κεφάλι, πράγματα που συνέβησαν έξω από μένα και μου τα αφηγήθηκαν μετά…
Για μένα το σημαντικό ήταν να φτάσω… να φτάσω…. να μη σταματήσω…. μοναχά να φτάσω….
Κι αν πάθαινα κάτι; Λες να βλάψει κάτι την κοιλιά μου; Μήπως έκανα μαλακία; Μήπως δεν το σκέφτηκα καλά ρε συ; Πάψε μυαλό, έλεγα… τώρα δεν μιλάς εσύ. Τώρα έχουμε συζήτηση με τον Μεγάλο επάνω. Πάει καιρός που είμαστε μαλωμένοι… Μάλλον που εγώ του ήμουν θυμωμένη. Και γιατί Του μιλάω τώρα; Ίσως γιατί δεν υπάρχει κανένας πιο μεγάλος που να μπορώ να του ζητανιέψω την βοήθειά του για ό,τι πιο πολυτιμότερο μου φέρνει η ζωή μου…
Και αν κάποιοι το λογαριάζουν ως ταπείνωση, δεν με νοιάζει. Για τα παιδιά μου θα μπορούσα να ταπεινωθώ ή να εξευτελιστώ ακόμα. Ποια παιδιά σου; Αφού δεν έχεις γεννήσει; Και ποιος σου είπε ότι δεν είμαι μάνα επειδή δεν γέννησα ακόμα ρε έξυπνε;
Μα τι περίεργο πράγμα αυτές οι ορμόνες.. Εμένα το αγύριστο κεφάλι, την ισχυρογνωμοσύνη προσωποποιημένη να με κάνει να μιλάω με τον Μεγάλο σαν να μην πέρασε μια μέρα.. Ευτυχώς που δεν κρατάει μούτρα. Κι όσο κι αν ήμουν γονατισμένη είχε τέτοιο αέρα η ψυχή μου, ήταν τόσο ψηλά, ήμουν τόσο ήρεμη μέχρι που ένα ανεπαίσθητο χτύπημα χαμηλά με έκανε και σάστισα. Πάει …. αυτό ήτανε….. Κάτι πάει στραβά! Κάτι έγινε; Γιατί κάνει έτσι η κοιλιά μου; Το χάνω; Φεύγει; Α, ρε θεία Μαίρη…..
Και πέρασαν όλα από το μυαλό μου σε μια στιγμή. Όλα τα χιλιόμετρα, οι ενέσεις, οι συναντήσεις, τα ραντεβού, οι γιατροί, ντάξει πέρασαν και κάτι ξινές που είχαν και το στραβό λόγο στο στόμα με κάθε ευκαιρία… Πέρασαν τα ξενύχτια μας, οι συζητήσεις μας, τα όνειρά μας.. Αυτός ο άνθρωπος πως με άντεξε άραγε τόσο καιρό; Πως γίνεται ένας ξένος να σε στηρίζει, να σε αγαπάει, να σε αντέχει στιγμές που ούτε εσύ δεν αντέχεις τον εαυτό σου;
…. Πάει τελείωσε…. Αυτό πρέπει να ήταν. Κοντοστάθηκα. Η Λόλα δίπλα μου έκλαιγε.. Ο κολλητός ήθελε να βρίσει αλλά ήμασταν ένα βήμα από τα σκαλοπάτια της Παναγίας. Έβλεπα που είχε σφίξει τις γροθιές του, σημάδι ότι ήταν έτοιμος για έκρηξη. Ο άντρας μου ήταν κάτασπρος. Σιωπηλός. Με κοίταζε μόνο στα μάτια, νομίζω περίμενε ένα μου πρόσταγμα για να αντιδράσει σε ό,τι θα έλεγα. Μα εγώ προσπαθούσα να δω αν έχω αίμα , γιατί το φτερούγισμα δεν σταμάταγε, γιατί Παναγίτσα δεν ξέρω αν έχει γιατρό στο νησί, κάνε να μην έχει φύγει ο γιατρός από Αθήνα, να προλάβω να πάμε μήπως όμως έτσι έσπαγαν τα νερά ρε χαζό και δεν το ξέρεις; καθότι δεν σου δίνουν ντοκτορα και οδηγίες χρήσης με το που γκαστρώνεσαι, και μια ηλιθιότητα την κουβαλάς.
Ξανά το χτύπημα χαμηλά.. Κι εγώ να σκέφτομαι, πως τα σκαλιά θα τα ανέβω ακόμα και μισοπεθαμένη… Το πρόβλημά μου ήταν να ξεγελάσω αυτούς τους χαζούς που κουβάλησα μαζί μου να μη με πάρουν σηκωτή. Να μη μας διακόψουν τη μυστική συμφωνία που ένοιωθα πως πρέπει ό,τι κι αν γίνει να την σφραγίσω.
Δεν ξέρω από που ήρθε μια γιαγιά, γονάτισε δίπλα μου κι έβαλε το χέρι της στην κοιλιά μου.
-”Με το καλό να τα δεχτείς” μου είπε. ”Τώρα τα άκουσες;”
-”Τα άκουσα;”
-”Μα ναι.. τώρα τα ένοιωσες ; Κλωτσάει βρε παιδί μου, δεν το νοιώθεις;”
-”Δεν φεύγουνε; Δεν ….πάνε; ”
-”Όχι πουλάκι μου… Δεν πάνε…. Οι κόρες σου έρχονται!!!!!”
Ξανέσκυψα το κεφάλι και συνέχισα για να ανέβω τα σκαλιά…
Θυμάμαι μόνο τη μαυρισμένη εικόνα, τα τάματα κι όταν ακούμπησα το μάγουλό μου στο μάρμαρο σαν να είχα καταφέρει το μεγαλύτερό μου άθλο. Μονάχα τότε γαλήνεψε η ψυχή μου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή.
Και ήρθαν… Και ποτέ δεν έμαθα πως η γιαγιά ήξερε το φύλο των μωρών. Ούτε το πόσα μωρά ήταν…
Σαν σήμερα πριν από 20 χρόνια, έζησα κάτι που το κρατούσα μόνο για μένα. Μα είναι που έχει φύγει η θεία Μαίρη, δεν μπορώ πια να την πάρω τηλέφωνο να της πω Χρόνια πολλά και σε λίγες μέρες έχει γενέθλια.
Είναι που τα ψυχάκια μου μεγάλωσαν και τσακώνονται τώρα ποια μπλούζα θα πάρει η κάθε μία τώρα που θα χωριστούν για πρώτη φορά για να σπουδάσουν… Είναι που λείπει το μικρό μου από το σπίτι κάμποσο καιρό και μου λείπει αφάνταστα. Είναι που δεν είχα μοιραστεί ποτέ αυτή την ιστορία και δεν ξέρω τι στο καλό με έπιασε απόψε, μα … αν κάποιος μπορεί να με καταλάβει είναι μονάχα εδώ μέσα.
ΥΓ. Συνεχίζω να μην πηγαίνω εκκλησία. Μα η κουβέντα μου με το Μεγάλο, δεν διεκόπη ποτέ ξανά από τότε.
Αντιγόνη Ναταλία