Ελένη Τοπαλούδη: Ο Γιάννης Τοπαλούδης και η Κούλα Αρμουτίδου εξακολουθούν να ζουν το δικό τους μαρτύριο
Πριν από τέσσερα χρόνια και τέσσερις μήνες, τη νύχτα της 28ης Νοεμβρίου 2018, δολοφονήθηκε η Ελένη Τοπαλούδη, συγκλονίζοντας ολόκληρη την Ελλάδα. Οι γονείς όμως, της 21χρονης -τότε- φοιτήτριας Μεσογειακών Σπουδών στη Ρόδο, είναι σαν να μην πέρασε ούτε μία μέρα και κάθε ημέρα θυμούνται την αγαπημένη τους κόρη που έφυγε τόσο άδοξα από τη ζωή.
Ο Γιάννης Τοπαλούδης και η Κούλα Αρμουτίδου εξακολουθούν να ζουν το δικό τους μαρτύριο. Ο χρόνος για εκείνους έχει σταματήσει σε εκείνη την τραγική στιγμή που έμαθαν ότι η κόρη τους δεν υπάρχει πια.
Οι χαροκαμένοι γονείς άνοιξαν την καρδιά τους στο περιοδικό ΟΚ! και μίλησαν για τη ζωή χωρίς την κόρη τους.
«Ραγίζουν» καρδιές οι γονείς της Ελένης Τοπαλούδη
Τέσσερα χρόνια χωρίς την Ελένη. Είναι ο χρόνος γιατρός ή όχι;
Γιάννης: Όχι, δεν είναι γιατρός. Όσα χρόνια και αν περάσουν, είναι σαν να έχουμε μάθει πριν από λίγα δευτερόλεπτα το αποτρόπαιο έγκλημα που έγινε στην κόρη μας. Δυστυχώς, όλα έρχονται και ξανάρχονται στο μυαλό μας σε καθημερινή βάση.
Κούλα: Είναι σαν να μην πέρασε μια στιγμή. Σαν να ήταν χθες κιόλας, που πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα και εκεί ένας νεαρός αξιωματικός άνοιξε τον υπολογιστή, έκανε έναν μορφασμό και είπε «όλα εντάξει». Το πρόσωπό του, όμως, τον πρόδωσε ότι κάτι κακό συνέβη. Βγήκαμε έξω στον διάδρομο, έπεσα πάνω στον Γιάννη και του είπα: «Κάτι έγινε, κάτι κακό έγινε… Είδες το ύφος του αστυνομικού;». Φύγαμε, ήρθε ο ανιψιός μας από την Ορεστιάδα και μας είπε το κακό μαντάτο. Αυτές είναι οι σκηνές που έρχονται κάθε μέρα στο μυαλό μας. Κάθε στιγμή. Πώς να είναι γιατρός, λοιπόν, ο χρόνος;
Κούλα Αρμουτίδου: «Κάθε νύχτα, γύρω στις 3.30, σηκώνομαι, κάθομαι στην τραπεζαρία και φέρνω εικόνα το παιδί μου»
Έχετε κοιμηθεί όλα αυτά τα χρόνια έστω και ένα βράδυ φυσιολογικά;
Κούλα: Όχι. Εγώ κάθε νύχτα, γύρω στις 3.30, σηκώνομαι, κάθομαι στην τραπεζαρία με ανοιχτή την πόρτα και σκέφτομαι. Φέρνω εικόνα το παιδί μου που κατεβαίνει από τα σκαλιά, εκείνο το βράδυ στη Ρόδο και την περιμένει ο ένας από τους δύο. Κάνει να τη φιλήσει και η Ελένη γυρνάει το κεφάλι της. Από εκείνη τη στιγμή κάνω εικόνες όλες τις καταστάσεις που πέρασε το παιδί μου. Τις βιαιοπραγίες, τα βασανιστήρια. Καρέ καρέ. Ηχούν στα αυτιά μου οι φωνές και οι τσιρίδες του παιδιού μου. Πώς είναι δυνατόν να κοιμηθώ εγώ έστω και μία νύχτα;
Γιάννης: Είμαστε σαν τα φαντάσματα. Θα σας έλεγα ότι είμαστε με «βάρδιες». Προσπαθώ να κοιμηθώ μετά τις 2.30-3.00 και έρχονται όλα στο μυαλό μου. Έρχονται νεύρα, μίσος, αγανάκτηση. Όλα έρχονται στο μυαλό μας.
Έχει έρθει η Ελένη στα όνειρά σας;
Κούλα: Όχι. Ούτε μια φορά δεν την ονειρεύτηκα. Τέσσερα χρόνια και τέσσερις μήνες τώρα δεν ήρθε ούτε μια στιγμή.
Γιάννης: Εγώ την ονειρεύτηκα περίπου στις σαράντα ημέρες από το κακό. Την είδα σε ένα πεζόδρομο που έχουμε εδώ, στο Διδυμότειχο. Περπατούσαμε μαζί και προσπαθούσε να αγοράσει κάποια ρούχα και της έλεγα: «Μα, Ελένη μου, τι να τα κάνεις τα ρούχα; Δεν τα χρειάζεσαι εκεί που είσαι». Την ονειρεύτηκα άλλη μια φορά μετά από έναν χρόνο. Στο όνειρο ήμουν στο σπίτι της μητέρας μου, άκουσα να χτυπά το κουδούνι, έτρεξα να ανοίξω την πόρτα και μόλις την άνοιξα, είδα το χαμόγελό της.
Πριν γίνει το κακό, είχατε τη ζωή σας, τη σειρά σας, στόχους και όνειρα. Τώρα πώς είναι η καθημερινότητά σας;
Κούλα: Είναι πολύ δύσκολη. Δεν μπορούμε να διαχειριστούμε όλο αυτό που ζούμε. Δεν υπάρχει διάθεση. Εγώ πολλές φορές αρνούμαι να σηκωθώ από το κρεβάτι. Δεν θέλω να κάνω δουλειά, να μαγειρέψω, να κάνω τα αυτονόητα. Υπάρχει άρνηση για τη ζωή, αδιαφορία. Με ένα απλανές βλέμμα βυθισμένη στον δικό μου κόσμο. Συνεχώς ζω με την Ελένη μαζί και πονάει η καρδιά μου. Δεν είμαι πια η ζωντανή Κούλα που ήταν ενεργός πολίτης στη μικρή πόλη που ζούμε. Τώρα πλήρης αδιαφορία. Τον πρώτο καιρό αρνιόμουν να πάω και να λουστώ.
Γιάννης: Ούτε στους γιατρούς για τον ετήσιο έλεγχο δεν θέλαμε να πάμε. Πήγαμε μετά από δυο-τρία χρόνια. Δεν μπορούμε καν να εργαστούμε. Τα παιδιά καταλαβαίνουν τη διάθεση του εκπαιδευτικού. Πώς να προσφέρουμε χαρά στα παιδιά; Ζούμε για να ζούμε. Πλέον όλα είναι με το «πρέπει». Αναγκαστικά πρέπει να κάνουμε τα καθημερινά πράγματα. Όλα τα κάναμε πριν με κέφι και χαμόγελο. Τώρα όχι πια.