Συγκινητική εξομολόγηση αναγνώστη: “Το σπίτι που γεννήθηκα μου το πήρατε τελικά”

by Τόνια Τζαφέρη
Συγκινητική εξομολόγηση αναγνώστη: “Το σπίτι που γεννήθηκα μου το πήρατε τελικά”

Αναγνώστης: “Φοβερό κατόρθωμα και ακρογωνιαίος λίθος της λύσης του προβλήματος της Ελληνικής οικονομίας”.

Το δημόσιο ξέσπασμα του θέλησε να κάνει ένας αναγνώστης, όταν έμαθε πως τελικά το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε, δεν άνηκε πια στον ίδιο αλλά του το πήρανε:

“Ασχολήθηκα με το εμπόριο και τη κατασκευή ενδυμάτων από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Όχι τίποτε μεγάλα πράγματα, αν και θα τα ήθελα – ποιος δεν θα τα ήθελε. Γενικά, αν και θεωρούσα την κάθε ιδέα μου καινοτόμα και πρωτοποριακή, τελικά ανακάλυπτα ότι ήδη την είχαν εφαρμόσει άλλοι και όχι με ιδιαίτερη επιτυχία. Σε κάθε περίπτωση όμως έβγαινε ένα σχετικά καλό ποσό, κάτι παραπάνω από έναν μισθό υπαλλήλου.

Γενικά, παρά τη μη ευόδωση των επιχειρηματικών μου σχεδίων, ήμουν ευχαριστημένος, κάτι λίγα που επένδυα σε κάποιο καινούργιο ρούχο κάθε φορά δεν μου έφερνε εκτίναξη στα κέρδη αλλά ελάχιστα πάνω από την επένδυση, εγώ όμως συνέχιζα περιμένοντας τη μεγάλη στιγμή. Από ότι αποδείχθηκε θα χρειαζόμουν μερικές ζωές ακόμα, επειδή τελικά δεν φάνηκε ποτέ. Μου θύμιζε τον πατέρα μου και την εμμονή του με τα λαχεία. Όχι τίποτε σημαντικό, μια πεντάδα λαϊκό την εβδομάδα. Έζησε με την ελπίδα περίπου μισό αιώνα, μόνο που έφυγε με αυτή. Είναι που λένε πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Δεν ξέρω αν έχει σημασία η σειρά, το θέμα είναι ότι πεθαίνει.

Η αφήγηση του αναγνώστη για το σπίτι που του πήραν

Σε κάθε περίπτωση, όλα πήγαιναν σχετικά καλά έως το 2010. Λίγο πριν το 2004, θυμάστε τότε με τους Ολυμπιακούς, πήρα και μια μεγάλη δουλειά από κάποιον που είχε άκρες και πήρε ένα κομμάτι από τα Ολυμπιακά σήματα. Καπελάκια με τον Φοίβο και την Αθηνά. Ξέρετε, εκείνα τα καρτούν που διατελούσαν εν ευθυμία λες και είχαν καταναλώσει αλκοόλ και ληγμένα γεννόσημα. Τότε βέβαια μου φαινόταν ως υπέροχη σύλληψη του καλλιτέχνη, αλλά τελικά τα βλαμμένα δεν πουλήσανε.

Σε κάθε περίπτωση, η δουλειά ήταν καλή, βγήκαν κάποια λεφτά για την εποχή και παρά το αναμενόμενο φέσι λήξης της συνεργασίας με τον πελάτη, μείνανε αρκετά. Όχι ότι δεν ένοιωσα άνετα, αλλά η Σούλα (σύζυγος) θεώρησε πως το συνοικιακό ρουχάδικο – βιοτεχνία, ήταν ισάξιος ανταγωνιστής του οίκου Prada. Ξέρετε οι άνθρωποι άμα ξεφύγουν, ξεφύγανε και το κακό άρχισε από το επίθετό μου. Πράδας Γιώργος. Τι σχέση είχα με τον οίκο Prada, κανένα. Η Σούλα όμως έκαιγε λίγα λάδια και είχε διαδώσει σε κάθε πελάτη ότι ήμασταν με τους ιδιοκτήτες τρίτα ξαδέλφια. Ότι του φανεί.

Το επόμενο χτύπημα της Σούλας ήταν η απαίτηση για σπίτι στα Βόρεια προάστια. Μέχρι τότε μέναμε στο ενοίκιο στην Κυψέλη. Θα μου πείτε γιατί δεν αντέδρασα. Αντέδρασα, ε και; Έχετε αντιμετωπίσει τη γκρίνια της Σούλας; Οι μέθοδοι στο Γκουαντάναμο αποτελούν ερασιτεχνισμούς. Έτσι πείστηκα και αρχίσαμε να ψάχνουμε. Την χειρότερη εποχή, 2006. Οι τιμές ήταν στα ύψη και η άνετη μεζονέτα των 105 τμ μου κόστισε οροφοδιαμέρισμα πίσω από τα ανάκτορα. Είχε όμως και Barbeque. Μια φουφού με πέτρες. Σε κάθε περίπτωση, επειδή τα μετρητά είχαν πέσει όλα στην επιχείρηση, αγοράσθηκε με δάνειο με τη γνωστή μέθοδο, ένα στεγαστικό για την αντικειμενική αξία και ένα επισκευαστικό για να επισκευάσουμε ένα σπίτι που ακόμα κατασκευαζόταν. Συνολική εθνική παράνοια.

Ξέσπασμα αναγνώστη: “Τώρα βέβαια η Κυβέρνηση με ονομάζει φοροφυγά”

Η πολιτεία έκανε ότι δεν καταλάβαινε πως το σπίτι δεν πουλιόταν στην αντικειμενική, η τράπεζα ήθελε να δώσει δάνεια και δεν την ενδιέφερε πως θα τα ονομάσει, οπότε και στα χωματουργικά έδινε επισκευαστικό, εμείς λέγαμε αφού το κάνει η τράπεζα θα το έχουν συμφωνήσει και πάει λέγοντας. Τώρα βέβαια η Κυβέρνηση με ονομάζει φοροφυγά, ότι συνέταξα εικονικό συμβόλαιο και πως πρέπει να καταβάλω τον φόρο μεταβίβασης του ακινήτου (αν δεν είχα απαλλαγή), που δεν κατέβαλα τότε, αποκρύπτοντας την πραγματική τιμή. Συγγνώμη, η τράπεζα που έστειλε και υπάλληλο για να δει το ακίνητο για την υποθήκη, δεν είδε ότι ακόμα ήταν στα μπετά; Γιατί μου το έδωσε το επισκευαστικό, να διορθώσω τον σοβά; Τέλος πάντων…

Σε λίγα χρόνια όπως ανέφερα, γύρισε ανάδρομος ο Ερμής και η περιοχή των δραστηριοτήτων μου γέμισε Κινέζικα. Πουλούσα το εσώρουχο πέντε ευρώ το πουλούσαν μισό. Στην αρχή που υπήρχαν λίγα χρήματα στον κόσμο ανέπτυξα θεωρίες περί ποιότητας και τους έλεγα ότι τα Κινέζικα βρακιά ήταν από πετρέλαιο και θα γέμιζαν σπυριά αυτοί και τα παιδιά τους. Στην αρχή έπιασε, αλλά επειδή σπυριά δεν βγάλανε, καταλάβανε πως με ένα βρακί δικό μου αγόραζαν δέκα Κινέζικα και έτσι η επιχείρηση έχασε πιστούς της πελάτες. Ως συνέπεια των δύσκολων εποχών ήταν η μη καταβολή κάποιων δόσεων του δανείου, μέχρι που η τράπεζα με ενημέρωσε ότι θα έπρεπε να αποχαιρετήσω το ακίνητο που το είχα χρυσοπληρώσει και είχα όμως συνηθίσει, καθώς και τη Σούλα που θα με παρατούσε με την ταμπέλα «άχρηστος», κάτι που θα έθιγε το εγώ μου, χωρίς να είμαι σίγουρος ότι θα μου έλειπε και η Σούλα.

Η συνέχεια της αφήγησης από τον απογοητευμένο αναγνώστη

Δυστυχώς «ενός κακού μύρια έπονται» και επειδή η καταβολή των δόσεων του δανείου δεν προερχόταν από αποταμίευση ή άλλη πηγή εισοδημάτων, κάτι έπρεπε να κόψουμε και ο επόμενος υποψήφιος ήταν το Ελληνικό Δημόσιο. Τραγική απόφαση όπως αποδείχτηκε, επειδή στη Δ.Ε.Η. αν κλαφτείς μπορεί και να σε λυπηθούν και να σε συνδέσουν πάλι το ρεύμα με κάτι λίγα που θα δώσεις, το Ελληνικό Δημόσιο είναι ανάλγητο.

Συγκινητική εξομολόγηση αναγνώστη: “Το σπίτι που γεννήθηκα μου το πήρατε τελικά”

Την εποχή εκείνη συγχωρέθηκε και η μανούλα μου, αφού «έστειλε» όλους τους συγγενείς της και έφυγε ευχαριστημένη στα ενενήντα επτά. Έτσι, ως ο μοναδικός κληρονόμος, κληρονόμησα το σπίτι που γεννήθηκα, ένα πέτρινο ετοιμόρροπο αρχιτεκτονικό αριστούργημα στην Άνω – Κάτω Ραχούλα κάπου στην Ορεινή Αρκαδία, σε οικόπεδο δύο στρεμμάτων με εξωτερική τουαλέτα, κοτέτσι, στάβλο χωρίς πλέον ζωντανά, λαχανόκηπο χωρίς λάχανα και γενικά την επιτομή του ερειπίου.

Όλα αυτά σε έναν πολυπληθή οικισμό δέκα οικιών, με πολυκατάστημα πολλαπλών χρήσεων (μπακάλικο, αγροτικό ιατρεία κάθε δεκαπέντε μέρες, ταχυδρομείο, χασάπικο και φυσικά χώρος αναψυχής ή χυδαϊστή καφενές). Επιπλέον, κληρονόμησα το 1/36 των 3/8 από δέκα αγροτεμάχια αγνώστου πραγματικής τοποθεσίας, ουδεμίας πραγματικής αξίας και γνωστά κατά την σύνταξη του εντύπου Ε9 από τα προσωνύμια, ενδεικτικά του κλέους των περιοχών, όπως, το πηγάδι του τρελοπαντελή, της γριάς το ανάθεμα, απουλιάνα, γκαβόλακας και άλλες τέτοιες γνωστές παγκοσμίως τοποθεσίες.

Γενικά, το σύμπλεγμα οικίας, τουαλέτας, κοτετσιού και λοιπών βοηθητικών χώρων ήταν μια αηδία. Επειδή όμως ως γαλαζοαίματος εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα, έπαιξα, δάρθηκα, κυνηγούσα τις κότες και κάτι ξαδέλφια μου από δίπλα, μου γεννούσε περίεργα συναισθήματα. Ήθελα να μπορέσω να το επισκευάσω κάπως, να το βάλω σε μια σειρά και λίγες μέρες το χρόνο να μπορώ να πηγαίνω και να κάθομαι. Έτσι, μια επιστροφή στο παρελθόν μου που δεν ήταν το τέλειο, αλλά ήταν δικές μου μνήμες περασμένες πια μέσα από φίλτρα του χρόνου, που μου ξυπνούσαν μια περίεργη νοσταλγία. Ήθελα πάλι να δω τα ξαδέλφια μου και να ξαναθυμηθούμε ανοησίες που κάναμε όταν ήμασταν παιδιά, ήθελα πάλι να ξαναζήσω έστω για λίγο και σε δόσεις, εκείνο το κομμάτι της ζωής μου, ήθελα να ξαναγυρίσω στις ρίζες μου.

Αναγνώστης: “Αν δεν σου αρέσει να μην έρχεσαι, εγώ σε ένα μήνα αρχίζω τις επισκευές. Κάτι θα βρω, δεν μιλάμε και για κανένα σπουδαίο ποσό”.

Είπα τις σκέψεις μου στη Σούλα, εκείνη αντέδρασε, αλλά ήμουν ανένδοτος. Αν δεν σου αρέσει να μην έρχεσαι, εγώ σε ένα μήνα αρχίζω τις επισκευές. Κάτι θα βρω, δεν μιλάμε και για κανένα σπουδαίο ποσό.

Η κοπέλα στο τηλέφωνο μου δήλωσε την ιδιότητά της, υπάλληλος της ΑΑΔΕ και πως χρωστούσα ένα σημαντικό ποσό, στο οποίο είχε προστεθεί και ο ΕΝΦΙΑ από την κληρονομιά της μάνας μου. Την ρώτησα πόσο ήταν, επειδή δεν το είχα δει και όταν μου ανακοίνωσε τον ΕΝΦΙΑ του οικιστικού συμπλέγματος του χωριού, κόντεψα να πάθω αποπληξία. Σας είπα Άνω – Κάτω Ραχούλα, όχι Κολωνάκι, μήπως έγινε κάποιο λάθος; Η υπάλληλος μου υπενθύμισε πως το οικόπεδο ήταν δύο στρέμματα, οι κύριοι χώροι της κατοικίας 250 τμ. και οι βοηθητικοί άλλα 100. Μάταια την εξηγούσα ότι στους κύριους χώρους ήταν και η αποθήκη στο ισόγειο που βάζαμε σιτάρια, ζωοτροφές, λιπάσματα, κοπριές και άλλα συναφή, μάλλον ήταν παιδί της πόλης. Η συνομιλία τέλειωσε με την υπενθύμιση πως η υπηρεσία ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει τις διατάξεις του Ν.4174/2013 περί Κ.Φ.Δ. και του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Δηλαδή; Θα μου κατάσχει το σπίτι και τα χωράφια…

Πάρτε το ρε. Πάρτε το και να δω τι θα το κάνετε. Αντικειμενική αξία 85.000 ευρώ. Να σας δει γιατρός. Πάνω από πέντε χιλιάρικα δεν πιάνουν όλα και αυτά με παρακάλια. Πάρτε το να ρημάξει και να πέσει σε λίγα χρόνια, γιατί ετοιμόρροπο είναι. Γιατί το θέλω εγώ; Γιατί είναι το σπίτι που γεννήθηκα και γιατί για εμένα είναι αναμνήσεις και όχι περιουσία. Δεν μου παίρνετε περιουσία ρε, αναμνήσεις μου παίρνετε.

Ένα κομμάτι από τη ζωή μου. Σε λίγα χρόνια δεν θα τολμάω να ξαναπεράσω από το χωριό που γεννήθηκα και μεγάλωσα, επειδή όλοι οι συγγενείς και συγχωριανοί μου θα με βλέπουν σαν τον αποτυχημένο που δεν κατάφερε να κρατήσει ούτε το σπίτι που γεννήθηκε, ούτε τα λίγα στρέμματα χωράφια με πέτρες που του άφησε η μάνα του. Πάρτε το ρε και αν μπορέσετε να το πουλήσετε, ελάτε να με το πείτε. Πάρτε το και βάλτε το και στο internet να γελάει ο κόσμος. Μαζί με σαβούρες αυτοκίνητα εικοσαετίας, ρημαγμένους τοίχους στη βιομηχανική περιοχή και σπίτια σαράντα ετών, ισόγεια και τυφλά μες την υγρασία, φιλέτα αστικών περιοχών. Πάρτε τα ρε και προσπαθήστε με αυτά να σωθούμε από τα χάλια μας. Μόνο που η χώρα δεν σώζεται με αναμνήσεις που δεν θέλει να τις αγοράσει κανένας.

Προτεινόμενα