Τέσσερα χρόνια από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι: Το χρονικό της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι
Άγριες μνήμες ξύπνησαν με την καταστροφική πυρκαγιά της Πεντέλης την περασμένη Τρίτη. Σαν σήμερα συμπληρώνονται 4 χρόνια από την ημέρα της φονικής πυρκαγιάς που ξεκίνησε και αυτή από το Νταού Πεντέλης, το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου του 2018. Μια πυρκαγιά που οδήγησε στον θάνατο 103 ανθρώπους.
Απίστευτες ελλείψεις, ασυνεννοησία μεταξύ των αρμοδίων φορέων, παραλείψεις και λάθη που οδήγησαν στο «χάος» και την απώλεια 103 ανθρωπίνων ζωών και δεκάδων ακόμη σοβαρότατων τραυματισμών περιγράφονται στις 544 σελίδες του βουλεύματος του συμβουλίου εφετών, που θα οδηγήσει με το νέο δικαστικό έτος στο εδώλιο 21 πρόσωπα για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης από αμέλεια δια παραλείψεως, αλλά και του εμπρησμού από αμέλεια για τον άνθρωπο που προκάλεσε την πυρκαγιά.
Την απερισκεψία του συγκεκριμένου κατοίκου του Νταού Πεντέλης να κάψει χόρτα σε μια ημέρα με υψηλότατο κίνδυνο πυρκαγιάς λόγω ισχυρών ανέμων, ακολούθησαν σκηνές «Αποκάλυψης» με τη φωτιά να φτάνει με απίστευτη ταχύτητα στο Μάτι Αττικής και να κατακαίει ανθρώπους, ζώα, κατοικίες, αλλά και με τις πύρινες «γλώσσες» να καταπίνουν τον καταπράσινο οικισμό.
Οι συγκλονιστικές στιγμές των ανθρώπων που επιβίωσαν από τον εφιάλτη εκείνης της ημέρας βρέθηκαν τους επόμενους μήνες σε τεράστιες στοίβες αστυνομικών τμημάτων, όπως είχε ζητηθεί από την Εισαγγελία για τις ανάγκες της δικαστικής έρευνας. Δεκάδες άνθρωποι που είδαν τους δικούς τους να καίγονται, άλλοι που έζησαν στιγμές αγωνίας ψάχνοντας συγγενικά τους πρόσωπα από την άκρη μιας τηλεφωνικής γραμμής αποτυπώνουν τον πανικό και την ολιγωρία των Αρχών τις ώρες εκδήλωσης της πυρκαγιάς.
«Η ώρα περνούσε και περίπου στις 18.00 ο καπνός είχε πυκνώσει. Τότε η κόρη μου άρχισε να ουρλιάζει «θα πεθάνουμε, θα πεθάνουμε» και μας ωθεί σε όλους ώστε να βγούμε από την οικία» περιέγραφε στην κατάθεση της η Ε.Σ, που έχασε τη μητέρα της στη φωτιά. «Η φωτιά μας κυνηγούσε και η μητέρα μου έπεσε στα σκαλιά πριν την παραλία. Τότε η κόρη μου την άρπαξε και την σήκωσε. Εκείνη τη στιγμή το πουκάμισο μου άρπαξε φωτιά και έτρεξα γρήγορα προς τη θάλασσα, χάνοντας την μητέρα μου την κόρη μου και τον άντρα μου» περιέγραψε. Όταν τελικά κατάφερε να βρει την οικογένεια της, μετρούσε ήδη την απώλεια της μητέρας της. «Η μητέρα μου δεν κάηκε αλλά όταν η κόρη μου την είχε στα χέρια της και λίγο πριν αρχίσουν τα μεγάλα κύματα, η μητέρα μου της είπε «έσβησε η φωτιά πάμε έξω» και έβγαλε αφρούς από το στόμα, της γύρισαν τα μάτια και πέθανε, αυτά μου είπε η κόρη μου Περσεφόνη» ανέφερε στην κατάθεση της.
Ο πυροσβέστης Α.Δ επιχειρούσε στη φωτιά, όταν ένας συνάδελφός του τον ειδοποιεί στις 18.20 ότι η φωτιά κατευθύνεται προς το Μάτι. Εκείνος τηλεφώνησε στη γυναίκα του για να πάρει το παιδί και να φύγει από το σπίτι. «Βρήκα τη σύζυγό μου να είναι εγκαυματίας, καθισμένη στην παραλία και τον γιό μου, τον οποίο είχαν στα χέρια τους δύο άτομα και προσπαθούσαν να του παράσχουν τις πρώτες βοήθειες. Πήρα τη γυναίκα μου αγκαλιά και προσπάθησα να τη μεταφέρω στο αυτοκίνητό μου και μαζί μας ήρθαν και τα δύο άτομα με τον γιό μου. Μόλις έφτασα στο δρόμο είδα ένα εθελοντικό πυροσβεστικό όχημα και τους είπα να μεταφέρουν τον υιό μου στο Νοσοκομείο Παίδων. Τη γυναίκα μου την παρέλαβε διερχόμενο ασθενοφόρο. Εγώ ακολούθησα τον υιό μου στο νοσοκομείο και με ενημέρωσαν οι γιατροί ότι είχε αποβιώσει. Η σύζυγός μου νοσηλεύτηκε στη ΜΕΘ στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός για 12 περίπου μέρες και έπειτα απεβίωσε».
Το βούλευμα «κόλαφος» για την φωτιά στο Μάτι
Έπειτα από αρκετά πέρα – δώθε της δικογραφίας και κάποιες διαφωνίες μεταξύ των λειτουργών της δικαιοσύνης εκδόθηκε το βούλευμα που οδηγεί την υπόθεση στο ακροατήριο. Στις σελίδες του δικαστικού βουλεύματος, υιοθετείται πλήρως και το σκεπτικό της έφεσης του αντιεισαγγελέα Παναγιώτη Μεϊνδάνη, που έκανε λόγο για απόλυτη ακυρότητα του προηγούμενου βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, υπέρβαση εξουσίας των δικαστών και εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Υπενθυμίζεται, πως το πρώτο βούλευμα που εκδόθηκε ζητούσε μεταξύ άλλων τον διαχωρισμό της για πέντε πρόσωπα και την αναβάθμιση της κατηγορίας σε βάρος τους σε κακούργημα, αλλά και την απαλλαγή 10 προσώπων από τις κατηγορίες.
«Δεν μερίμνησε πρωτίστως, όπως όφειλε για την προληπτική εναέρια επιτήρηση, για την μεταστάθμευση εναέριων μέσων λόγω καιρικών συνθηκών, με αποτέλεσμα 3 από τα πλέον αξιόπιστα επιχειρησιακά ελικόπτερα να μη μπορούν να απογειωθούν την κρίσιμη στιγμή» αναφέρουν οι δικαστές για τον τότε αρχηγό της Πυροσβεστικής Σωτήρη Τερζούδη. Όπως εξηγούν, και τα 3 ελικόπτερα προσγειώθηκαν για ανεφοδιασμό σε κλειστό αεροδρόμιο με αποτέλεσμα να καθυστερήσουν, ενώ καταλήγουν ότι ο τότε αρχηγός της πυροσβεστικής δεν μερίμνησε ούτε για την κινητοποίηση και ορθή επιχειρησιακά αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων επίγειων και, κυρίως, εναέριων μέσων πυρόσβεσης βάσει των πραγματικών αναγκών, αλλά και «ενέκρινε λανθασμένες επιχειρησιακά εκτροπές εναέριων μέσων πυρόσβεσης σε άλλες περιοχές που δεν παρουσίαζαν κίνδυνο, όπως Σουσάκι – Καλαμάκι – Ίσθμια Κορινθίας για να επιχειρήσουν στις εγκαταστάσεις της motor oil».
Οι δικαστές από δόμησαν και τους ισχυρισμούς του τότε Υπαρχηγού Επιχειρήσεων του ΠΣ, Βασίλη Ματθαιόπουλου περί επιβοηθητικού ρόλου, κρίνοντας πως το συγκεκριμένο πρόσωπο είχε ενεργό ανάμιξη και συμμετοχή καθόλη την διάρκεια εξέλιξης της πυρκαγιάς στον οικισμό Νταού Πεντέλης. «Δεν φρόντισε να υπάρχει επαρκής εναέρια επιτήρηση στην Αττική, ούτε εκμεταλλεύτηκε σωστά τη νεοσύστατη υπηρεσία των drones». Μάλιστα, εμφανίζεται να γνώριζε από τους πυροσβέστες, ότι υπήρχε ανάγκη ενίσχυσης με επίγεια και εναέρια μέσα, και στις 17:10, ο σύνδεσμος του ελικοπτέρου τύπου S-64, που επιτηρούσε την περιοχή όπου είχε εκδηλωθεί η πυρκαγιά, ενημέρωσε ότι «η φωτιά είναι γύρω από σπίτια, σε περίβολο σπιτιών και 20 λεπτά αργότερα, ο ίδιος άνθρωπος τον ενημέρωσε ότι η πυρκαγιά στο Νταού Πεντέλης είναι κοντά σε σπίτια κινείται ανατολικά και θα απειλήσει σπίτια».
Λανθασμένη επιχειρησιακά εκτροπή ελικοπτέρου «χρεώνουν» οι δικαστές στον τότε Διοικητή του Ε.Σ.Κ.Ε., Ιωάννη Φωστιέρη, ο οποίος ζήτησε το ελικοπτερο τύπου S-64 να φύγει από Νταού Πεντέλης προς τις εγκαταστάσεις της MOTOR OIL, σε πάρα πολύ κρίσιμο χρόνο για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς στην Ανατολική Αττική, αν και γνώριζε «ότι η πυρκαγιά στο Καλαμάκι Ισθμού ήταν έρπουσα σε θάμνους και η κατάσταση ήταν ελεγχόμενη».
«Παρακοή» και «αδιαφορία» εντόπισαν στον πρώην αρχηγό της Πυροσβεστικής και τότε Διοικητή της Ε.Μ.Α.Κ. Στέφανο Κολοκούρη. «Δεν μερίμνησε να εκτελέσει άμεσα την εντολή, ώστε να βρεθεί τουλάχιστον στις 18.00 ή το ταχύτερο δυνατόν στον τόπο της πυρκαγιάς και να τεθεί επικεφαλής σχέδιο διάσωσης των πολιτών που κινδύνευαν, αλλά αντιθέτως παρέμεινε στην πυρκαγιά της Κινέττας μέχρι 19.59, ακολούθως μετέβη στις εγκαταστάσεις της ΕΜΑΚ στην Μαγούλα, αναχώρησε από εκεί μετά τις 20.30 και αφίχθη με μεγάλη καθυστέρηση στην περιοχή του συμβάντος στις 21.30. (…) δεν συνέδραμε με αποτελεσματικό τρόπο στην απομάκρυνση των πολιτών και όταν πια η απομάκρυνση δεν ήταν εφικτή, δεν συνέβαλε ουσιαστικά σε επιχείρηση διάσωσης».
Παραλείψεις σε καθαρισμούς και αμέλειες που αφορούσαν στο συντονισμό βρήκε το δικαστικό συμβούλιο στην πρώην περιφερειάρχη Αττικής Ρένα Δούρου. «Δεν συγκάλεσε έγκαιρα το έκτακτο Σ.Ο.Π.Π., το οποίο και συνεδρίασε τελικά στις 20:30, αφού η πυρκαγιά είχε πλέον αυτοκατασβεστεί. Δεν εισηγήθηκε έγκαιρα στο γενικό γραμματέα πολιτικής προστασίας την έκδοση απόφασης κήρυξης της περιοχής σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Εξαιτίας των συνδυασμένων παραλείψεων της η πυρκαγιά εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα, καθώς συνέδραμε σε αυτό μη καθορισμός της περιοχής ευθύνης της».