Θέμης Αδαμαντίδης: Το τι κάνω εγώ με τον τζόγο είναι δική μου υπόθεση
Θέμης Αδαμαντίδης: Για τρίτη φορά συνελήφθη ο αγαπημένος λαϊκός τραγουδιστής, να παίζει φρουτάκια σε παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη. Ο ίδιος τονίζει σε δηλώσεις του, «Δεν πειράζω κανέναν. Το τι κάνω εγώ με τον τζόγο είναι δική μου υπόθεση»
Πολύ προτού ο Θέμης Αδαμαντίδης ανακαλύψει, ότι το μόνο επάγγελμα που θα μπορούσε να τον ενδιαφέρει ήταν αυτό του τραγουδιστή, τις δεκαετίες του ’60 και ’70 ήταν γνωστό ότι λαμπερά αστέρια της νυχτερινής διασκέδασης πετούσαν περιουσίες ολόκληρες στον τζόγο. Κάποιοι, μάλιστα, όπως ο Σταμάτης Κόκοτας και ο Στράτος Διονυσίου, είχαν ιδιόκτητα άλογα στον Ιππόδρομο του Φαλήρου.
Ο Διονυσίου μετακόμισε μόνιμα σε σουίτα ξενοδοχείου της περιοχής μόνο και μόνο για να βρίσκεται όσο πιο κοντά γινόταν στο αθηναϊκό ιπποδρόμιο. «Μου αρέσει ο ιππόδρομος και είναι λάθος μου. Όμως έτσι είναι οι άνθρωποι. Άλλος έχει το τάδε πάθος, άλλος το δείνα. Εγώ έχω κάποια αλογάκια και μαζί με τα δικά μου άλογα παίζω κιόλας. Αυτό είναι κακό. Τα λάθη μου μπορεί να έβλαψαν εμένα και να τα πλήρωσα ακριβά. Δεν έβλαψα κανέναν παρά μόνο τον εαυτό μου» ήταν τα λόγια του Στράτου Διονυσίου. Αυτά θα μπορούσε να έχει πει κάλλιστα ο Θέμης Αδαμαντίδης – αν όχι για τον ιππόδρομο, για τα υπόλοιπα είδη τζόγου που εκείνος προτιμά.
Η ομοιότητα του Θέμη Αδαμαντίδη με τη Σωτηρία Μπέλλου και την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Ωστόσο, παρά τις χτυπητές ομοιότητες με τον Διονυσίου, η περίπτωση του Θέμη Αδαμαντίδη θυμίζει μάλλον πιο έντονα εκείνη της Σωτηρίας Μπέλλου. Μία από τις μεγαλύτερες λαϊκές τραγουδίστριες που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα. Μια μορφή πραγματικά θρυλική, που ήταν ολοκληρωτικά παραδομένη στο πάθος της για τον τζόγο. Οι συλλήψεις της σε παράνομες μπαρμπουτιέρες ήταν τόσο πολλές και τόσο συχνές, ώστε είχαν πάψει να απασχολούν την κοινή γνώμη. Από ένα σημείο και έπειτα θεωρούνταν περισσότερο κομμάτι μιας ρουτίνας παρά αξιοπρόσεκτο συμβάν. Πολλές φορές η Μπέλλου «έσπρωχνε στα κόκαλα» (δηλαδή στα ζάρια) σχεδόν ακέραιη την αμοιβή της από τα νυχτερινά κέντρα όπου εμφανιζόταν, καταλήγοντας να ζει με δανεικά.
Κάτι παρόμοιο συνέβαινε με την ποιήτρια και στιχουργό Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Το νήμα του πάθους με τον τζόγο, ξεκινά από την κουλτούρα και το περιθώριο του ρεμπέτικου, περνά στη γενιά του Διονυσίου, φτάνει στον Θέμη Αδαμαντίδη και παρασύρει ακόμη και τους νεότερους σταρ του πάλκου.
Φαντάζει κάπως μοιραίο. Ο Παντελής Παντελίδης σηκώθηκε από στρογγυλό τραπέζι με πράσινη τσόχα για να χάσει τη ζωή του στον δρόμο. Υπό αυτό το πρίσμα, οι επανειλημμένες συλλήψεις απλώς ενισχύουν την άποψη ότι ο Αδαμαντίδης είναι ένα γνήσιο, σχεδόν αρχέτυπο πλάσμα της ελληνικής νύχτας. Ένας άνθρωπος που δεν δίνει δεκάρα για το ενδεχόμενο να δυσφημιστεί, εξαιτίας του τζόγου. Η στάση του αυτή, είναι που θα ταίριαζε σε έναν κληρονόμο παθών, αδυναμιών και καταχρήσεων. Μία στάση που μοιάζει σύμφυτη με τη δουλειά του τραγουδιστή σε νυχτερινά μαγαζιά στην Ελλάδα.
«Ο επόμενος Καζαντζίδης»: Ο Στέλιος Καζαντίδης χαρακτήρισε τον Θέμη Αδαμαντίδη
Η τιμή ήταν τεράστια για τον Θέμη Αδαμαντίδη. Ποτέ δεν την περιέφερε ως τρόπαιο, για να αποκομίσει δόξα ή και υψηλότερο μεροκάματο. Με τέσσερις και πλέον δεκαετίες ξέχειλες από περιπέτειες κάθε είδους, να έχουν σημαδέψει την πορεία του, προσαρμοσμένος πλέον να νιώθει ως φυσικό του περιβάλλον τα πυκνά νέφη της νικοτίνης και τους ποταμούς του αλκοόλ, έχοντας μάθει πώς να στέκεται όρθιος στον καταιγισμό των πανεριών με τα γαρίφαλα, πώς να επικοινωνεί με κλειστά μάτια με το κοινό που τον αποθεώνει από τα πρώτα τραπέζια έως τη γαλαρία των όρθιων, ο Θέμης μοιάζει να έχει κατακτήσει μια ιδιότυπη ασυλία στη συλλογική συνείδηση.
Οι θαυμαστές του, επικαλούμενοι αφενός τη σπουδαία και εντελώς ξεχωριστή φωνή και αφετέρου την αυθεντικότητα της προσωπικότητάς του παρακάμπτουν το γεγονός, ότι εμπλέκεται συχνά πυκνά σε δραστηριότητες, οι οποίες λογίζονται ως παράνομες. Οι φίλοι του Αδαμαντίδη δέχονται άνευ όρων τη δικαιολογία που ο ίδιος προβάλλει: «Δεν πειράζω κανέναν. Το τι κάνω εγώ με τον τζόγο είναι δική μου υπόθεση».
Κάθε φορά που το όνομά του έρχεται στην επικαιρότητα επ’ ευκαιρία κάποιας εφόδου της Αστυνομίας σε παράνομες λέσχες τυχερών παιγνίων, υψώνεται κύμα μαζικής συμπαράστασης στον Θέμη. Η επίμονη συνήθειά του να συχνάζει σε ύποπτα καταγώγια πέριξ της Ομόνοιας, αντιμετωπίζεται περίπου ως αντισυμβατικό ανδραγάθημα και απόδειξη ηρωισμού. Σαν να τιμά την παράδοση των δικών του ειδώλων, τα οποία, με τα μικρά ή και τα πιο σοβαρά στραβοπατήματά τους (ο Διονυσίου, είχε περάσει τρία χρόνια στη φυλακή), προσδιόρισαν το τι σημαίνει «άνδρας». Για αυτό και στον ιδιόρρυθμο αξιακό κώδικα της ελληνικής νύχτας άνδρες, όπως ο Αδαμαντίδης απολαύουν σεβασμού και δέους σαν «άρχοντες».
«Θέμης» υπάρχει μόνο ένας στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, στοιχείο που από μόνο του αποτελεί τεκμήριο καταξίωσης και ζηλευτό προνόμιο.
Θέμης Αδαμαντίδης: Οι περιπέτειες του
Τους τελευταίους μήνες, ο γνωστός τραγουδιστής απασχολεί την ειδησεογραφία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λόγω των τριών συλλήψεών του για συμμετοχή σε παράνομα παίγνια. Πριν από δύο χρόνια, τον Ιούλιο του 2019, άγνωστοι τον είχαν ξυλοκοπήσει στη μέση του δρόμου. Κοιτάζοντας μια εικοσαετία στο παρελθόν, η πρώην ερωμένη του, η εκρηκτική Νένα Χρονοπούλου, είχε κατηγορηθεί ότι μαχαίρωσε τον μάνατζερ του Θέμη, Στέλιο Ψωμοστήθη.
Ακόμη παλαιότερα, το 1976, η Αστυνομία τον είχε προσαγάγει για κατοχή ναρκωτικών κατόπιν έρευνας στα προσωπικά του αντικείμενα. Το μόνο που είχε βρεθεί ήταν μισό γραμμάριο χασίς. Αυτό σε κατάσταση ακατάλληλη για χρήση, λόγω της αλλοίωσης που είχε υποστεί, ξεχασμένο ανάμεσα στα πεντάλ εφέ μιας κιθάρας. Η αθώωση του Αδαμαντίδη στη δίκη που επακολούθησε, δεν εξουδετέρωσε τον στιγματισμό του. Αυτό ήταν κάτι που τον ακολουθούσε για αρκετά χρόνια και τον έβλαψε επαγγελματικά.
Ανάμεσα σε όλα αυτά, ο Θέμης συνέχισε να κάνει αυτό που έκανε από την εφηβεία του, να τραγουδά ζωντανά για το κοινό του. Όπως πάντα τονίζει στις συνεντεύξεις του, να ζει τη ζωή του όπως εκείνος θέλει. Αν ορισμένοι κρίνουν ότι ο ίδιος ακροβατεί στο όριο, αυτό δεν είναι κάτι που απασχολεί τον ίδιο. Παρ’ όλα αυτά, πέραν όλων των άλλων, έγινε πατέρας πέντε γιων, από διαφορετικές μητέρες, με τον μεγαλύτερο εξ αυτών να είναι σήμερα 34 και τον μικρότερο μόλις 4 ετών.
Οι χρηματικές απολαβές του Θέμη Αδαμαντίδη στα χρόνια
Για την επιτυχία και τις υλικές απολαβές, οι μεν χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι του βρίσκονται στην αποθήκη του σπιτιού του στη Γλυφάδα, τα δε χρήματα ο ίδιος τα αντιμετωπίζει μάλλον με απάθεια. Και όχι μόνο επειδή τα επενδύει χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό σε τυχερά παιχνίδια, αλλά και διότι θεωρεί ότι πάνω απ’ όλα προορισμός και καθήκον του είναι να τραγουδά και να ψυχαγωγεί τον κόσμο, που πληρώνει ώστε να τον βλέπει πάνω στη σκηνή, όχι για να γίνει ο ίδιος πλούσιος.
Ουδέποτε έδωσε σημασία στις υλικές απολαβές. Οι χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι του βρίσκονται στην αποθήκη του σπιτιού του στη Γλυφάδα. Τα χρήματα ο ίδιος τα αντιμετωπίζει μάλλον με απάθεια. Όχι επειδή τα επενδύει χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό σε τυχερά παιχνίδια, αλλά διότι θεωρεί ότι πάνω απ’ όλα προορισμός και καθήκον του είναι να τραγουδά και να ψυχαγωγεί τον κόσμο. Εκείνον, που πληρώνει ώστε να τον βλέπει πάνω στη σκηνή, όχι για να γίνει ο ίδιος πλούσιος
Θέμης Αδαμαντίδης: Το χρονικό της πορείας του
Πίσω στο 1979. Ο Θέμης συστήθηκε για πρώτη φορά στο ευρύτερο ελληνικό κοινό με την παρουσία του στον τηλεοπτικό διαγωνισμό ταλέντων «Να η ευκαιρία». Στάθηκε ανέκφραστος και μετρημένος ενώπιον της κριτικής επιτροπής με την αρχική της σύνθεση (Γιώργος Κατσαρός, Γρηγόρης Γρηγορίου, Σάσα Ντάριο και Ροζίτα Σώκου). Σχεδόν χωρίς να ανοίξει το στόμα του, ερμήνευσε μια μεγάλη επιτυχία της εποχής, το «Θα με θυμηθείς» του Γιάννη Πάριου, σε μουσική Γιάννη Σπανού και στίχους Πυθαγόρα.
Στο τέλος της σεζόν ανακηρύχθηκε νικητής. Το προβλεπόμενο έπαθλο της εκπομπής το παρέλαβε αντ’ αυτού, ο πατέρας του, καθώς ο Θέμης ήταν απασχολημένος με εμφανίσεις σε ελληνικό κέντρο διασκέδασης στη Σουηδία. Ο πατέρας του, αν και ελαιοχρωματιστής στο επάγγελμα, ανέλαβε χρέη ατζέντη, όταν εκδηλώθηκε ζωηρό ενδιαφέρον εκ μέρους των δισκογραφικών εταιρειών. Ακόμη όμως και η υπογραφή του πρώτου συμβολαίου του αποδείχθηκε μια μικρή περιπέτεια, αφού Αδαμαντίδης απεχθάνεται τα αεροπορικά ταξίδια.
Το ξεκίνημα της καριέρας του Θέμη Αδαμαντίδη
Τη συγκεκριμένη περίοδο δεν έβρισκε εισιτήρια από Στοκχόλμη για Αθήνα, οπότε αποφάσισε να έρθει οδικώς. Μαζί με έναν φίλο του οδήγησαν επί 32 ώρες, έως ότου έφτασαν στα γραφεία της Columbia για το πραγματικό ξεκίνημα της καριέρας του, ως επαγγελματία τραγουδιστή. Ο ίδιος έγινε ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες που γνώρισαν μεγάλη και διαρκή επιτυχία. Τον δρόμο των Talent show, ακολούθησαν και άλλοι καλλιτέχνες, όπως ο Βασίλης Λέκκας, ο Ηλίας Κλωναρίδης, ο Μανώλης Λιδάκης, η Γλυκερία, η Αθηναϊκή Κομπανία. Βέβαια, για τα κυρίαρχα ήθη της τότε ελληνικής showbiz, επρόκειτο για περιπτώσεις που αντιμετωπίζονταν ως εξαιρέσεις.
Το ερμητικά κλειστό κύκλωμα της διασκέδασης πολύ δύσκολα θα παραχωρούσε άδεια εισόδου σε νεαρούς, όπως ο Θέμης Αδαμαντίδης. Το ότι εκείνος τα κατάφερε, οφείλεται κυρίως στις ερμηνευτικές του δυνατότητες και στην εμπειρία του. Ήδη από την ηλικία των 14 ετών τραγουδούσε σε αθηναϊκά νυχτερινά κέντρα. Επίσης, ένα πολύ σημαντικό προσόν του, ήταν ο σεβασμός που έδειχνε προς τους μεγάλους. Γι’ αυτό, άλλωστε, μπόρεσε να σταθεί στο ίδιο πάλκο με τον Στράτο Διονυσίου, τον οποίο αντιμετώπιζε σαν πατέρα. Το ίδιο ίσχυσε με τον Γιώργο Ζαμπέτα, τη Βίκυ Μοσχολιού και τον Σταμάτη Κόκοτα. Αργότερα, συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Μητροπάνο. Παράλληλα, βρέθηκε επί σκηνής με κορυφαίους δημιουργούς του ελληνικού τραγουδιού, όπως ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Μάριος Τόκας κ.ά.
Ο Θέμης διατήρησε την ταπεινότητα του παιδιού από την Καισαριανή. Εκείνου, που ανακάλυψε τη μουσική προσπαθώντας να ακολουθήσει τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη. Αυτή ήταν πάντα η πυξίδα του στο τραγούδι, ο Καζαντζίδης, το απόλυτο ίνδαλμά του.
Θέμης Αδαμαντίδης: Η συγκλονιστική και περιπετειώδης ζωή του
Η αντοχή του Θέμη Αδαμαντίδη, 41 χρόνια μετά την πρώτη του επιτυχία με τον δίσκο μακράς διαρκείας «Αγάπησέ με», και η αδιάκοπη πλην διακριτική παρουσία του στο προσκήνιο, αποτελούν από μόνες τους ένα αξιοπρόσεκτο φαινόμενο. Ιδιαίτερα, αν συνεκτιμήσει κάποιος την περιπετειώδη ζωή του.
Γεννήθηκε το 1957 στην Καισαριανή, σε ένα φτωχικό οικογενειακό περιβάλλον, με μουσικούς μεταξύ των συγγενών του. Στα 7 του χρόνια βρέθηκε, ως παιδί οικονομικών μεταναστών στη Νότια Αφρική. Στην οικοσκευή που πήρε μαζί της η οικογένεια, δεν είχε παραλειφθεί το μαγνητόφωνο με τις μπομπίνες γεμάτες με τη φωνή του Καζαντζίδη, τις οποίες ο Θέμης δεν σταματούσε να ακούει. Έμαθε να αναμετράται με το ιερό τέρας του ελληνικού τραγουδιού τραγουδώντας αδιάκοπα, σε βαθμό μονομανίας, και προκαλώντας απόγνωση στους γονείς του.
Θεωρήθηκε από πολλούς, ως ο διάδοχος του Στέλιου Καζαντζίδη – Η μονομανία του Θέμη με το τραγούδι
Στην αρχή της δεκαετίας του ’70, στο πλοίο του επαναπατρισμού από τη Νότια Αφρική, αφότου οι ελπίδες για μια καλύτερη ζωή στο Γιοχάνεσμπουργκ διαψεύστηκαν, ο Θέμης τραγούδησε για πρώτη φορά μπροστά σε κοινό. Παρά το σοκ της έκθεσης, ο ίδιος συνειδητοποίησε την επί σκηνής γέννησή του. Δεν θα μπορούσε να κάνει ποτέ οτιδήποτε άλλο, εκτός από το να τραγουδάει. Όταν άρχισε να εμφανίζεται σε μαγαζιά της Πλάκας, ούτε καν το σχολείο δεν είχε πια θέση στη ζωή του. Μάλιστα, η εκπαίδευσή του ολοκληρώθηκε στη Γ’ Γυμνασίου.
Το δρομολόγιό του είναι ασυνήθιστο ακόμη και ως προς την καλλιτεχνική διάσταση, εφόσον ξεκίνησε από ένα πολύ ελαφρύ ρεπερτόριο. Με το χρόνο, ο ίδιος προσπάθησε να «βαρύνει», βρίσκοντας όλο και περισσότερο τον αληθινό του εαυτό στο καθαυτό λαϊκό τραγούδι. Πλησιάζοντας, όλο και πιο κοντά στον Στέλιο Καζαντζίδη. Αυτό συνέβη στην κυριολεξία, καθώς μαθητής και δάσκαλος έγιναν στενοί φίλοι. Ακόμη και κουμπάροι, όταν ο Στέλιος στεφάνωσε τον Θέμη στον πρώτο του γάμο το 1986.
Την αμέσως επόμενη χρονιά, όταν μετά από μια δωδεκαετία έληξε επιτέλους το σίριαλ της αποχής του Καζαντζίδη από τη δισκογραφία, ο Αδαμαντίδης παρέλαβε ανεπίσημα το δαχτυλίδι της διαδοχής. Αναγνωρίζοντας ότι από τους επιγόνους του ο πλέον άξιος να θεωρηθεί κάτι ως «επόμενος Καζαντζίδης» ήταν ο Θέμης. Γι’ αυτό και του ζήτησε να κάνει φωνητικά στο «Πρόσφυγες κυνηγημένοι», ένα από τα τραγούδια του άλμπουμ «Ο δρόμος της επιστροφής».
Θέμης Αδαμαντίδης: Η τιμή του να είναι ο «διάδοχος» του Καζαντζίδη
Την τιμή αυτή δεν την περιέφερε ποτέ, ως τρόπαιο για να αποκομίσει δόξα ή και υψηλότερο μεροκάματο. Κάθε φορά που αναφέρεται στη σχέση του με τον Καζαντζίδη, ο Θέμης προτάσσει την προσωπική τους φιλία. Ο ίδιος αντί να λειτουργήσει ως μεσάζων, όπως του ζητούσαν φορτικά επιχειρηματίες για να δελεάσουν τον Στέλιο να βγει πάλι στη νύχτα έναντι αστρονομικών αμοιβών, γινόταν κυματοθραύστης αποθαρρύνοντας τις Σειρήνες. Όπως έχει πει, ανεκτίμητος έπαινος για εκείνον ήταν η φράση του Στέλιου «Μπράβο, κουμπαράκι μου, καλά έκανες!. Αυτό έλεγε κάθε φορά, που μαθευόταν από τρίτους, ότι ο Αδαμαντίδης είχε αποκρούσει κάποια πρόταση συνεργασίας. Μία που μόνο κακό θα έκανε στο status και την υστεροφημία του Καζαντζίδη.
Ο Θέμης παρέμεινε μετριόφρων και άοκνα εργαζόμενος στο «σκάψιμο»
*(στην αργκό της συντεχνίας η δουλειά του μουσικού σε κέντρα με ζωντανό πρόγραμμα.
Τα πιάτα των νυχτερινών κέντρων
Κάθε φορά που ερμηνεύει το «Στην καρδιά» ή οποιοδήποτε από τα σουξέ του, στο βάθος και το ιδιαίτερο μπάσο της φωνής του αντηχεί, η προσωπική του ιστορία. Ειδικά για όσους διατηρούν αναμνήσεις από τη δεκαετία του ’80, τα περισσότερα από τα αγαπημένα τραγούδια του, ακούγονται σήμερα, ως το σάουντρακ μιας ολόκληρης εποχής. Τότε που τα μαγαζιά είχαν καθημερινό πρόγραμμα και τραγουδιστές, όπως ο Αδαμαντίδης δεν δικαιούνταν ούτε ένα ρεπό την εβδομάδα. Τότε που ακόμη και μια σοβαρή πάθηση, όπως ο πολύποδας στις φωνητικές χορδές έπρεπε να γιατρευτεί επί σκηνής.
Ο Θέμης, δούλεψε επί μια τριετία ρισκάροντας να καταστρέψει ανεπανόρθωτα τη φωνή του. Κάποιο βράδυ, ανάμεσα σε δύο τραγούδια, απλώς έφτυσε τον μικροοργανισμό που τον βασάνιζε. Στα 80s διασκέδαση στο μαγαζί με τον Αδαμαντίδη σήμαινε, ότι στη σάλα γινόταν το αδιαχώρητο. Εκατοντάδες άνθρωποι ενώνονταν σε μια μάζα που τραγουδούσε, χειροκροτούσε και χόρευε. Τα σπασμένα πιάτα δημιουργούσαν λόφους πάνω στην πίστα. Ο Θέμης μετά βίας διακρινόταν, περιορισμένος σε μια άκρη της σκηνής αλλά πάντα με το μικρόφωνο στο χέρι.
Κατά έναν περίεργο τρόπο ο Αδαμαντίδης μοιάζει να ανήκει στο σήμερα. Όπως ανήκε στη δεκαετία του ’80, την περίοδο της πρώτης και μεγαλύτερης δόξας του. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και μέσα από το τρολάρισμα που δέχεται στα social media σχετικά με την τελευταία σύλληψή του για παράνομο τζόγο, του αποδίδεται ακριβοδίκαια η αλήθεια. Όπως λέει και ένα από τα πιο επιτυχημένα, αν και περιπαικτικά, σχόλια για τις περιπέτειές του.
«Μπουκάρουν οι αστυνομικοί στη χαρτοπαικτική λέσχη και βλέπουν τον Αδαμαντίδη. “Πάλι εσύ εδώ;” του λένε. Και εκείνος απαντά: “Μα πού να πάω;”».