Βαγγέλης Γιακουμάκης: Τι κι αν δεν είσαι παιδί μου, είμαι κι εγώ μάνα σου
Βαγγέλης Γιακουμάκης: «Στα πιο γενναία μου, μπαίνω και στη θέση των άλλων μανάδων που είχαν τα παιδιά που σε βασάνισαν. Εκεί ο ζόφος δεν αντέχεται, γιατί μοιράζεται την ενοχή κι όσο κι αν θέλω να λυπηθώ με πιάνω να γίνομαι αιμοβόρο ζώο και να ζητώ το αίμα τους. Αυτών και όχι των παιδιών τους»
«Όλα τα δικά σου όνειρα τις νύχτες και οι προσευχές. Να γυρίσεις πίσω στο σπίτι και η ασφάλεια της πόρτας μας να αφήσει απ’ έξω τους δαίμονες. ΟΛΑ ΣΟΥ – ΟΛΑ ΣΟΥ τα βλέπω ξανά και ξανά συνεθλιμένα κάτω από την παλάμη ενός χτεσινού ακόμα παιδιού»
Η ιστορία του Βαγγέλη Γιακουμάκη ανήκει στο πιο σκοτεινό, στο πιο μαύρο κομμάτι της ελληνικής ιστορίας. Είναι μία σελίδα που γράφτηκε με κατάμαυρο μελάνι για την ελληνική κοινωνία και τη σχολική κοινότητα από την μικρότερη ως την μεγαλύτερη βαθμίδα.
Στον τόπο της Αρχαίας Τραγωδίας, αντί τα δράματα να τα πιάνουμε από τα μαλλιά και να τα διαλύουμε, να εξαφανίζουμε κάθε σπόρο, για να μη τα ξαναβρούμε μπροστά μας, προτιμούμε να τα χτενίζουμε, να τα περιποιούμαστε, γεμίζοντας τον άπλετο, άδειο τηλεοπτικό χρόνο με ότι πιο φτηνό θέαμα υπάρχει.
Βαγγέλης Γιακουμάκης: Ο άδικος θάνατός του
Με ατέρμονες συζητήσεις και την αναπαράσταση ενός εγκλήματος ξανά και ξανά, με το πρόσωπο του παιδιού να σφύζει από υγεία, αλλά να υποφέρει σιωπηλά κάτω από μια παλάμη. Τηλεοπτικά σκηνικά, με μουσικές που εκβιάζουν το συναίσθημα, επιβλητικές και πένθιμες.
Ο Γιακουμάκης πουλάει. Όπως πουλούσε και ο Άλεξ.
Και τα δυο παιδιά θύματα μπούλινγκ. Και τα δυο παιδιά τροφή στον κόσμο των νταήδων που κι αυτοί ένας Θεός ξέρει τι έχουν υποστεί και τι έχουν ζήσει στις σύντομες ζωές τους. Τα παιδιά αυτά έγιναν τροφή στον κόσμο των παραμελημένων παιδιών που κανείς δεν τους έβαλε όρια. Κανείς δεν τα αγάπησε, δεν προσπάθησε να τα συμβουλεύσει και να τα προστατεύσει από τον ίδιο τους, τον κακό τους εαυτό.
Μα πάνω από όλα, οι θλιβεροί θάνατοι έγιναν τροφή στον ηθικό ξεπεσμό των καναλιών που βαφτίζουν τον εξευτελισμό «ενημέρωση». Όσο πιο χαμηλής ποιότητας το κανάλι, τόσο πιο πολύς ο χρόνος προβολής του ανθρώπινου εξευτελισμού. Απελπισμένοι για νούμερα παρουσιαστές, άλλα τόσα πλάνα στον πόνο. Όσο πιο ανέντιμη η διεύθυνση τόσο πιο χαμηλός ο πήχης του σεβασμού στην ανθρώπινη ζωή και στην θανατωμένη ψυχή.
Η περίπτωση του Βαγγέλη, θα πρέπει να διδάσκεται πρώτα στις σχολές γονέων και έπειτα στα σχολεία. Τα σκυλιά του ξέσκισαν την καρωτίδα. Από το σώμα του λείπουν βασικά μέλη για να βοηθήσουν στην νεκροψία. Το κορμάκι του παλικαριού τη στιγμή αυτή λιώνει στο χώμα. Εμείς όμως το βλέπουμε για ώρες ολόκληρες να υποφέρει, να κακοποιείται, να εξευτελίζεται ακμαίο και πλήρες., στα κανάλια.
Σεβάστηκαν ποτέ το ότι ο ίδιος δεν μιλούσε στους γονείς του, για να τους προστατεύσει από τον πόνο και την ντροπή που το δικό τους το «κοπέλι» δεν ήταν σαν τα άλλα τα «κοπέλια» να εκφοβίζει, να εξευτελίζει και να εγκληματεί. Σεβάστηκε κανείς αυτή τη μάνα να βλέπει ξανά και ξανά το παιδάκι της να πονάει, να ζητάει βοήθεια, να απελπίζεται;
Βαγγέλης Γιακουμάκης: Τι κι αν δεν είσαι παιδί μου, είμαι κι εγώ μάνα σου
Από πού να το πιάσεις λοιπόν. Τα ιατρικά τα αφήνουμε για τους γιατρούς. Τα εγκληματικά για τους δικαστές. Την τιμωρία για τους Θεούς. Αλλά τα κοινωνικά είναι δικά μας.
Η σήψη της ελληνικής τηλεόρασης είναι τόση που κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να την καθαρίσει. Μυρίζουμε μόνο την μπόχα. Ανεχόμενοι γυναίκες που δεν θα περνούσαν το κατώφλι μας να παριστάνουν τις πλουραλιστικές πουλάδες και να δακρύζουν πουλώντας τον Βαγγέλη.
Ανεχόμαστε άνκορμαν της συμφοράς σε τηλεοπτικές μαυραγορίτικες στέγες να αναλύουν το τίποτα με τον Βαγγέλη στην οθόνη να φωνάζει «πονάω». Υπομένουμε ακόμα και ομάδες με το όνομα του στο facebook, που αφού μάζεψαν χιλιάδες φίλους, λίγους μήνες μετά στις εκλογές, περνούσαν τα πολιτικά μηνύματα του διαχειριστή στο κοινό τους.
Λυπάμαι που θα σας το πω! Επειδή τους ανεχόμαστε, επειδή κανείς δεν υπάρχει να μας προστατεύσει από την ασυδοσία του μέσου, κι εμείς δεν έχουμε πια άμυνες εξαντλημένοι ηθικά και κοινωνικά, θα υπάρξει κι άλλος Βαγγέλης.
Και οι αντοχές μας θα έχουν εξασθενίσει τόσο, το θυμικό μας θα έχει συνηθίσει τόσο, που ούτε που θα ασχοληθούμε πια, μέχρι ίσως να είναι το δικό μας το παιδί. Ίσως μονάχα τότε να καταλάβουμε την βαθιά, μαύρη μοναξιά της μάνας, που τώρα όλοι μαζί ανεχόμαστε να διαταράσσουν τα κοράκια.