Συντάξεις: Οι σημερινοί έφηβοι θα γεράσουν δουλεύοντας. Σύνταξη στα 72,5. Απελπιστικές οι προβλέψεις για το μέλλον , αναφορικά με το πότε θα πάρουν συντάξεις οι σημερινοί νέοι
Ενας νέος που γεννήθηκε στην Ελλάδα μέσα στην κρίση και θα ενταχθεί στην αγορά εργασίας κάπου κοντά στο 2030 θα πρέπει να εργαστεί τουλάχιστον 38,5 χρόνια για να μπορέσει να συνταξιοδοτηθεί περίπου το 2070.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, αν και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής θεωρείται «βιολογικό προνόμιο» και δείγμα εξέλιξης της κοινωνίας, δεν παύει να αποτελεί και μια πηγή προβλημάτων για τις οικονομίες σε παγκόσμιο επίπεδο. Ετσι και στο ασφαλιστικό, όπως χαρακτηριστικά φαίνεται μέσα από την επίσημη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Δημογραφικό και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. (Ageing Report 2024 – Economic and Budgetary Projections for the EU Member States 2022-2070), η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες γεννήσεις και τη γήρανση του πληθυσμού, έχουν ως αποτέλεσμα στη χώρα μας η θεσμοθετημένη ηλικία συνταξιοδότησης από τα 62 έτη που είναι σήμερα, έπειτα από 40 έτη ασφάλισης, να αυξηθεί στα 67,5 το 2070. Ακόμη και μεσοπρόθεσμα, το 2030, η αύξηση του γενικού ορίου από 62 και 40 χρόνια ασφάλισης θα πάει στα 63,5 έτη (πάντα με 40 χρόνια ασφάλισης).
Το γενικό όριο ηλικίας από 67 έτη το 2022 θα φθάσει στα 68,5 έτη το 2030 και τα 72,5 έτη το 2070. Κάτι που σημαίνει ότι οι σημερινοί έφηβοι θα αναγκαστούν να παραμείνουν στην αγορά εργασίας για πολύ περισσότερα χρόνια.
Χαμηλές τιμές; Μόνο εδώ!
OffersMania – Απίθανα Προϊόντα στις Χαμηλότερες Τιμές
Πλούσια συλλογή στρωμάτωv σε μεγάλες προσφορές. Ισχύουν για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Media Strom
Οπως δείχνει άλλωστε η έκθεση της Ε.Ε., τις βασικές παραδοχές της οποίας έχει αποκαλύψει η «Κ», το 2022 η μέση ηλικία συνταξιοδότησης ήταν 63,8 έτη.
Το 2040 θα είναι 66,4 και το 2070 67,9 έτη. Αντίστοιχα, ενώ το 2022 κάποιος που συνταξιοδοτήθηκε θα έπρεπε κατά μέσον όρο να έχει πληρώσει εισφορές για 31,9 χρόνια, το 2040 λόγω των συνεπειών της δημοσιονομικής κρίσης και της υψηλής ανεργίας, το μέσο όριο καταβολής εισφορών θα πέσει στα 31,5 έτη, για να αυξηθεί όμως στα 38,4 έτη το 2070.
Οσο για το ποσό που θα λάβει, θα είναι σημαντικά μειωμένο. Ετσι, ενώ το 2022 το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων είναι στο 76% του εισοδήματος, θα περιοριστεί στο 65% το 2040 και θα φθάσει στο 53% το 2070.
Αυτός είναι άλλωστε ένας σημαντικός λόγος, μαζί με τον περιορισμό των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων και τη δημιουργία του ΤΕΚΑ, που ενώ το 2022 η καθαρή συνταξιοδοτική δαπάνη ήταν στο 12,6% του ΑΕΠ, εκτιμάται πως θα φθάσει το 2070 στο 10,6% του ΑΕΠ.
Να σημειωθεί εδώ ότι η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες που έχει ήδη συνδέσει την πορεία των γενικών ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης με την πορεία του προσδόκιμου ζωής, έχοντας ως όρο την επανεξέτασή τους ανά τρία έτη.
Βέβαια, όπως ξεκάθαρα έχει τονίσει ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου, για την επόμενη τριετία δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή, λόγω του ότι τα κέρδη των προηγουμένων ετών στο προσδόκιμο της επιβίωσης των ηλικιωμένων ουσιαστικά ανασχέθηκαν στα χρόνια της πανδημίας.
Η μελέτη που δείχνει τις δραματικές συνέπειες του δημογραφικού προβλήματος στο ασφαλιστικό, καταγράφει για μια ακόμη φορά τη μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας από 10,438 εκατ. το 2022 σε 7.777 εκατ. το 2070 και την επιδείνωση του δείκτη εξάρτησης των ηλικιωμένων, που αυξάνεται από 39 το 2022 σε 74,4 το 2050, προκειμένου στη συνέχεια να μειωθεί στο 66 το 2070.
Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση, για τους άνδρες αυξάνεται από 78,8 το 2022 σε 86,5 το 2070 και για τις γυναίκες αυξάνεται επίσης από 84,2 το 2022 σε 90,4 το 2070.
Το προσδόκιμο ζωής στα 65 για τους άνδρες πηγαίνει από 18,7 το έτος βάσης σε 23,9 στο τέλος της περιόδου προβολής, ενώ για τις γυναίκες πηγαίνει από 21,7 σε 26,7.
Η εξέλιξη του προσδόκιμου ζωής στα 65 είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την προβολή, καθώς οι νόμιμες ηλικίες συνταξιοδότησης συνδέονται αυτόματα με αυτόν τον παράγοντα.
Μικρές είναι οι αλλαγές όσον αφορά την καθαρή μετανάστευση επί του πληθυσμού, καθώς φαίνεται πως μειώνεται από 0,2% το 2022 σε 0,0% το 2030, φτάνει στο 0,1% το 2040 και από το 2060 σταθεροποιείται στο 0,2%.
Εκ των πραγμάτων, και λόγω της αύξησης του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, το ποσοστό απασχόλησης των εργαζομένων ηλικίας 65-74 ετών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί από 8,6% το 2022 σε 23,3% το 2070.
Στην έκθεση φαίνεται επίσης, ότι ενώ το 2022 ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων είναι 39, δηλαδή για κάθε 100 εργαζομένους υπάρχουν 39 ηλικιωμένοι άνω των 65, το 2050 ο δείκτης εξάρτησης θα είναι 74,4 και θα πέσει στο 60 το 2070.
Τέλος, αν και η συνταξιοδοτική δαπάνη σαν ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι υψηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου, η αναλογιστική μελέτη δείχνει πως σταδιακά θα συγκλίνει, καθώς θα έχει τη μεγαλύτερη μείωση κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες, έναντι αύξησης 1,4 μονάδες του μέσου όρου της Ε.Ε.
Συντάξεις: Χάνουμε 770 ευρώ τον χρόνο από την έλλειψη κεφαλαιοποιητικού συστήματος
Εισοδήματα περίπου 770 ευρώ τον χρόνο έχασε την τελευταία δεκαετία κάθε Έλληνας λόγω έλλειψης ενός ισχυρού κεφαλαιοποιητικού συστήματος ασφάλισης στη χώρα.
Με άλλα λόγια εάν οι εισφορές των Ελλήνων ασφαλισμένων συγκεντρώνονταν σε προσωπικούς λογαριασμούς και επενδύονταν μέχρι τη συνταξιοδότησή τους στον βαθμό που συμβαίνει στις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ, τότε η ετήσια απόδοσή τους θα αντιστοιχούσε σε περίπου 3,7% του ΑΕΠ.
Αυτό συμπεραίνει σχετική μελέτη του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) σε συνεργασία με το ευρωπαϊκό δίκτυο EPICENTER, η οποία σημειώνει ότι πρόκειται για «συντηρητικές» εκτιμήσεις και σχολιάζει ότι η πρόσφατη μεταρρύθμιση που εισήγαγε κεφαλαιοποιητικό πυλώνα για τους νέους ασφαλισμένους μέσω του ΤΕΚΑ δεν αντιμετώπισε τον συνολικό όγκο του προβλήματος.
Ειδικότερα, η Ελλάδα παραμένει τελευταία ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά τα κεφάλαια που διοχετεύονται σε κεφαλαιοποιητικά ταμεία συνταξιοδότησης ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Τη δεκαετία 2012-2021 μόλις το 0,7% των κεφαλαίων κατέληξε κατά μέσον όρο σε κεφαλαιοποιητικά ταμεία συνταξιοδότησης έναντι 29% στο ευρωπαϊκό μπλοκ, με κορυφαίες επιδόσεις στη Δανία, την Ολλανδία και τη Σουηδία. Βάσει χρηματικού ποσού, τις μεγαλύτερες ετήσιες απώλειες εμφανίζουν η Γερμανία (1.600 ευρώ κατά κεφαλήν), η Γαλλία (1.300 ευρώ) και η Ιταλία (1.100 ευρώ).
Eτήσια απώλεια (ή αύξηση) κατά κεφαλήν εισοδήματος από την έλλειψη κεφαλαιοποιητικού συστήματος συνταξιοδότησης
Συντάξεις: Χάνουμε 770 ευρώ τον χρόνο από την έλλειψη κεφαλαιοποιητικού συστήματος-1
Το πρόβλημα στην Ελλάδα παίρνει μεγάλες διαστάσεις αφενός λόγω των αυξημένων κρατικών δαπανών για τις συντάξεις, αφετέρου λόγω των δημογραφικών προκλήσεων.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΚΕΦΙΜ με το EPICENTER, παρά τις πολλαπλές αλλαγές του συνταξιοδοτικού συστήματος, η Ελλάδα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. καταβάλλει για συντάξεις τη μεγαλύτερη δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Χαρακτηριστικό είναι πως οι άνω των 65 ετών έχουν μέσο καθαρό εισόδημα, το οποίο αντιστοιχεί στο 95% του μέσου καθαρού εισοδήματος του συνόλου του πληθυσμού, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι στο 89%.
Επίσης, προβληματισμούς προκαλούν οι δυσοίωνες δημογραφικές προβλέψεις για τη χώρα: το προσδόκιμο ζωής θα αυξάνεται σταθερά τουλάχιστον μέχρι το 2070, το ποσοστό των συνταξιούχων επί του γενικού πληθυσμού θα αυξάνεται μέχρι το 2050, ο δείκτης γονιμότητας θα αυξηθεί μόνο οριακά και η καθαρή μετανάστευση δεν θα μεταβληθεί σημαντικά, αναφέρει η Κομισιόν.
Συντάξεις: Οι προτάσεις
Σύμφωνα με τη μελέτη, προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα προτείνεται αρχικά η μεταφορά των εισφορών επικουρικής σύνταξης σε ατομικούς επενδυτικούς λογαριασμούς του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα.
Επίσης, θεωρείται απαραίτητη η κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην επικουρική ασφάλιση και η απελευθέρωσή του μέσω μίας ανταγωνιστικής αγοράς που θα οδηγεί σε μεγαλύτερη απόδοση και θα τροφοδοτεί την πραγματική οικονομία με επενδύσεις.
Επιπλέον, συστήνεται χαλάρωση των περιορισμών στη νόμιμη μετανάστευση, η οποία μπορεί άμεσα να απαλύνει πτυχές του οικονομικού προβλήματος, και αύξηση διεθνών συμφωνιών για κάλυψη θέσεων εργασίας από πολίτες τρίτων χωρών.
Τέλος, πρέπει να δοθεί έμφαση σε πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη και τις πραγματικές αμοιβές μέσω την ενίσχυσης της οικονομικής ελευθερίας, καθώς η απόδοση και η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος συνδέεται άμεσα και αναπόδραστα με τις επιδόσεις της οικονομίας, αναφέρεται χαρακτηριστικά.