Αφιερωμένο στους χήρους γονείς: Αυτούς που αγάπησες κι «έφυγαν» δεν θα τους ξεχάσεις ποτέ

Αφιερωμένο στους χήρους γονείς: Αυτούς που αγάπησες κι «έφυγαν» δεν θα τους ξεχάσεις ποτέ

Αφιερωμένο στους χήρους γονείς: Ένα κείμενο για την απώλεια αγαπημένων προσώπων, για την αγάπη που δεν τελειώνει

Αφιερωμένο στους χήρους γονείς: Αναρωτιέσαι διαρκώς, πότε θα γυρίσει; Δεν θα γυρίσει, σου απαντούν. Πάει, πέθανε! Δάκρυα κυλούν και παγώνει το μέσα σου. Αρνείσαι να το αποδεχτείς! Αυτό το “πάει”, το τελεσίδικο, το μαύρο του θανάτου. Αυτό είναι που δεν μπορείς να καταλάβεις. Δεν μπορείς να δεχτείς ότι πέθανε, πως δε θα τον ξαναδείς, δε θα ξανακούσεις τη φωνή του, δε θα μοιραστείς πράγματα μαζί του.

Αυτός λένε δεν είναι εδώ. Κι όμως λένε ψέματα. Αν δεν είναι εσύ πώς ακούς στα αυτιά σου το γέλιο του; Πώς ακούς τη φωνή του; Πώς νιώθεις την αγκαλιά του, πώς μυρίζεις το άρωμά του; Όλα παιχνίδι της μνήμης. Στο μυαλό, στην καρδιά, οι αναμνήσεις του, οι στιγμές σας, η αγάπη σου. Αυτή δεν πέθανε. Δε φεύγει η αγάπη. Δεν ξεχνιέται όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Μοιράστηκες, έδωσες, πήρες. Τώρα όλα μια φωτογραφία πάνω σε ένα ψυχρό μάρμαρο. Αυτή σου μαρτυρά ποιος είναι από κάτω. Μόνο που εσύ δε θέλεις να πιστέψεις. Πού πάει ο άνθρωπος όταν φεύγει από εδώ; Πού πάει η ψυχή όταν το σώμα συναντά το σκοτάδι; Μεταφυσικές θα τις πουν τις ανησυχίες σου. Ανθρώπινες θα τις πεις εσύ. Κλείνεις τα μάτια και περιμένεις την αύρα να σε αγγίξει. Κάπου εκεί γύρω σου είναι. Δε δέχεσαι να μην υπάρχει.

Δεν τον βλέπεις, μα η αγάπη σου δε γυρίζει πίσω. Κάπου πάει κι ας μη βλέπεις που. Δύσκολο πράγμα οι απώλειες. Δύσκολο να τις δεχτείς, να συμβιβαστείς με την ιδέα τους.

Είναι κι αυτή η αγάπη που δεν τελειώνει, που περιπλέκει τα πράγματα. Αγαπάς κι όταν όλα έχουν τελειώσει, κι ας μη βλέπεις, ας μην αγγίζεις. Αγαπάς την ανάμνηση, αγαπάς τη μνήμη.

Αφιερωμένο στους χήρους γονείς: Αυτούς που αγάπησες κι «έφυγαν» δεν θα τους ξεχάσεις ποτέ

Μία συγκινητική αφιέρωση στους γονιούς που έμειναν χήροι

Όχι δεν τον ξεχνάς. Κανείς αγαπημένος που έφυγε δεν ξεχάστηκε ποτέ. Κι αν ξεχάστηκε, δεν αγαπήθηκε. Κλείνεις τα μάτια και τον περιμένεις. Σε όνειρο, σε παραίσθηση, τον περιμένεις. Θα έρθει, περιμένεις να σου εμφανιστεί. Να σου θυμίσει πώς είναι να είσαι κοντά του. Θα σου ζητήσει με τον τρόπο του να μην τον ξεχάσεις. Όχι ότι το έκανες βέβαια, αλλά ξέρεις, είναι εκείνα τα ζόρια της μέρας και η ζωή που προχωρά, σε κάνει πού και πού να λησμονείς.

Θα σου μιλήσει, θα σου γελάσει και συ θα γεμίσεις δάκρυα. Δε θα τον ακούσει κανείς άλλος, δε θα τον δει κανείς. Μόνο εσύ. Θα κλάψεις. Βουβά και πονεμένα, ασταμάτητα. Με παράπονο. Γιατί εκείνη την ώρα θα συνειδητοποιήσεις πόσο σου λείπει, πόσο δυσαναπλήρωτο είναι το κενό που άφησε πίσω του. Τότε, τη στιγμή της πιο μεγάλης απουσίας, θα τον αγαπήσεις περισσότερο. Θα καταλάβεις πως δεν πρόκειται να τον ξεχάσεις ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Γιατί όσους αγάπησες κι “έφυγαν”, δεν τους ξεχνάς ποτέ.

*Στεύη Τσούτση

Προτεινόμενα