“Τούς αγρίους ημέρευε, τούς ληστάς κατεπράϋνε, τούς ανελεήμονας έδειχνε ελεήμονας, τούς ανευλαβείς ευλαβείς, τούς αμαθείς εμαθήτευε”.
Πρόκειται για έναν άγιο με ξεχωριστή ιστορία, η οποία έχει πολλά να πει και να μάθει στους πιστούς του.
Η κορυφαία μορφή του Αγίου Κοσμά Κοσμάς ο Αιτωλός, που έζησε στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, (1714-1779).ξεπετάχθηκε μέσα από τα σπλάγχνα του Ελληνικού λαού, την κατάλληλη στιγμή, με γονιμοποιημένη τη σκέψη από το ασκητικό ιδεώδες της Ορθοδοξίας.
Ο βιογράφος του Φάνης Μιχαλόπουλος γράφει: “Η φλογερή και καυτερή γλώσσα του Κοσμά, ενώ συγκινούσε και συγκλόνιζε τα πλήθη, απεναντίας στούς πλουσίους και τούς άρχοντες που κατέκρινε, δεν άρεσε”.
Ωστόσο μιλώντας την απλή γλώσσα του λαού, που χειριζόταν θαυμάσια, συμβούλευε την αγάπη, την ομόνοια, την αφιλοκέρδεια, την παύση της κερδοσκοπίας των εμπόρων και των πλουσίων και προ πάντων στηλίτευε τούς εξισλαμισμούς.
“Τούς αγρίους ημέρευε, τούς ληστάς κατεπράϋνε, τούς ανελεήμονας έδειχνε ελεήμονας, τούς ανευλαβείς ευλαβείς, τούς αμαθείς εμαθήτευε”.
Πολλά έχουν γραφτεί γι’ αυτές του τις ικανότητες, κι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως αυτές βρήκαν εφαρμογή σ’ ένα αιμοσταγή τύρρανο, όπως ο Αλή Πασάς.
Η συνάντηση Αγίου Κοσμά – Αλή Πασά
Η συνάντηση των δύο ανδρών μαρτυρείται στο Τεπελένι. Εκεί, όταν κάποιοι κινήθηκαν απειλητικά εναντίον του Αγίου διαλύοντας τη σύναξή του, εκείνος κατέφυγε στο αρχοντικό της Χάμκως, μητέρας του Αλή, η οποία τον προστάτεψε. Την ώρα του βραδινού φαγητού ο διορατικός επισκέπτης είπε στο νεαρό Τουρκαλβανό:«Θα γίνης μεγάλος άνθρωπος· θα κυριεύσης όλη την Αρβανιτιά· θα υποτάξης την Πρέβεζα, την Πάργα, το Σούλι, το Δέλβινο, το Γαρδίκι και αυτό το τάχτι του Κουρτ Πασά. Θα αφήσης μεγάλο όνομα εις την Οικουμένην».
Και πρόσθεσε: «Αυτή είναι η θέλησις της Θείας Προνοίας. Ενθυμήσου όμως σε όλη τη διάρκεια της εξουσίας σου να αγαπάς τους Χριστιανούς, αν θέλης να μείνη η εξουσία εις τους διαδόχους σου». Την άλλη μέρα το πρωί ο παρορμητικός νεαρός ρώτησε τον άγιο, αν θα πάει στην Κωνσταντινούπολη. Τότε ο προορατικός ιερομόναχος απάντησε: «Και στην Πόλιν θα πας, μα με κόκκινα γένεια!».
Ο Αλής δεν πρόλαβε να διευκρινίσει, τι σήμαινε η τελευταία φράση. Όμως, εντυπωσιασμένος στην πορεία της ζωής του από την επαλήθευση των προρρήσεων αλλά και την ανάμνηση της εμπνευσμένης διδαχής του αγίου, τον τίμησε υπερβαλλόντως. Όταν κατέλαβε το Μπεράτι, έδωσε εντολή στον Μητροπολίτη Βελεγράδων Ιωάσαφ να κάνει ανακομιδή του λειψάνου του Αγίου και να κτισθεί ναός και μοναστήρι στο όνομά του. Με επιστολές και φιρμάνια προέτρεψε τους προεστούς και τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής να προσφέρουν για την αποπεράτωση του μοναστηριού, το οποίο ενίσχυσε οικονομικά και ο ίδιος.
Στη συνέχεια ο Αλή Πασάς εγκαινίασε την εκκλησία και όρισε τριήμερη εμπορική πανήγυρη στο Κολικόντασι στις 23, 24 και 25 Αυγούστου. Παράλληλα οργάνωσε μεγαλοπρεπή λιτανεία της κάρας και των λειψάνων του στα Γιάννενα με τη συμμετοχή του χριστιανικού κλήρου και του λαού, αλλά και πολλών τούρκων. ΄Ηδη από το 1815 καθιερώθηκε η εορτή του αγίου «δια βεζυρικής διαταγής». ΄
Ελεγε χαρακτηριστικά: «Τούτο το καλόγερο, ωρέ, ήταν αληθινό προφήτη. Ήρθε σπίτι μου, στο Τεπελένι, και με ευκήθηκε, ωρέ, και μου είπε όλα όσα έκαμα, σαν να τα είχε γραμμένα στο κιτάπι!».
Όταν κάποιος φανατικός μουσουλμάνος ειρωνεύτηκε τον Αλή Πασά, διότι τιμούσε τον άγιο Κοσμά, εκείνος απάντησε: «Φέρετέ μου ένα μουσουλμάνο, σαν κι αυτόν τον χριστιανό και να του φιλήσω τα πόδια».
Από το βιβλίο του Κ. Σ. Κώνστα, “Ο ‘Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός” , εκδ. Γ΄,
Αθήνα 1990, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 158-162, παραθέτουμε το παρακάτω κείμενο:
Η ιστορία μεταξύ του Αλή Πασά και του Αγίου Κοσμά
“Μερικά χρόνια αργότερον, όταν ο Αλή πασάς εσχεδίαζε την εναντίον του Σουλτάνου ανταρσίαν του, εκάλεσε το πνεύμα και πάλιν του Αγίου Κοσμά εις βοήθειάν του. Διέταξε και έφεραν από το Κιλικόντασι του Μπερατιού την κάρα του «πρωτομάρτυρος Κοσμά του Αποστόλου τούτου και προδρόμου του δευτέρου μάρτυρος της Ελληνικής Παλιγγενεσίας Ρήγα του Φεραίου», την οποίαν αυτός «περιέβαλε αργύρω και επεχρύσωσε και περιεκόσμησεν, επιθείς και αδάμαντας», και ωργάνωσε μίαν απιθάνως μεγαλοπρεπή λιτανείαν καθ’ όλην την προς Ιωάννινα διαδρομήν της, της οποίας το τελευταίον μέρος παραστατικώτατα και καταλεπτώς περιγράφει ο Γάλλος βιογράφος του 1822 του Αλή, ο Ζερώμ ντε λα Λανς. Γράφει ο αυτόπτης εκείνου του περιστατικού Γάλλος:
«Συναντήσαμε στο δρόμο το λείψανο του Αγίου Κοσμά κι ακολουθήσαμε κι εμείς μαζί με το άλλο πλήθος προς το Σεράι. Στην αγορά οι καταστηματάρχες έβγαιναν στις πόρτες των μαγαζιών τους κι έκαναν τον σταυρό τους ευλαβικά. ‘Απειρο πλήθος ήταν στοιβαγμένο από εδώ κι από εκεί κατά τη διάβαση της πομπής. Ένα απόσπασμα από καβαλάρηδες σωματοφύλακες του Αλή ακολουθούσε τους Ρωμιούς καλογέρους. Οι ψαλμωδίες των μοναχών ενώνονται με την προσευχή του πλήθους, που μεγαλόφωνα πρόφεραν τις λέξεις Κύριε Ελέησον’». «Το νεκροταφείο που ήταν απέναντι από το Σεράι, μαύριζε από τον κόσμο, που είχε μαζευτή στο πέρασμα της λιτανείας. Η πομπή τέλος μπήκε στην κεντρική αυλή, γιομάτη κι αυτή από πλήθος. Οι Έλληνες καλόγεροι πέρασαν μέσα από διπλούς στίχους σωματοφύλακες του Αλή, παρατεταγμένους από δω και από κει. Φορούσαν τις επίσημες στολές τους, κόκκινες και χρυσοκέντητες, και στα σελάχια τους λαμποκοπούσαν τα καθάρια τους άρματα».
«Ξαφνικά, στο ύψος της μεγάλης σκάλας, που έφερνε στο εσωτερικό του παλατιού, παρατήρησα ένα θέμα περίεργο και ανεκδιήγητο. Εκατόν πενήντα χριστιανόπουλα από εκείνα που ζούσαν στο Σεράι, ασπροντυμένα και ολοκάθαρα, χύθηκαν στον πυλώνα του παλατιού, κρατώντας στα χέρι τους ασημένια θυμιατά! Χανούμισσες με τους διάφανους λευκούς φερετζέδες βγήκαν πίσω από τα παιδιά. Ανέβαιναν περίπου σε τριακόσιες και στριμώχτηκαν όλες στο βάθος του πυλώνα, από δω κι από κει της μεγάλης πύλης της εισόδου. Από μακριά μου έκαναν την εντύπωση ομιλών από άσπρα φαντάσματα. Έξαφνα είδα τον Αλή να προχωρή, έχοντας στο πλευρό του μιαν ωραία, ξεσκέπαστη γυναίκα. Ήταν η κυρά-Βασιλική, ολόμαυρα ντυμένη, που βημάτιζε σεμνά πλάι στον τύραννο, με δακρυσμένα τα μεγάλα μάτια της και κοιτάζοντας χάμω ντροπαλά. Κι ενώ οι καλόγηροι, που σήκωναν το λείψανο, ανέβαιναν σιγά-σιγά την πέτρινη σκάλα, όλο εκείνο το πλήθος γονάτισε.
«Στον πυλώνα, μέσα στην αυλή, τα παιδόπουλα του Σεραϊού, οι σωματοφύλακες και ο άλλος λαός, στο νεκροταφείου, απέναντι, έξω στο δρόμο χιλιάδες άνθρωποι προσκυνούσαν τον ‘Αγιο γονατιστοί. Η φωνή του παπά ακούστηκε τότε διακριτική κι ηχηρή: Από λιμού, λοιμού και πολέμου σώσον ημάς, Κύριε!’ Ο Αλής κι η Βασιλική σηκώθηκαν τότε κι ασπάστηκαν με ευλάβεια τη γυάλινη θυρίδα της ασημένιας κάσσας. Τα παιδόπουλα κουνούσαν τα θυμιατήρια τους, που γιόμιζαν την ατμόσφαιρα μ’ άσπρα σύννεφα καπνού.
«Έπειτα όλοι χάθηκαν στο βάθος του Σεραϊού κι ο λαός διαλύθηκε!» (1)
Η τελετή της λιτανεύσεως της κάρας του Αγίου είτε έτσι είχε γίνει, είτε μεγαλοποιημένη παρεστάθη από τον αυτόπτην αποθησαυριστήν της, φανερώνει κοντά εις τα πολλά δείγματα, και την απεριόριστον πίστιν του Αλή εις τον Αιτωλόν ‘Αγιον
Δραματικό ήταν το τέλος του Αλή. Όταν το 1822 επαναστάτησε εναντίον του Σουλτάνου, εκείνος διέταξε τον αποκεφαλισμό του. Το αιμόφυρτο κεφάλι του μεταφέρθηκε στην Πόλη και επιβεβαιώθηκε έτσι η προφητεία του Πατροκοσμά, «ότι θα πάει στην Πόλη με κόκκινα γένια».