Αλέκος Σακελλάριος: Η ζωή του σπουδαίου άντρα που άφησε ιστορία στον πολιτισμό
Ένας από τους πιο μεγάλους σκηνοθέτες, σπουδαίος στιχουργός και ταλαντούχος συγγραφέας. Ο Αλέκος Σακελλάριος έχει αφήσει πίσω του ένα τεράστιο έργο στον πολιτισμό και στην ιστορία τέχνης.
«Τα καλύτερα σενάρια που έχω γράψει είναι τα εμπορικότερα. Κι αυτό το λέω διότι ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη για τον πολύ κόσμο και όχι για λίγους, όπως νομίζουν μερικοί. Ο κινηματογράφος δεν είναι σαν το βιβλίο που το αγοράζει αποκλειστικά κάποιος που ενδιαφέρεται γι’ αυτό. Ο κινηματογράφος απευθύνεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Πρέπει να τα περιέχει όλα και να είναι εύληπτος. Όπως έλεγε και ο Ζαρύλ Ντανούκ, “οι ταινίες που γυρίζω πρέπει να γίνονται κατανοητές και από παιδιά”». Τάδε έφη Αλέκος Σακελλάριος, από σημείωμά του στο πρόγραμμα του θεατρικού έργου του «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», το οποίο παρουσιάστηκε στο Εθνικό Θέατρο, το 1989.
Πολλοί μπορούν να διαφωνούν με την άποψη του Σακελλάριου, όλοι όμως θα συμφωνήσουν ότι «ο κυρ-Αλέκος» είχε την μοναδική ικανότητα να απευθύνεται μέσα από το έργο του σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, από τον πλέον λαϊκό άνθρωπο, μέχρι τον πλέον μορφωμένο.
Ένα έργο που δεν ήταν και μικρό, αφού περιελάμβανε 2000 και πλέον τραγούδια, 180 θεατρικά έργα, και περισσότερες από 100 κινηματογραφικές ταινίες. Κάθε ένα από αυτά είχε τη δική του αξία και μέχρι σήμερα αποτελούν σημείο αναφοράς για την ιστορία της Τέχνης και του Πολιτισμού.
Όταν λοιπόν κάποιος Γάλλος δημοσιογράφος σε μια συνέντευξή του, τον ρώτησε πόσα έργα έχει γράψει και ο Σακελλάριος του απάντησε με το μοναδικά αφοπλιστικό του στυλ «145…», ο δημοσιογράφος έφυγε και δεν δημοσίευσε ποτέ τη συνέντευξη αυτή, διότι θεώρησε ότι ο «κυρ-Αλέκος» τον κορόιδευε.
Η συνέντευξη που πήρε ο Αλέκος Σακελλάριος από τον ίδιο του τον εαυτό
Ο Αλέκος Σακελλάριος ήταν και ένας βαθύτατα σκεπτόμενος πολίτης. Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτυπώνει με ιδιαίτερη γλαφυρότητα, αλλά και ουσία, την προσωπικότητα του Σακελλάριου. «Τότε που οι άνθρωποι γελούσαν», από τις Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη.
«- Ας αρχίσουμε, εαυτέ μου τη συνέντευξή μας. Ποιο είναι το αγαπημένο σου χόμπι;
– Να αλλάζω επαγγέλματα.
– Πιστεύεις στην ύπαρξη του Θεού;
– Με αυτά που κάνει, όχι!
– Αν ο Θεός ήταν Έλληνας, τι θα έκανε;
– Θα κατέστρεφε τον κόσμο για να εισπράξει την ασφάλεια!
– Ποια είναι τα τρια κακά του νεοέλληνα;
– Είναι τέσσερα, γιατί δεν τα παραδέχεται κιόλας.
– Δηλαδή;
– Μεσασόλα, αρπακόλα, κόκακόλα!
– Τι γνώμη έχεις για τον ελληνικό λαό;
– Είμαστε ένας λαός παράξενος και μαζοχιστής. Προπαντών μαζοχιστής! Πάντα έχουμε ένα εναλλακτικό πρόβλημα για κάθε λύση!
– Μίλησέ μου για την διαφθορά…
– Οι Έλληνες χωρίζονται σε αμετανόητους άτιμους και σε μετανιωμένους τίμιους!
– Ποια είναι η κληρονομιά των Ελλήνων;
– Από τους σπουδαίους προγόνους μας, κληρονομήσαμε δύο ένδοξους βράχους: Την Ακρόπολη και τον Καιάδα. Και σταθήκαμε ανάξιοι όχι μόνον στο ύψος του πρώτου, αλλά και στο βάθος του δεύτερου.
– Γραφειοκρατία;
– Γραφειοκρατία είναι οι διαδικασίες που ακολουθούν τα προβλήματα όταν τα απασχολεί κάποια σοβαρή λύση!
– Τι έχεις να πεις για την καταστροφή του περιβάλλοντος;
– Το μέγα ελληνικό θαύμα! Έχουμε κάψει σε δέκα χρόνια ότι οι άλλοι σε εκατό!
– Δηλαδή;
– Στην Ευρώπη αντιστοιχούν τρία δένδρα σε κάθε κάτοικο. Στην Ελλάδα αντιστοιχούν τρεις εμπρηστές σε κάθε δένδρο!
– Αξιοκρατία;
– Αξιοκρατία ονομάζουμε τα προσόντα που απαιτούνται για να υπερπηδήσουμε έναν καλύτερο από εμάς. Αναξιοκρατία λέμε την ατυχία μας να μην γίνουμε κι εμείς κάτι που δεν αξίζουμε, όπως θαυμάσια το καταφέρνουν τόσοι άλλοι.
– Ελπίδα;
– Την ελπίδα την φτιάχνεις με όση απελπισία σου έχει απομείνει.
– Φοβάσαι;
– Ο καθένας μας κρύβει μέσα του τον καλύτερο και τον χειρότερο Έλληνα μαζί. Το κακό είναι ότι όσο πάει, αυτοί οι δύο όλο και λιγότερο διαφέρουν μεταξύ τους!
– Το μέλλον της Ελλάδας;
– Αν ποτέ πει να ξεβρωμίσει ο τόπος αυτός, πολύ φοβάμαι ότι θα μείνει…μόνον ο τόπος!»
Ο Φρέντυ Γερμανός αποκαλύπτει για τον Αλέκο Σακελλάριο
«Ο Σακελλάριος είναι ο εξυπνότερος Έλληνας» είχε πει κάποτε ο Φρέντυ Γερμανός. Σε ένα σημείωμά του για τον σπουδαίο αυτόν άνθρωπο, είχε πει ο ίδιος: «Διαισθάνομαι ότι πίσω από το βολικό εύσημο κρύβεται μια δόση υποβάθμισης. Ο Αλέκος εκτός από έξυπνος είναι και ένας ευαίσθητος άνθρωπος.
Τα διηγήματά του είναι ένα πρώτο δείγμα. Μπορείτε να φανταστείτε τον Σακελλάριο να δακρύζει; Ίσως και να κλαίει; Αν διαβάσετε τα πεζά του, θα μπορέσετε.
Θυμάμαι ένα χρονογράφημά του. Το είχε γράψει για την γυναίκα του Γιώργου Τζαβέλλα (σ.σ. του μυθικού Έλληνα σκηνοθέτη σπουδαίων ταινιών της δεκαετίας του 50’), που αν δεν κάνω λάθος είχε πεθάνει παραμονές Χριστουγέννων.
Ήταν ένα μικρό αριστούργημα. Δεν είχε τίποτα το μελό (οι μάστορες της σάτιρας ξέρουν να περνούν από ένα αδιόρατο φίλτρο τη συγκίνησή τους – ένα φίλτρο που λείπει συχνά από την άλλη όχθη), αλλά είχε μια δύναμη που σε άρπαζε από τον λαιμό.
Σίγουρα ο Αλέκος είχε δακρύσει γράφοντάς το. Δεν τον ρώτησα ποτέ – αυτά τα πράγματα απλά δεν τα ρωτάς, τα νιώθεις».
Τα πολλά ταλέντα του Αλέκου Σακελλάριου
Και συνέχισε ο Φρέντυ Γερμανός: «Για μένα το πρόβλημα του Αλέκου ήταν βασικά ένα: Είχε πολλά ταλέντα, που στριμώχνονταν συνέχεια μέσα του, προσπαθώντας να πάρει κάποιο από όλα σειρά.
Έγραφε κωμωδίες, αλλά αν τον κλείδωνε κάποιος για μερικές ώρες ή για μερικούς μήνες σε ένα γραφείο – όπως έκανε ο Βλάσης Γαβριηλίδης στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη – θα μπορούσε να μπει άνετα στο μαγικό αυλάκι της πεζογραφίας, οδοιπορώντας κάπου ανάμεσα στον Μαρκ Τουαίν και στον Τσέχοφ.
Σκηνοθετούσε ταινίες του Φίνου και την ίδια ώρα έγραφε μερικά από τα πιο ρομαντικά τραγούδια του ελληνικού πενταγράμμου»…
Στο ίδιο αυτό σημείωμά του, ο Φρέντυ Γερμανός είχε πει ότι ο Σακελλάριος μοιάζει με την Αμερική. «Πρώτα ανακαλύφθηκε από τους Ινδιάνους και μετά από τους Ευρωπαίους».
Και εξηγούσε το γιατί: «Στην περίπτωση του Αλέκου, οι Ινδιάνοι ήταν το πλατύ και μεγάλο κοινό, που τον έκανε πολύ γρήγορα, με το αλάθητο ένστικτό του, εθνικό συγγραφέα της ελληνικής κωμωδίας: “Ποιος το έγραψε; Ο Σακελλάριος. Εντάξει, πάμε”.
Ήταν μια φράση που την άκουγες πολύ συχνά τη δεκαετία του 50’ και τη δεκαετία του 60’. Και οι Ευρωπαίοι; Οι Ευρωπαίοι ήταν η βλοσυρή μας διανόηση, που δεν ήθελε να ανακαλύψει τον Σακελλάριο.
Δεν της άρεσε που έβγαζε γέλιο – δεν του συγχωρούσε αυτόν τον ευθύβολο τρόπο, με τον οποίο επικοινωνούσε με το κοινό του.
Ως γνωστόν, για μια μερίδα ψυχασθενών διανοουμένων μας, η επικοινωνία είναι ποινικό αδίκημα.
Θα χρειαζόνταν να περάσουν κάμποσα χρόνια, θα έπρεπε να διαβούμε το κατώφλι της δεκαετίας του 1970, αλλά και της δεκαετίας του 1980 για να παραδεχτούν τον Σακελλάριο ακόμα και οι αρνητές του»…