Κτήματα Τατόι: Η κλοπή του αιώνα
Στο κτήμα Τατόι, βρίσκεται η βασιλική περιουσία, η οποία όμως σε μία τρομερή υπόθεση έκανε φτερά, μέσα σε μία νύχτα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη φτάνει σε συμφωνία με τους Γλίξμπουργκ σχετικά με την τύχη της βασιλικής περιουσίας που βρισκόταν στο Τατόι. Λίγους μήνες μετά ξεκινά η διαδικασία μεταφοράς σπάνιων αντικειμένων, ανυπολόγιστης αξίας και την ώρα που ο πολιτικός πυρετός και οι διαξιφισμοί ανεβαίνουν, κάποιοι βρίσκουν την ευκαιρία για την «κλοπή του αιώνα».
Για να γίνει αντιληπτό τι εννοούμε με τον όρο «βασιλική περιουσία» αρκεί να αναφερθεί ότι αυτή φορτώθηκε σε κοντέινερ συνολικού βάρους 68 τόνων, τα οποία θα αναχωρούσαν από τον Πειραιά, με τελικό προορισμό το Χάμστεντ Γκάρντεν του Λονδίνου κι ενδιάμεσο σταθμό το λιμάνι του Τίλμπουρι στην Αγγλία.
Μέσα σε αυτά τα «κουτιά» βρίσκονταν πολλά περισσότερα από απλά αντικείμενα ή έστω κειμήλια της οικογένειας που βασίλεψε για δεκαετίες την Ελλάδα, χωρίς ποτέ να γίνει (με ελάχιστες εξαιρέσεις στο πέρασμα του χρόνου) πραγματικά αγαπητή από τους Έλληνες. Στα κοντέινερ μπήκαν και κομμάτια της ίδιας της ιστορίας του Έθνους, παρά τις έντονες αντιδράσεις και την αμφισβήτηση σχετικά με τον νόμιμο κάτοχό τους.
Οι επικριτές της συμφωνίας θεωρούσαν το περιεχόμενο του Τατοΐου περιουσία του ελληνικού λαού, όχι των Γλίξμπουργκ, θεωρώντας ότι οι έκπτωτοι μονάρχες δεν είχαν κανένα δικαίωμα χρήσης των αντικειμένων και κατά συνέπεια δεν θα έπρεπε να τους αποδοθεί τίποτα, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που ορισμένοι αναπολούσαν και ονειρεύονταν ακόμη παλιννόστηση της βασιλείας.
Η κλοπή των θησαυρών από το Τατόι
Όταν η συμφωνία, που επιχειρήθηκε να μείνει μακριά από την δημοσιότητα, ήρθε στο φως κι ενώ τα δέκα κοντέινερ μεταφέρονταν μέσα στη νύχτα στον Πειραιά, ένα δεύτερο γεγονός ήρθε απασχολήσει (όχι έντονα είναι αλήθεια) την επικαιρότητα.
Ήταν η είδηση για μια παράξενη καταγγελία στην οποία είχε προχωρήσει ο ίδιος ο διαχειριστής της βασιλικής περιουσίας στην Ελλάδα, ο οποίος επισκέφθηκε το αστυνομικό τμήμα αποκαλύπτοντας την κλοπή από το Τατόι ορισμένων αντικειμένων, που εκείνη τη δεδομένη στιγμή περιοριζόταν σε «μερικούς πίνακες».
Εκείνο που δεν έγινε γνωστό και μάλιστα χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να γίνει, είναι μια δεύτερη καταγγελία με την οποία διευρυνόταν σημαντικά ο κατάλογος όσων είχαν κλαπεί, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και αμύθητοι θησαυροί για τους οποίος είχε απαγορευθεί η έξοδος στο εξωτερικό.
Αυτά είχαν μείνει εκτός συμφωνίας. Το δημόσιο, έχοντας αντιληφθεί την τεράστια σημασία (πέρα από την αξία τους με χρηματικούς όρους) για την ιστορία του Έθνους, θεώρησε ότι αυτά αποτελούν εθνική πολιτιστική κληρονομιά. Κάτι που από ό,τι φαίνεται, δεν έγινε σεβαστό από όλους.
Στην δεύτερη κατάθεσή του στο Αστυνομικό Τμήμα Κηφισιάς, ο απόστρατος ναύαρχος Μάριος Σταυρίδης έκανε λόγο (όπως αναφέρει ο Τύπος της εποχής) και για «κάποια κοσμήματα» που εκλάπησαν, εκτός από τους προαναφερθέντες πίνακες. Αποδείχθηκε αργότερα ότι ο χαρακτηρισμός ήταν ελάχιστος μπροστά στα πραγματικά γεγονότα.
Πολύ αργότερα άρχισαν να αποκαλύπτονται πτυχές αυτού που ονομάστηκε «κλοπή του αιώνα» και ο πλήρης κατάλογος των κειμηλίων που έφυγαν εκτός Ελλάδας κι εξαφανίστηκαν για πάντα. Εκείνο που ακόμη και σήμερα προκαλεί ερωτήματα, που φυσικά δεν απαντήθηκαν ποτέ, ήταν η σιωπή όλων των εμπλεκομένων. Η βασιλική οικογένεια ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε, η κυβέρνηση ποτέ δεν πήρε θέση, ενώ η αστυνομία δεν προχώρησε σε κάποια ανακοίνωση ή γνωστοποίηση των γεγονότων. Ένα πέπλο σιωπής που προκάλεσε βασανιστικές υποψίες σχετικά με τα κίνητρα και την ταυτότητα των δραστών.
Βασιλική περιουσία: Τα αντικείμενα που δεν έβγαιναν εκτός Ελλάδας και η τεράστια αστυνόμευση του κτήματος
Όλα τα αντικείμενα που είχαν κάνει φτερά βρίσκονταν στη λίστα που είχε συντάξει η αρμόδια επιτροπή εμπειρογνωμόνων που είχε συσταθεί μετά από κοινή απόφαση των τότε υπουργών Οικονομικών Γιάννη Παλαιοκρασσά και Πολιτισμού Τζαννή Τζαννετάκη και απέκλειε την μεταφορά αρχαιοτήτων, βυζαντινών κειμηλίων, έργων τέχνης, αλλά και άλλων αντικειμένων τα οποία χρονολογούνταν πριν τον 19ο αιώνα…
Τον Φεβρουάριο του 1991 η επιτροπή παρέδωσε το πόρισμά της και βάσει αυτού στις 12 Φεβρουαρίου ζητείται και αυθημερόν λαμβάνεται από το τελωνείο η άδεια μεταφοράς των κοντέινερ. Μέχρι αυτό να συμβεί, τα πάντα φυλάσσονται εντός του κτήματος του Τατοΐου, το οποίο μάλιστα φρουρείται από κλιμάκιο της αστυνομίας που διαθέτει ακόμη και εκπαιδευμένα σκυλιά. Το να πλησιάσει κανείς την περιοχή, πόσω μάλλον να προχωρήσει σε ριφιφί, φαντάζει αδύνατο.
Κι όμως… Οι διαρρήκτες κατάφεραν να ξεπεράσουν κάθε μέτρο ασφαλείας με χαρακτηριστική ευκολία. Έκοψαν το συρματόπλεγμα, έφτασαν μέχρι τον χώρο που βρίσκονταν τα κοντέινερ, τα οποία και προσπέρασαν, και στη συνέχεια μπήκαν στο ανάκτορο για να κατευθυνθούν προς τα σημεία όπου βρίσκονταν όλα εκείνα τα αντικείμενα για τα οποία το ελληνικό κράτος είχε γνωμοδοτήσει ότι έπρεπε να παραμείνουν στη χώρα.
Οι συμπληρωματικές καταθέσεις του διαχειριστή της βασιλικής περιουσίας προσθέτουν διαρκώς ολοένα και περισσότερους θησαυρούς. Ο κατάλογος μοιάζει ατελείωτος και συμπεριλαμβάνει πίνακες αμύθητης αξίας (κάποιοι αφαιρέθηκαν με… κοπίδι), έργα τέχνης, πολύτιμους λίθους, βασιλικά περιδέραια, τιάρες, κοσμήματα, ευαγγέλια, χρυσοί σταυροί, ακόμη και νομίσματα που χρονολογούνταν από την εποχή του Φιλίππου.
Η έρευνα της αστυνομίας αποδείχθηκε άκαρπη. Οι δράστες φρόντισαν να μην αφήσουν πίσω τους δαχτυλικά αποτυπώματα ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο θα μπορούσε να φανερώσει την ταυτότητά τους, η οποία ακόμη και σήμερα παραμένει άγνωστη. Όπως και η τύχη των ανυπολόγιστης αξίας κομματιών της ιστορίας του τόπου που χάθηκαν για πάντα.