Θανάσης Βέγγος: Ποιος ήταν το «δεξί του χέρι»
Ο Αντώνης Παπαδόπουλος ήταν ο άνθρωπος που εμφανιζόταν επί δεκαετίες στο πλευρό του Θανάση Βέγγου, και κέρδιζε πάντα το κοινό με τον χαρακτήρα του. Δύσκολα βρίσκει κανείς ηθοποιό που να μην έχει κάποιες αντιπάθειες, ανεξάρτητα με το ταλέντο ή τις υποκριτικές του ικανότητες. Ένα από τα ελάχιστα μέλη αυτού του πολύ κλειστού κλαμπ είναι
Καλόκαρδος, «χαζούλης», γκαφατζής, γκρινιάρης, παραπονιάρης, με ιδιαίτερη φωνή και φάτσα που «φώναζε» κωμικός από μακριά, ο Αντώνης Παπαδόπουλος είχε την ηθοποιία στο αίμα του. Ανέβηκε στο σανίδι σε ηλικία 5 ετών, έχοντας «κολλήσει» το… μικρόβιο από τους γονείς του, Γιώργο και Φωφώ, οι οποίοι είχαν το δικό τους «μπουλούκι», έναν περιοδεύοντα θίασο δηλαδή, που για χρόνια «όργωνε» την ελληνική επαρχία. Σε μια από τις περιοδείες τους ο μικρός πήρε το βάπτισμα του πυρός και για χρόνια τους ακολουθούσε παντού και είχε την ευκαιρία να αναπτύξει τις ικανότητές του στον αυτοσχεδιασμό και στις ατάκες. Κάτι που τελικά αποδείχθηκε και το διαβατήριό του για τον κινηματογράφο. Άλλωστε, το να σταθείς απέναντι σε 500, 1.000 ή 2.000 άτομα στις περίφημες «αρπαχτές», όπως αποκαλούσαν οι ηθοποιοί αυτές τις παραστάσεις, που ήταν ένα μείγμα παρλάτας, παντομίμας, λαϊκών δραμάτων τύπου «Γκόλφω» κλπ, ήθελε πολλά κότσια.
Η ζωή του Αντώνη Παπαδόπουλου
Αν και γεννημένος στην Θεσσαλονίκη, στην περιοχή του Βαρδάρη, ο Παπαδόπουλος μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια αποφάσισε να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη στην Αθήνα. Ξεκίνησε σαν κομπάρσος, από πολύ χαμηλά. Ήταν όμως τέτοια η ιδιοσυγκρασία του που ακόμη και μία λέξη να έλεγε, έμενε αξέχαστος. Σχετικά σύντομα τον ανακάλυψε ο Θανάσης Βέγγος, ο οποίος στο πρόσωπό του βρήκε τον ιδανικό παρτενέρ για τις δικές του σουρεαλιστικές αναζητήσεις, κάνοντάς τον νούμερο 2 στη σειρά ταινιών «Θου Βου –Καραφλός πράκτωρ», οι οποίες λατρεύτηκαν από το κοινό κι έκαναν τον Παπαδόπουλο αναγνωρίσιμο και επιτυχημένο.
Οι θεατές τον αγαπούσαν κι εκείνος ανταπέδιδε αυτήν την αγάπη. Ιδιαίτερα στο γυναικείο κοινό, αφού σύμφωνα με μαρτυρίες συναδέλφων του, είχε τρομερή επιτυχία στο αντίθετο φύλο κι ας μην τον βοηθούσε και πολύ το παρουσιαστικό του. Λένε πως ακόμη κι όταν έκανε περιοδείες ήταν ικανός σε κάθε χωριό ή πόλη που επισκεπτόταν να χάνεται κάτω από κάποιο… φουστάνι που είχε κατορθώσει να γοητεύσει! Ο φίλος του –και επίσης πολύ γνωστός ηθοποιός, Ζαννίνο, είχε να λέει για τις γυναίκες που ξεμυάλιζε ο κολλητός του και κατά καιρούς –όταν έβρισκαν μπύρα και καλή παρέα- έλεγε ιστορίες από τα μπουλούκια στα οποία συνεργάστηκαν οι δυο τους.
Αθεράπευτος γυναικάς, ο Παπαδόπουλος είχε ακόμη δύο μεγάλα πάθη. Το τσιγάρο και την μπύρα. Ερωτευμένος με την ζωή, ήθελε να περνάει καλά δίχως να το κρύβει. Συχνά περνούσε τον χρόνο του σε καφενεία καπνίζοντας και πίνοντας με φίλους και αργότερα όταν έπεφτε το σκοτάδι, μοιραζόταν το κρεβάτι του με κάποια από τις κατακτήσεις του! Για ανθρώπους σαν αυτόν ήταν η ζωή!
Παράλληλα, συνέχιζε να συμμετέχει σε ταινίες χωρίς ποτέ να γίνει το πρώτο όνομα. Ωστόσο έβρισκε πάντοτε ρόλους, καθώς συχνά οι σεναριογράφοι έγραφαν έναν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του, αφού αυτόν είχαν στο μυαλό τους. Έμεινε ενεργός εκτός από τον κινηματογράφο, τόσο στο θέατρο όσο και στην τηλεόραση («Περίπτερο» του Βασίλη Βλαχοδημητρόπουλου, «Ξενοδοχείον ο έβδομος ουρανός» του Γιώργου Παπακώστα, «Το παλιό κατοστάρι» του Ηλία Καραμανέα), αλλά δεν σταμάτησε ποτέ μα ποτέ να ταξιδεύει στην επαρχία με κάποιον θίασο. Αυτό το είδος το τέχνης, το «μπουλούκι», ήταν στο αίμα του. Εκεί ένιωθε μέσα στα νερά του, απόλυτα άνετος και ελεύθερος να… υποδύεται τον εαυτό του.
Όταν κάποτε αποφάσισε να νοικοκυρευτεί, γνώρισε την επίσης ηθοποιό Ζωή Μυρίτη και μαζί απέκτησαν ένα παιδί, μια κόρη συγκεκριμένα και όλα έδειχναν ότι ο Αντώνης Παπαδόπουλος ήταν έτοιμος να αφήσει πίσω του τις καταχρήσεις για χάρη τους. Δεν πρόλαβε όμως. Το 1983, ο αστείος οπαδός που προσπαθούσε να πει «Πύραυλος» στην ταινία «Ο άνθρωπος της καρπαζιάς» και ταυτόχρονα ο δεκανέας Χανς (ίσως ο πιο «γλυκός» ρόλος του στο «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» είδε την αυλαία της ζωής του να πέφτει. Έφυγε από την ζωή νικημένος από καρκίνο. Ήταν μόλις 51 ετών και το κενό που άφησε πίσω του αποδείχθηκε αδύνατο να γεμίσει από κάποιον «διάδοχό» του.