Αρχάγγελος Μιχάηλ: Πως να προσεύχεστε

Αφήγηση θαύματος: Θαύμα από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ

Παρακάτω ακολουθεί θαύμα από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ που μετρά πολλά χρόνια:

O γε­ρω–Μι­χα­ήλ, κα­τά κό­σμον Δη­μή­τριος Γ. Κα­λα­μιᾶς, γεν­νή­θη­κε στήν Σύμη τό ἔ­τος 1906. Ὁ πα­τέ­ρας του ἦ­ταν ὀρ­γα­νο­πα­ί­κτης, ἔ­παι­ζε μπου­ζο­ύ­κι.

Ὅ­ταν ἔ­γι­νε 15–16 ἐ­τῶν, ὁ πα­τέ­ρας του τόν πῆ­ρε μα­ζί του καί πῆ­γαν στήν Ρόδο νά τοῦ ἀ­γο­ρά­ση μπου­ζο­ύ­κι γιά νά ἐρ­γά­ζε­ται ἐπαγ­γελ­μα­τι­κά. Κα­τά τήν ἐ­πι­στρο­φή μέ τό κα­ρά­βι συν­τα­ξί­δευ­ε μέ μί­α χρι­στι­α­νι­κή οἰ­κο­γέ­νεια. Ἕ­νας ἀπ᾿ αὐ­τή τήν οἰ­κο­γέ­νεια εἶ­δε τόν μι­κρό μέ τό μπου­ζο­ύ­κι νά χα­ί­ρε­ται καί νά τό θαυ­μά­ζη. Τόν ρώ­τη­σε σάν νά μήν ήξερε.

–Νά ξέ­ρης ὅ­τι ὅ­σα σύρ­μα­τα (χορ­δές) ἔ­χει, τό­σα δαι­μό­νια ἔ­χει πά­νω του. Ὅ­ταν πα­ί­ζης μπου­ζο­ύ­κι, χο­ρε­ύ­ουν οἱ δα­ί­μο­νες.

Γιά τόν μι­κρό, αὐ­τό ἦ­ταν κα­θο­ρι­στι­κό. Ἔ­κτο­τε πα­ρά­τη­σε τό μπου­ζο­ύ­κι καί ἀ­πε­φά­σι­σε νά γί­νη μο­να­χός. Οὔ­τε στήν δου­λειά του πή­γαι­νε πλέ­ον, ἀλ­λά ἑ­τοι­μα­ζό­ταν γιά τήν μο­να­χι­κή ζωή. Ὁ πα­τέ­ρας του τοῦ ἔ­λε­γε: «Τοὐ­λά­χι­στο δο­ύ­λε­ψε νά ξε­χρε­ώ­σου­με τό μπου­ζο­ύ­κι». Αὐ­τός ὅ­μως εἶ­χε πά­ρει τήν με­γά­λη ἀ­πό­φα­ση καί τό ἔ­το­ς 1­9­22 ἔ­φυ­γε γιά τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος.

Η συνέχεια του θαύματος με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ

Ἦρ­θε καί κοι­νο­βί­α­σε στά Καυ­σο­κα­λύ­βια στήν Κα­λύ­βη τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ. Γέροντάς του ἦ­ταν ὁ γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος. Εἶ­χε ἔρ­θει ἀ­πό ἕ­να Μο­να­στή­ρι ἀ­πό τόν κό­σμο. Ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἐ­νά­ρε­τος καί τα­πει­νός, οἱ κο­σμι­κοί τόν ἐ­παι­νοῦ­σαν.

Αὐ­τός στε­νο­χω­ρι­ό­ταν καί φο­βο­ύ­με­νος μήν βλα­φτῆ ἀ­πό το­ύς ἐ­πα­ί­νους εἶ­πε στόν ἑ­αυ­τό του: «Ἀρ­σέ­νι­ε, φεῦ­γε καί σώ­ζου». Εἶ­χε ὡς ἐρ­γό­χει­ρο τά κου­τά­λια καί ἔ­κα­νε τόν μά­γει­ρα στο­ύς Ἰ­ω­σα­φα­ί­ους. Ἔ­τσι οἰ­κο­νο­μοῦν­ταν μα­ζί μέ τό κα­λο­γέ­ρι του, τό ὁ­ποῖ­ο με­τά τήν δο­κι­μή τό ἔ­κα­νε μο­να­χό μέ τό ὄ­νο­μα Μι­χα­ήλ τό ἔ­τος 1923. Ἔ­μα­θε καί ὁ π. Μι­χα­ήλ νά κά­νη κου­τά­λια. Τά ἔ­κα­νε μά­λι­στα πο­λύ κα­λά, ἴ­σια, σάν λαμ­πά­δα, ἐ­νῶ ὁ Γέροντάς του, ἐ­πει­δή δέν ἔ­βλε­πε κα­λά, τά ἔ­κα­νε στρα­βά.

Κάποιος προ­σκυ­νη­τής πέ­ρα­σε νά ἀ­γο­ρά­ση κου­τά­λια καί ὁ π. Μι­χα­ήλ τοῦ ἔ­δω­σε ἀ­πό τά κα­λά τά δι­κά του. Ἐ­κεῖ­νος τοῦ εἶ­πε: «Ἔ­χε­τε τί­πο­τε κα­λύ­τε­ρα;». Τόν π. Μι­χα­ήλ τόν φώ­τι­σε τό­τε ὁ Θε­ός καί τοῦ ἔ­δει­ξε τά στρα­βά: «Αὐ­τά ἤ­θε­λα», εἶ­πε καί πῆ­ρε τά στρα­βά, ἴ­σως για­τί γίνονταν μέ προ­σευ­χή καί εἶ­χαν χά­ρι.

Ὁ π. Μι­χα­ήλ ἦ­ταν κα­λός ὑ­πο­τα­κτι­κός καί ἀ­γω­νι­στής. Συν­δέ­θη­κε μέ ἀ­γά­πη ἀ­δελ­φι­κή μέ τόν τό­τε μο­νά­ζον­τα στά Καυ­σο­κα­λύ­βια γε­ρω–Πορ­φύ­ριο. Ἀ­γω­νί­ζον­ταν μα­ζί ἀ­πό νέοι μοναχοί. Δέν ἦ­ταν ἁ­πλή συμ­πά­θεια ἡ φι­λί­α τους. Μέ τό χά­ρι­σμά του ὁ γε­ρω–Πορ­φύ­ριος ἔ­βλε­πε ἐμ­φα­νῶς τήν χά­ρι πού εἶ­χε ὁ π. Μιχαήλ. Γι᾿ αὐ­τό καί πρίν ­κοι­μη­θῆ εἶ­πε νά τόν θά­ψουν στόν τά­φο τοῦ π. Μι­χα­ήλ, ὅ­πως καί ἔ­γι­νε.

Κά­πο­τε ὁ π. Μι­χα­ήλ εἶ­χε αἱ­μο­πτύ­σεις καί ἔ­τρε­ξε ἀ­νή­συ­χος στόν γε­ρω–Θεόπεμπτο

Στήν Σκή­τη τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων ζοῦ­σε τό­τε κά­ποι­ος γε­ρω–Θε­ό­πεμ­πτος. Ἔ­με­νε σ᾽ ἕ­να ἡ­συ­χα­στι­κό καί μι­σο­ε­ρει­πω­μέ­νο κα­λύ­βι πού ἦ­ταν στήν ἄ­κρη τῆς Σκή­τε­ως. Ἦ­ταν βια­στής, ἐρ­γά­της τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς καί ἔ­κα­νε τόν διά Χρι­στόν σα­λό. Ὅ­λη τήν ἑ­βδο­μά­δα ἡ­σύ­χα­ζε καί τίς Κυ­ρια­κές καί ἑ­ορ­τές ἐ­λει­τουρ­γεῖ­το καί κοι­νω­νοῦ­σε στό Κυ­ρια­κό. Μα­ζί του συν­δέ­θη­κε πνευ­μα­τι­κά ὁ π. Μι­χα­ήλ. Τοῦ οἰ­κο­νο­μοῦ­σε τό πα­ξι­μά­δι καί τήν κουμ­πά­νια του, ἐ­νῶ ὁ γε­ρω–Θε­ό­πεμ­πτος τόν κα­θω­δη­γοῦ­σε στή νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Κά­πο­τε ὁ π. Μι­χα­ήλ εἶ­χε αἱ­μο­πτύ­σεις καί ἔ­τρε­ξε ἀ­νή­συ­χος στόν γε­ρω–Θε­ό­πε­μπτο. Ἐ­κεῖ­νος τόν κα­θη­σύ­χα­σε λέ­γον­τάς του ὅ­τι αὐ­τό ὠ­φεί­λε­το στήν βί­α τῆς εὐ­χῆς.

Ὁ π. Μι­χα­ήλ εὐ­λα­βεῖ­το τόν Ἀρ­χάγ­γε­λο Μι­χα­ήλ, για­τί εἶ­χε τό ὄ­νο­μά του, ἀλ­λά καί γιά κά­ποι­ον ἄλ­λον λό­γο. Ὅ­πως δι­η­γή­θη­κε ὁ ἴ­διος σ᾿ ἕ­ναν ὁ­μώ­νυ­μό του Κοι­νο­βι­ά­τη, κά­πο­τε πού ἔ­κα­νε τόν κα­νό­να του πα­ρου­σι­ά­στη­κε μπρο­στά του ὁ Ἀρ­χάγ­γε­λος Μι­χα­ήλ καί τοῦ ἔ­δει­ξε πῶς νά προ­σε­ύ­χε­ται. Πῶς νά κρα­τᾶ τό κομ­πο­σχο­ί­νι, νά λέ­γη τήν εὐ­χή καί νά κά­νη συγ­χρό­νως σταυ­ρο­ύς μέ μι­κρές με­τά­νοι­ες.

Ἐ­πει­δή πλέ­ον τά κου­τά­λια δέν εἶ­χαν ζήτη­ση, ὁ π. Μι­χα­ήλ ἔ­μα­θε ἁ­γι­ο­γρα­φί­α. Ἐ­κοι­μή­θη ὁ Γέ­ρον­τάς του καί ἦρ­θε γιά συ­νο­δί­α του ὁ π. Γα­βρι­ήλ, πού στόν ὁποῖον ἐπίσης ἔ­μα­θε ἁ­γι­ο­γρα­φί­α. Ὁ γε­ρω–Μι­χα­ήλ ἦταν κα­λός ἁ­γι­ο­γρά­φος καί ἔ­κα­νε τίς εἰ­κό­νες μέ προ­σευ­χή καί εὐ­λά­βεια, γι᾿ αὐ­τό καί γί­νον­ταν καί θα­ύ­μα­τα.

Δι­η­γή­θη­κε ὁ π. Γα­βρι­ήλ ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του: «Κάποτε πού ἁ­γι­ο­γρα­φοῦ­σε ὁ Γέροντάς μου Μι­χα­ήλ μία εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ, εἶ­δε τόν ἴ­διο τόν Χρι­στό στόν ὕ­πνο του καί τοῦ εἶ­πε εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος ὅ­τι εἶ­ναι ὡ­ραία ἡ εἰ­κό­να, μό­νο νά δι­ορ­θώ­ση κά­τι».

Ἔ­κα­νε καί τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἀρ­χαγ­γέ­λου Μι­χα­ήλ, ὅ­πως τόν εἶ­χε δεῖ.

Στήν Ρόδο εἶ­χε ἐμ­φα­νι­σθῆ ὁ ἅ­γιος Νε­κτά­ριος σ᾿ ἕ­ναν ἀ­γρό­τη πού πή­γαι­νε στήν Ἀρ­χί­πο­λη, καί τοῦ εἶ­πε νά κά­νη ἐ­κεῖ μία Ἐκ­κλη­σί­α. Πράγ­μα­τι κτί­σθη­κε ἕ­να ὡ­ραῖ­ο Ἐκ­κλη­σά­κι καί πα­ρήγ­γει­λαν τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου στόν γε­ρω–Μι­χα­ήλ. Αὐ­τή ἡ εἰ­κό­να ἔ­κα­νε καί κά­νει πολ­λά θα­ύ­μα­τα. Κάποτε πῆ­γαν ἕ­ναν Τοῦρ­κο πα­ρά­λυ­το. Προ­σκύ­νη­σε καί ἔ­φυ­γε ὑ­γι­ής.

Ἁ­γι­ο­γρά­φη­σε ἐ­πί­σης τήν εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Σάββα τοῦ ἐν Κα­λύ­μνῳ. Ὅ­ταν με­τέ­φε­ραν τήν εἰ­κό­να στήν Κάλυμνο, ἄρ­χι­σαν νά χτυ­ποῦν οἱ καμ­πά­νες μό­νες τους.

Κάποτε τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­καν δύ­ο πα­τέ­ρες ἀ­πό τόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο. Ἐ­νῶ συ­νω­μι­λοῦ­σαν καί ὁ γε­ρω–Μι­χα­ήλ ἁ­γι­ο­γρα­φοῦ­σε, ἄρ­χι­σαν νά τρέ­χουν πο­τά­μι τά δά­κρυά του καί τό πρό­σω­πό του κοκ­κί­νη­σε. Οἱ πα­τέ­ρες ἀ­νη­σύ­χη­σαν καί τόν ρώ­τη­σαν τί συμ­βα­ί­νει. Ἐ­κεῖ­νος το­ύς κα­θη­σύ­χα­σε λέ­γον­τάς τους ὅ­τι προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τήν ἐ­νέρ­γεια τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς πού προ­σπα­θοῦ­σε νά λέ­η ἀ­δι­ά­λει­πτα. Ὅ­πο­τε ἤ­θε­λε ἔρ­χον­ταν τά δά­κρυ­α. Σέ ὅ­σους τόν ρω­τοῦ­σαν το­ύς ἔ­λε­γε γιά τήν νο­ε­ρά προ­σευ­χή.

Ὁ ἴδιος βο­η­θή­θη­κε ἐκτός ἀ­πό τόν γε­ρω–Θε­ό­πεμ­πτο καί ἀ­πό ἕ­να γέ­ροντα πού ἀ­σκή­τευ­ε στό ξε­ρο­νήσι τοῦ Ἁ­γί­ου Χρι­στο­φό­ρου, ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τά Καυ­σο­κα­λύ­βια.

Ὅ­ταν γή­ρα­σε καί ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος, γιά νά μήν ξε­σκε­πά­ζε­ται τίς νύ­χτες καί κρυ­ώ­νη, ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του ἔ­βα­λε φερ­μου­άρ στήν κου­βέρ­τα του. Κάποια νύ­χτα ἀ­κου­γό­ταν συ­νο­μι­λί­α στό κελ­λί τοῦ γερω–Μι­χα­ήλ. Ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του ἄ­νοι­ξε τήν πόρ­τα νά δῆ μέ ποι­όν μι­λᾶ. Τοῦ εἶ­πε ὁ γε­ρω–Μι­χα­ήλ: «Τί μοῦ ἔ­κα­νες! Εἶ­χε ἔρ­θει ὁ ἅ­γιος Νε­κτά­ριος ἐ­δῶ καί δέν μπο­ροῦ­σα νά ση­κω­θῶ».

Ὁ γε­ρω–Μι­χα­ήλ γνώ­ρι­ζε ποῦ βρί­σκε­ται θαμ­μέ­νο τό λε­ί­ψα­νο τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Καυ­σο­κα­λύ­βη καί τό φα­νέ­ρω­σε καί στόν φί­λο του γε­ρω–Πορ­φύ­ριο.

Ὁ γε­ρω–Μι­χα­ήλ, ὅ­πως δι­η­γοῦν­ται ὅ­σοι τόν γνώ­ρι­σαν, ἦ­ταν ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως ἐ­νά­ρε­τος μο­να­χός, ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ, ἄ­κα­κος σάν ἀρ­νά­κι. Ἀ­γα­ποῦ­σε τίς ἀ­κο­λου­θί­ες. Δέν ἔ­κα­νε με­γά­λες ἀ­σκή­σεις οὔ­τε ἰ­δι­α­ί­τε­ρες νη­στεῖ­ες καί ἀ­γρυ­πνί­ες. Ἦ­ταν ὅ­μως πο­λύ ἐ­λε­ή­μων, πρᾶ­ος καί εἰ­ρη­νι­κός μέ ὅ­λους. Εἶ­χε πο­λλή ἀ­γά­πη γιά ὅ­λους το­ύς πα­τέ­ρες. Ἄ­φη­νε τίς δι­κές του δου­λει­ές καί πή­γαι­νε νά βο­η­θή­ση ἀρ­ρώ­στους πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη. Πῆ­ρε καί γη­ρο­κό­μη­σε τόν π. Ἀ­θα­νά­σιο Στρέ­ζο­βα, τε­λευ­ταῖ­ο δι­ά­δο­χο ἀ­πό τήν συ­νο­δε­ί­α τοῦ πα­πα–Χα­ρί­τω­νος τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ καί Ἡ­συ­χα­στοῦ.

Εἶ­χε χά­ρι­σμα νά βο­η­θᾶ καί νά πα­ρη­γο­ρῆ το­ύς νέ­ους μο­να­χο­ύς δι­η­γο­ύ­με­νος ὡ­ραῖ­ες ἱ­στο­ρί­ες. Ἔ­λε­γε γιά τήν ὑ­πε­ρη­φά­νεια: «Ὁ ὑ­πε­ρή­φα­νος προ­τι­μᾶ νά ἀ­νε­βῆ τρεῖς φο­ρές στόν Ἄ­θω­να, πα­ρά νά πῆ ἕ­να ”εὐλόγησον”». Συμ­βο­ύ­λευ­ε πο­λύ ὡ­ραῖ­α καί πρα­κτι­κά το­ύς προ­σκυ­νη­τές πού περ­νοῦ­σαν ἀπ᾿ τό κα­λύ­βι του. Ἔ­λε­γε σέ κά­ποι­ον ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κα κλη­ρι­κό: «Νά μι­λᾶς. Δέν βλέ­πεις το­ύς κομ­μου­νι­στές πό­σους ἔ­χουν πα­ρα­σύ­ρει μέ τά ἐ­πί­μο­να καί συ­νε­χῆ κη­ρύγ­μα­τά τους;».

Ἦ­ταν σε­βα­στός καί ἀ­γα­πη­τός σέ ὅ­λους το­ύς πα­τέ­ρες.

Ἐ­κοι­μή­θη εἰ­ρη­νι­κά τό ἔ­τος 1978.

Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Related posts

Έτσι είναι χωρίς ρετούς το σώμα της Αγγελικής Νικολούλη στα 60, οι φώτο που κυκλοφορούν και «κλείνουν στόματα»

Παναγιώτης Ραφαήλ: O μικρός “ήρωας”, έκλεισε τα 6, σβήνει το κεράκι και όλοι του εύχονται «χρόνια πολλά»

«Μην το πείτε στη μαμά μου…Τρώμε μία εβδομάδα ρύζι»