Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος: Η ζωή του πνευματικού ηγέτη που έμεινε στην ιστορία
Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1939, στην Ξάνθη. Σπούδασε Νομικά και Θεολογία όπου στην συνέχεια έγινε και διδάκτωρ Θεολογίας.
Η οικογένειά του καταγόταν από την Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης και εγκαταστάθηκε στην Ξάνθη μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης. Ήταν Θεολόγος και επίσκοπος που διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος την περίοδο 1998 – 2008.Μεταξύ άλλων έλαβε μέρος σε πολλές εκκλησιαστικές αποστολές στο εξωτερικό. Συνέγραψε πλήθος Θεολογικών και ηθικοπλαστικών κειμένων. Αρθρογράφησε στον εκκλησιαστικό τύπο και σε εφημερίδες.
Ίδρυσε το «Σπίτι της Γαλήνης του Χριστού» για τους ηλικιωμένους, τη «Χριστιανική Αλληλεγγύη» για τους άπορους, το Κέντρο Συμπαράστασης Οικογένειας και τον Συμβουλευτικό Σταθμό Προβλημάτων Εφηβείας. Στις 28 Απριλίου 1998 εξελέγη από την ιεραρχία με μεγάλη πλειοψηφία Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, σε διαδοχή του Σεραφείμ Τίκα που είχε αποβιώσει στις 10 Απριλίου 1998. Η ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου έγινε στις 9 Μαΐου του ίδιου έτος στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπου εκφώνησε και τον επιβατήριο λόγο του.
Σε ηλικία 2 ετών, μετά την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1941, η οικογένειά του μετακόμισε για λόγους ασφαλείας στην Αθήνα όπου ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος έζησε μέχρι την ηλικία των 35 ετών. Μαθήτευσε στο δημοτικό σχολείο Κοραής και ακολούθως στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων με άριστη επίδοση.
Το 1957, σε ηλικία 18 ετών, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ήταν ψάλτης στην Αγία Ζώνη Κυψέλης και εκεί συναντά τον τότε διάκονο Καλλίνικο Καρούσο (μετέπειτα Μητροπολίτη Πειραιώς), ο οποίος λειτουργούσε στον ίδιο ναό. Εκείνος του γνώρισε τον Αθανάσιο Λενή (μετέπειτα Μητροπολίτη Καλαβρύτων Αμβρόσιο). Το 1958 οι τρεις ίδρυσαν τη μοναστική αδελφότητα «Χρυσοπηγή» στο Παγκράτι.Το 1961 εγκαταστάθηκε μαζί με τους Καλλίνικο Καρούσο και Αθανάσιο Λενή στη Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, της οποίας ορίσθηκε ηγούμενος ο Καλλίνικος.
Οι σπουδές νομικής του Αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου
Το 1962 ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έλαβε το πτυχίο της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με άριστα, και το 1967 αποφοιτά από τη Θεολογική σχολή του ιδίου πανεπιστημίου επίσης με άριστα. Παράλληλα σπούδασε Βυζαντινή Μουσική στο Ωδείο Αθηνών. Το 1982 υπέβαλε τη διδακτορική του διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο «Ιστορική και Κανονική θεώρησις του Παλαιοημερολογητικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι» και ονομάστηκε διδάκτωρ του Κανονικού Δικαίου με βαθμό άριστα. Ήταν πτυχιούχος της γαλλικής και αγγλικής γλώσσας, και γνώστης της ιταλικής και γερμανικής γλώσσας. Έχει ανακηρυχθεί Επίτιμος Διδάκτωρ των πανεπιστημίων Κραϊόβας και Ιασίου το 2003 και Λατερανού το 2006.
Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος: Η σύγκρουση με την Πολιτεία
Το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου συνδέθηκε άμεσα με μία μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, που ξέσπασε το 2000, σε σχέση με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ελληνικές αστυνομικές ταυτότητες. Στις 8 Μαΐου 2000, ο Υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Σταθόπουλος σε συνέντευξη στην εφημερίδα Έθνος δήλωσε ότι η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες είναι αντίθετη με το νόμο 2472/1997 για την προστασία των προσώπων από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Στις 16 Μαΐου 2000, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έκρινε με απόφασή της πως το θρήσκευμα πρέπει να απαλειφθεί από τις ταυτότητες. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αντιτάχθηκε σθεναρά στην απόφαση, ισχυριζόμενος ότι η απόφαση προστάχθηκε «από νεο-διανοούμενους που θέλουν να μας επιτεθούν σα σκυλιά και να μας κόψουν τις σάρκες». Το όλο ζήτημα τελικά έλαβε διχαστικό χαρακτήρα καθώς η Εκκλησία παρουσιάστηκε ανυποχώρητη στο αίτημά της, και προκάλεσε την ανταλλαγή βαρέων φράσεων και χαρακτηρισμών, τη στιγμή που ήταν προβλέψιμο ότι η ελληνική έννομη τάξη καθώς και η πάγια νομολογία του ΕΔΑΔ δεν επέτρεπαν το αίτημα της Εκκλησίας.
Ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης απαντώντας σε ερώτηση στη Βουλή στις 24 Μαΐου δήλωσε αντίθετος με την αναγραφή του θρησκεύματος. Το ζήτημα έλαβε διαστάσεις και η Ιερά Σύνοδος διοργάνωσε δύο μαζικά συλλαλητήρια, στη Θεσσαλονίκη στις 14 Ιουνίου και στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου. Η Εκκλησία αποφάσισε επίσης τη συλλογή υπογραφών αιτούμενη τη διενέργεια δημοψηφίσματος για το θέμα, καλώντας στην ενεργοποίηση του άρθρου 44 του Συντάγματος περί διενέργειας δημοψηφισμάτων και ξεκίνησε στις 14 Σεπτεμβρίου 2000.
Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος: Ο άστοχος δημόσιος σχολιασμός για τη δικτατορία
Προκάλεσε δημόσιο σχολιασμό η δήλωσή του περί άγνοιας για τα τραγικά συμβάντα στη διάρκεια της δικτατορίας 1967-74. Η ακριβής δήλωση του Αρχιεπισκόπου είχε δοθεί ως απάντηση στο αν γνώριζε περί βασανιστηρίων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, και ήταν η εξής:
«Ομολογώ ότι δεν ήξερα πως γίνονταν βασανιστήρια, πως υπήρχε ΕΑΤ-ΕΣΑ. Όλα αυτά ήρθαν στο φως μετά. Δεν πειράζει, μπορεί να τα ήξερε ο τότε αρχιεπίσκοπος, αν τα ήξερε και σιώπησε έκανε άσχημα. Στον κύκλο μου δεν είχα ακούσει τέτοια πράγματα, δεν άκουγα ξένους σταθμούς, εκ των υστέρων τα έμαθα. Θα πει κανείς ότι ήμουν βαθιά νυχτωμένος. Μπορεί γιατί εγώ τότε σπούδαζα».
Ο Μητροπολίτης Ζακύνθου είχε δηλώσει πως πιστεύει ότι ο Αρχιεπίσκοπος ψεύδεται, γιατί ένα διάστημα της περιόδου της Επταετίας – συγκεκριμένα, από το 1968 έως το 1974 – ήταν γραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Από τη θέση αυτή ήταν υποχρεωμένος να διαβάζει τις επίσημες επιστολές του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών προς την Ιερά Σύνοδο, στις οποίες διαμαρτυρόταν για τα βασανιστήρια που λάμβαναν χώρα στην Ελλάδα την περίοδο εκείνη και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ουδέν απολύτως είχε πράξει.
Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος: Ο καρκίνος και το τέλος
Toν Ιούνιο του 2007 διαγνώστηκε ότι ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος πάσχει από καρκίνο του παχέος εντέρου και χειρουργήθηκε με επιτυχία για την αφαίρεση του όγκου. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας όμως διαγνώστηκε και δεύτερος καρκίνος στο ήπαρ, καθώς και κίρρωση, που ήταν αποτέλεσμα χρόνιας ηπατίτιδας.
Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ και τέθηκε σε αναμονή εύρεσης μοσχεύματος, προκειμένου να γίνει μεταμόσχευση ήπατος. Αν και το μόσχευμα βρέθηκε, κατά τη χειρουργική επέμβαση στις 8 Οκτωβρίου δεν έγινε η μεταμόσχευση, καθώς διαπιστώθηκαν πολλαπλές μεταστάσεις.
Λίγες εβδομάδες αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα όπου συνέχισε τη θεραπεία του. Κατά τη διάρκεια της κατ’ οίκον νοσηλείας του, τον Αρχιεπίσκοπο επισκέφθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, ο Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, αρκετοί ακόμα πολιτικοί καθώς και Συνοδικοί Μητροπολίτες.
Η θεραπευτική αγωγή που ακολουθούσε τού δημιουργούσε παρενέργειες και σταδιακή επιδείνωση της υγείας του. Στα τελευταία στάδια της ασθένειας του αρνήθηκε περαιτέρω ιατρική αγωγή, καθώς και να μεταφερθεί σε νοσοκομείο.
Στις 28 Ιανουαρίου του 2008 στις 5:15 το πρωί άφησε τη τελευταία του πνοή σε ηλικία 69 ετών.
Ήταν ο νεότερος ιεράρχης που ανέλαβε το πηδάλιο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Προκαθήμενος που τόλμησε να σπάσει το εκκλησιαστικά ταμπού και να καλέσει τους νέους να επιστρέψουν στους ναούς ακόμη και αν φορούν σκουλαρίκι.
Απεβίωσε στην οικία του, όπως ο ίδιος ζήτησε, χωρίς να μεταφερθεί σε νοσοκομείο, παρά την επιδείνωση της υγείας του που τον οδήγησε στο να καταλήξει. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας η σορός του μεταφέρθηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας για λαϊκό προσκύνημα. Ανήμερα του θανάτου του, η ελληνική κυβέρνηση δια του Υπουργείου Εσωτερικών κήρυξε τετραήμερο εθνικό πένθος.
Στο τελευταίο του δημόσιο μήνυμα, με την ευκαιρία της πρωτοχρονιάς του 2008, νιώθοντας το τέλος του αφήνει την παρακαταθήκη του με τα εξής λόγια: «Σταθήτε όλοι όρθιοι στις επάλξεις σας και μη ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια μας. Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του. Το έχει κατ’ επανάληψιν αποδείξει. Και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ο,τι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ο,τι κινδυνεύει.»
Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε την Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας, χοροστατούντος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Στην εξόδιο ακολουθία παρευρέθηκε πλήθος προσώπων μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, οι Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, σύσσωμη η Κυβέρνηση και οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων, ο Πρόεδρος της Βουλής, οι τ. Πρόεδροι της Δημοκρατίας, οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων, και Ρουμανίας, οι Αρχιεπίσκοποι Κύπρου, Αλβανίας, Αμερικής και Κρήτης, Μητροπολίτες ως εκπρόσωποι των Πατριαρχών Αντιοχείας, Βουλγαρίας και Μόσχας, 4μελής αντιπροσωπία του Πατριάρχου των Κοπτών Αιγύπτου, ο Πατριάρχης Αμπούνα Αιθιοπίας, Καρδινάλιος εκπρόσωπος του Πάπα, ο επίσκοπος Λονδίνου ως εκπρόσωπος της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ο Μουφτής Ξάνθης, ξένοι διπλωμάτες, πολλοί αντιπρόσωποι άλλων θρησκειών και πλήθος πιστών.
Δεν υπήρξε ιατροδικαστική απόφαση
Μετά από ερώτηση του ανεξάρτητου βουλευτή Νίκου Νικολόπουλου, σχετικά με την κοίμηση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Χριστόδουλου, έγινε γνωστό ότι δεν υπήρξε ποτέ ιατροδικαστική γνωμάτευση. Την εποχή εκείνη είχε δοθεί πλασματικά η εντύπωση ότι είχε γίνει, καθώς μετά τον θάνατο μετέβη στην οικία του μακαριστού γνωστός ιατροδικαστής, ο οποίος όμως αποχωρώντας δεν έκανε δηλώσεις. Πέντε χρόνια μετά, το έγγραφο του προϊσταμένου της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, για το περιεχόμενο του οποίου ενημέρωσε εγγράφως τη Βουλή ο υπουργός Δικαιοσύνης, Αντώνης Ρουπακιώτης, αποκαλύπτει πως δεν υπήρξε διενέργεια ιατροδικαστικής εξέτασης.