Χρήστος Πολίτης: Η σπουδαία καριέρα, ο ρόλος του «Γιάγκου Δράκου» στη «Λάμψη», που τον απογείωσε και η απομόνωση στην Επίδαυρο

Χρήστος Πολίτης: Η σπουδαία καριέρα, ο ρόλος του «Γιάγκου Δράκου» στη «Λάμψη», που τον απογείωσε και η απομόνωση στην Επίδαυρο

Χρήστος Πολίτης: Όλα όσα δεν γνωρίζατε για την πορεία του

Στο Ηράκλειο Κρήτης στις 27 Δεκεμβρίου 1942, γεννήθηκε ο Έλληνας ηθοποιός Χρήστος Πιατουλάκης, ο οποίος υπήρξε πρωταγωνιστής του θεάτρου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Εργάστηκε, στο θέατρο από το 1966/67 έως το 1997/98 σε περισσότερες από 45 θεατρικές παραγωγές, στον κινηματογράφο από το 1968 έως το 1974 συμμετέχοντας σε 17 ταινίες, ενώ στην τηλεόραση εργάστηκε από το 1973 έως το 2005, πρωταγωνιστώντας σε 8 τηλεοπτικές σειρές.

Σήμερα, στα 77 του χρόνια, ο ηθοποιός εξακολουθεί να ζει απομονωμένος στην Επίδαυρο, έχοντας κόψει κάθε επαφή με τους συναδέλφους του. Περιστοιχισμένος από την οικογένειά του και λίγους καλούς φίλους, ζει μακριά από τα φώτα της τηλεόρασης, του θεάτρου και του κινηματογράφου. Και είναι επιλογή του. Δεν σηκώνει το τηλέφωνο εάν τύχει και είναι ανοικτό, δεν απαντάει σε μηνύματα, δεν εμφανίζεται συχνά στην Αθήνα παρά μόνο πολύ επιλεκτικά σε κάποιες θεατρικές παραστάσεις.

Χρήστος Πολίτης: Η σπουδαία καριέρα, ο ρόλος του «Γιάγκου Δράκου» στη «Λάμψη», που τον απογείωσε και η απομόνωση στην Επίδαυρο

Η επαγγελματική πορεία του Χρήστου Πολίτη

Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου (1965) πρωτοεμφανίστηκε στον θίασο Γ. Φέρτη – Ξ. Καλογεροπούλου στο έργο Δέκα μικροί νέγροι (1965-1966). Έπειτα έπαιξε στον θίασο Τ. Νικηφοράκη – Ν. Χατζίσκου στα έργα Πολύ κακό για το τίποτα (1968 και Τσάι και συμπάθεια (1969). Ακολούθησαν συνεργασίες με το θέατρο του Κώστα Μουσούρη και με το Εθνικό Θέατρο. Στα πλαίσια της συνεργασίας του με το Εθνικό Θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην αρχαία τραγωδία, στα έργα Χοηφόροι – Ευμενίδες του Αισχύλου και Ιππόλυτος του Ευριπίδη. Παραστάσεις με τις οποίες συμμετείχε σε διεθνή φεστιβάλ στο εξωτερικό. Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του Απλού Θεάτρου (1974-1990). Θίασος που είχε στόχο την θεατρική αποκέντρωση, αρχικά με περιοδείες σε όλη την Ελλάδα και στη συνέχεια, από το 1982, με τη δημιουργία και λειτουργία ενός θεάτρου στις παρυφές του θεατρικού κέντρου της Αθήνας, στην Καλλιθέα. Το Απλό Θέατρο επικεντρώθηκε κυρίως σε δραματολόγιο ρεπερτορίου, ανεβάζοντας έργα των Άρθουρ Μίλερ, Τ. Ουίλιαμς, Ο. Γκόλντσμιθ, Λ. Αναγνωστάκη κ.ά. Υπήρξε το θέατρο που παρουσίασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε ένα ευρύτερο κοινό, τα έργα του Τζο Όρτον. Ο κύκλος του Απλού Θεάτρου για τον Χρ. Πολίτη, ολοκληρώθηκε το 1990, με τη διάλυση του ομώνυμου θιάσου.

Παράλληλα με το έργο του στο Απλό Θέατρο, συνεργάστηκε με άλλους θεατρικούς δημιουργούς και θιάσους, όπως η Αντ. Βαλάκου, η Αλ. Βουγιουκλάκη, ο Αλ. Αλεξανδράκης, ο Αλ. Μινωτής, ο Αλ. Σολομός, το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης, το Άρμα Θέσπιδος κ.ά. Μετά την αποχώρηση του από το Απλό Θέατρο, συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο αλλά και με αρκετούς θιάσους του ελεύθερου θεάτρου. Στο χώρο του αρχαίου δράματος επέστρεψε το 1986, στο πλάι του Αλ. Μινωτή με το Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή και το 1992 με την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Τελευταία θεατρική παράσταση στην οποία συμμετείχε, υπήρξε Το λιοντάρι του χειμώνα του Τζ. Γκόλντμαν, κατά την θεατρική περίοδο 1997-98.

Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε για πρώτη φορά με ένα πολύ μικρό ρόλο το 1968, στην ταινία του Νίκου Φώσκολου Λεωφόρος του Μίσους και με πρωταγωνιστικό ρόλο το 1969 στις ταινίες Άγιος Νεκτάριος: Ο προστάτης των φτωχών[5]. Το 1969 κέρδισε και το βραβείο Β’ Αντρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, για την ερμηνεία του στην ταινία Το κορίτσι του 17. Στη συνέχεια συνεργάστηκε κυρίως, με τον κινηματογραφικό παραγωγό Τζ. Πάρις. Τελευταία κινηματογραφική του εμφάνιση υπήρξε η ταινία Ο γιος μου ο Στέφανος, το 1974.

Στην τηλεόραση εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1973, στη σειρά Τα δίχτυα του τρόμου. Μεταξύ άλλων, συμμετείχε στις σειρές Βασίλισσα Αμαλία μαζί με την Αλ. Βουγιουκλάκη και τον Δ. Παπαμιχαήλ (1975) και Αφροδίτη με τη Ν. Βαλσάμη (1977). Την δεκαετία του 1980 είχε ελάχιστες συμμετοχές σε τηλεοπτικά προγράμματα. Το 1991, επανεμφανίζεται στην τηλεόραση με την καθημερινή σειρά του Ν. Φώσκολου Η Λάμψη. Συνεργασία που τον καθιέρωσε στη συνείδηση του τηλεοπτικού κοινού ως “Γιάγκο Δράκο”, ρόλο που ερμήνευσε για 14 χρόνια, έως το καλοκαίρι του 2005. Η συμμετοχή του στην Λάμψη υπήρξε η τελευταία καλλιτεχνική δραστηριότητα Χρήστου Πολίτη

Επιπλέον, κατά τις δεκαετίες 1970 και 1980, συμμετείχε σε αρκετές θεατρικές παραγωγές για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και σε δύο παραγωγές για βίντεο, στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Κατά τη δεκαετία του 1990, υπήρξε για μια διετία, δάσκαλος στη Δραματική Σχολή Αθηνών του Γ. Θεοδοσιάδη. Τέλος, περιστασιακά ασχολήθηκε και με την πολιτική. Το 1998, εκλέχθηκε νομαρχιακός σύμβουλος Αθηνών με τον συνδυασμό του Θ. Κατριβάνου. Θέση από την οποία αποχώρησε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ συμμετείχε και ως υποψήφιος στο ψηφοδέλτιο επικρατείας της Πολιτικής Άνοιξης για τις βουλευτικές εκλογές του 1996.

“Όπως οι ποδοσφαιριστές κρεμάνε τα παπούτσια, έτσι και οι ηθοποιοί πρέπει να φεύγουν. Αποσύρεται κάποιος από τον χώρο, αν δεν κάνει για τον χώρο ή δεν του κάνει ο χώρος. Για μένα οι συνθήκες του επαγγέλματος ήταν τέτοιες που δεν μου άρεσε πια. Οι προτάσεις που μου έγιναν έκτοτε ήταν αστείες. Δεν με ενδιέφερε να μπω σε μια θεατρική καθημερινότητα, να είμαι συνέχεια στη σκηνή, να με βλέπει ο κόσμος, να παίρνω χρήματα. Όχι, αυτό δεν με ενδιέφερε καθόλου. Και μιλάω για το θέατρο αποκλειστικά. Η τηλεόραση είναι άλλο πράγμα. Είναι ένας χώρος που κάποιος βγάζει λεφτά. Και γι’ αυτό, άλλωστε, έκανα τηλεόραση. Το θέατρο είναι μια κατάθεση ψυχής”, είχε πει ο Χρήστος Πολίτης, ενώ αποκάλυψε πως τα χρήματα που πήρε από τη Λάμψη δεν ήταν αυτά που μπορεί να νομίζουμε.

“Όταν με έκλεισαν για να παίξω στη Λάμψη, μου έδωσαν λίγα χρήματα, σε αντίθεση με άλλους ηθοποιούς που έπαιξαν στο σίριαλ. Κάτι που εγώ δεν γνώριζα και όταν το ανακάλυψα ήταν αργά. Όταν είχα φτάσει τον προτελευταίο χρόνο να παίρνω ένα ποσό της τάξεως περίπου των 11.000 ευρώ τον μήνα, ισότιμοί μου ή και κατώτεροι έπαιρναν 30.000 τον μήνα. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα όμως. Έπρεπε να γίνουν. Αν θα έκανα ξανά τα ίδια; Δεν ξέρω, οι συνθήκες αποφασίσουν”, είχε αναφέρει.

Προτεινόμενα