10η Εντολή: Οι πραγματικές δολοφονίες και εγκλήματα που έγιναν ταινία
Αληθινές ιστορίες που συγκλόνισαν την χώρα, στην συνέχεια συγκλόνισαν και τους τηλεθεατές βλέποντας τα να γίνονται και σε επεισόδια.
Η “10η Εντολή” είναι μία τηλεοπτική σειρά του Alpha, που βασίζεται σε πραγματικές υποθέσεις που συντάραξαν την Ελλάδα και έκανε δυναμική επιστροφή μετά από 8 χρόνια απουσίας.
Όπως είναι γνωστό, τα εγκλήματα τα οποία αναπαριστώνται στη σειρά βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα (τα περισσότερα δηλαδή), τα οποία όμως οι αρχικοί συντελεστές της σειράς –σεναριογράφοι, σκηνοθέτες, παραγωγοί– τροποποιούν.
Με αυτό τον τρόπο, μας δίνουν μια διαφορετική οπτική των πραγμάτων που, αν και κάποιες φορές συμφωνεί με τα γεγονότα, συνήθως είναι περισσότερο προϊόν μυθοπλασίας. Σ’ αυτό το άρθρο, θα δούμε το πώς τα εγκλήματα σχετίζονται με τα αντίστοιχα επεισόδια, στην προσπάθεια να καταλάβουμε το σκεπτικό πίσω από τον λόγο της τροποποίησης των γεγονότων.
Πρόκειται για ένα από τα πρώτα και ίσως πιο σοκαριστικά επεισόδια της σειράς. Παρουσιάζεται μια ομάδα σατανιστών που εκτελούσε σκοτεινές τελετές και διέπραξε 2 φόνους γυναικών. Το cast των Γιάννη Στάνκογλου, Χάρη Μαυρουδή και Κατερίνας Παπαδάκη αναπαριστούν τους τρεις σατανιστές της Παλλήνης, που ακούν στα ονόματα Ασημάκης Κατσούλας, Εμμανουήλ Δημητροκάλης και Δήμητρα Μαργέτη.
Στο επεισόδιο παρακολουθούμε τον τρόπο με τον οποίο η ομάδα αυτή προσπαθεί να μυήσει στις σκοτεινές τελετές μια νεαρή κοπέλα 18 χρονών, η οποία όμως εν τέλει προσπαθεί να αποκόψει κάθε επαφή με αυτούς. Πολλά από τα γεγονότα του επεισοδίου βρίσκουν αντιστοιχία με την πραγματικότητα και συγκεκριμένα η σκηνή με την Κλέλια Ρένεση που προσπαθούν να την πάρουν με το αυτοκίνητο.
Περισσότερες αληθινές ιστορίες που γυρίστηκαν στην 10η εντολή
Το πραγματικό περιστατικό συνέβη τον Απρίλιο του 1993, όταν οι τρεις τους προσποιούμενοι τους αστυνομικούς την πήραν με το αμάξι τους σε ερημική τοποθεσία στην Παλλήνη, όπου τη βίασαν και στη συνέχεια τη σκότωσαν πολτοποιώντας το κεφάλι της με μια πέτρα. Το πραγματικό θύμα ωστόσο ήταν μια νεαρή γυναίκα, καμαριέρα στο “Μεγάλη Βρετανία” με δύο παιδιά, σε αντίθεση με την Ρένεση που υποδύεται μια σερβιτόρα.
Μια ιστορία που συγκλόνισε όλη την Ελλάδα το 1997, λόγω της κατάληξης που είχε. Η ιστορία αφορά την 44χρονη Στέλλα Σπυριδάκη, η οποία διατηρούσε σχέση με τον κατά 14 χρόνια νεότερό της Δημήτρη Κίτσο. Η σχέση τους κυλούσε ομαλά, μέχρι που οι ζήλιες και οι σκηνές του Κίτσου άρχισαν να μπαίνουν ανάμεσά τους. Η Σπυριδάκη, βάζοντας τα παιδιά της ως προτεραιότητα, του ζήτησε να απομακρυνθεί και αρνιόταν να τον δει. Οι συνεχείς αρνήσεις της οδήγησαν τον Κίτσο στις 28 Μαΐου 1997 να εμφανιστεί στο σπίτι της με ένα όπλο, αποφασισμένος να τη σκοτώσει και να αυτοκτονήσει.
Η ιστορία στο επεισόδιο αναπαριστάται με αρκετά μεγάλη πιστότητα, καθώς βλέπουμε από την αρχή όλη τους τη γνωριμία, τη σχέση της μάνας με τα παιδιά της και εν συνεχεία τη ζωή στο σπίτι, όπου τα παιδιά έρχονται σε συνεχείς συγκρούσεις με τον εραστή της μητέρας τους. Στους ρόλους του ζευγαριού είναι η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και ο Γιώργος Καραμίχος και στους ρόλους των παιδιών η Ιζαμπέλα Κογιεβίνα κι ο Θοδωρής Αντωνιάδης. Η σκηνή του φονικού διαφέρει απ’ αυτό που έγινε στην πραγματικότητα, καθώς ο Καραμίχος πυροβολεί την Καραμπέτη μέσα στο σπίτι ενώ ο Κίτσος έριξε την Σπυριδάκη από το μπαλκόνι, όπου και συνέχισε να την πυροβολεί. Ωστόσο, το τραγικό τέλος τις ιστορίας δεν αλλάζει, κι αυτό έχει να κάνει με το ότι τελικά η μάνα επέζησε και στο νοσοκομείο πληροφορήθηκε ότι ο εραστής της προτού αυτοκτονήσει σκότωσε τα παιδιά της.
Η ιστορία χρονολογείται το 1994 και ξεκινάει όταν η Γιόλα Βαγενά, οδοντίατρος, ανακάλυψε πως ο σύζυγός της διατηρούσε παράνομη σχέση. Ο χωρισμός τής στοίχισε τόσο που την οδήγησε στον ψυχίατρο. Παρά τις πολλές συνεδρίες, η Βαγενά δε φάνηκε να έχει ηρεμήσει. Αντίθετα, άρχισε να έχει τάσεις αυτοκτονίας. Άρχισε να ζητάει από συγγενικά της πρόσωπα αν μπορούσαν να την σκοτώσουν, καθώς η ίδια δεν ήταν αρκετά «δυνατή» για να το κάνει. Μην βρίσκοντας ανταπόκριση, στράφηκε στον υπάλληλο του πάρκινγκ δίπλα στο οδοντιατρείο της, ο οποίος ακούει στο όνομα Ματθαίος Μονσελάς.
Οι δυο τους ξεκίνησαν μια «περίεργη» φιλία, που όμως από τη μεριά της Βαγενά ήταν μια φιλία συμφερόντων. Ζήτησε από τον Μονσελά να την σκοτώσει ενώ η ίδια θα τον πλήρωνε για να το κάνει. Ύστερα από πάρα πολλές πιέσεις, στις 11 Ιανουαρίου του 1994, σε μια ερημική τοποθεσία στο Μαρκόπουλο, ο Μονσελάς την πυροβόλησε και τη σκότωσε. Στη συνέχεια, μετά από μια περιπλάνηση στην Αττική, παράτησε το αυτοκίνητο της Βαγενά, έκανε οτοστόπ μέχρι τη Γλυφάδα κι από εκεί με ταξί μέχρι τη δουλειά του. Στους αστυνομικούς δεν ομολόγησε αμέσως την πράξη του.
“Εδώ είναι που η πραγματικότητα διαφέρει σημαντικά με την υπόθεση του επεισοδίου” – 10η εντολή
Όταν ο Κατσαφάδος (ο οποίος ερμηνεύει τον ρόλο του Μονσελά) σκοτώνει τη Βαγενά (που την υποδύεται η Άννα Μάσχα), τρέχει έντρομος σπίτι του όπου και φαίνεται σα να περιμένει να τον συλλάβουν. Ομολογεί την πράξη του, αλλά και όλη την ιστορία πίσω από τη δολοφονία. Είναι αλήθεια πως ο δισταγμός του πραγματικού Μονσελά να ομολογήσει την αλήθεια να σημαίνει πως ίσως και να ήταν ένοχος, αλλά να πιάστηκε απ’ αυτή την ιστορία σαν σανίδα σωτήριας για την αθώωσή του. Ωστόσο, πώς μπορούμε να πούμε ότι η αλήθεια είναι μόνο μια;
Εδώ, ας πούμε, έχουμε ένα επεισόδιο του οποίου η κατάληξη διαφέρει τρομερά από το αντίστοιχο πραγματικό περιστατικό. Παρόλα αυτά, και οι δύο υποθέσεις ξεκινούν με τον ίδιο τρόπο.
Ένα ζευγάρι Ελλήνων μεταναστών από τη Γερμανία επιστρέφει στην Ελλάδα, έπειτα από οικονομική καταστροφή. Η γυναίκα έχει την ιδέα να βρουν μια αλλοδαπή χωρίς συγγενείς, να τη σκοτώσουν, να την κάψουν και μετά ο σύζυγός της να πει ότι αυτή η γυναίκα είναι η σύζυγος του. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα κατάφερναν να εισπράξουν την ασφάλεια ζωής της. Το αληθινό ζεύγος των Νικολάου και Μαρίας Γκεσοπούλου βρίσκει την Σκοπιανή Βιολέτα Βελιαντόφσκα, την οποία και όντως σκοτώνουν και καίνε μέσα στο αυτοκίνητο. Παρόλα αυτά, το έγκαυμα στο χέρι του Νικόλαου έκανε τους αστυνομικούς να υποπτευθούν τον σύζυγο και εν τέλει κατάφεραν να φτάσουν στην αλήθεια.
Το επεισόδιο, λοιπόν, δεν παρουσιάζει αυτή ακριβώς τη δολοφονία. Αντίθετα, ο σύζυγος (Άκης Σακελλαρίου) τα βρίσκει με το υποψήφιο θύμα, μια Ρουμάνα κοπέλα που την υποδύεται η Κατερίνα Παπουτσάκη, και μαζί με τη βοήθεια του «αδερφού» της βγάζουν από τη μέση τη γυναίκα του (Ταμίλα Κουλίεβα). Το τέλος ανατρέπει ακόμα πιο πολύ τα πράγματα, καθώς το θύμα όχι μόνο σκοτώνει τον «αδερφό» της (που ήταν εραστής της), αλλά παίρνει τα χρήματα και το σκάει μόνη, αφήνοντας το σύζυγο να φυλακιστεί για τη δολοφονία της γυναίκας του. Το ηθικό δίδαγμα του επεισοδίου ίσως να μας λέει πως κανείς δεν είναι αυτό που δείχνει και πως, όταν σκάβεις τον λάκκο του άλλου, τελικά είσαι εσύ αυτός που πέφτει μέσα!
Η ιστορία αυτή αφορά τον περιβόητο Δράκο της Θράκης (που δεν έχει σχέση με τον Δράκο του Σέιχ Σου ή τον Δράκο της Δράμας). Όπως παρουσιάζει και το επεισόδιο, ο Δράκος της Θράκης ήταν ένας άνθρωπος που δολοφονούσε ζευγάρια και ανδρόγυνα σε αυτοκίνητα στους νομούς Ροδόπης και Έβρου.
Λοιπά στοιχεία για τον δράστη δεν υπάρχουν, καθώς δε βρέθηκε ποτέ η ακριβής του ταυτότητα. Με βάση τα δεδομένα που υπήρχαν, λοιπόν, οι συντελεστές της 1Οης Εντολής δημιούργησαν ένα από τα πιο ανατρεπτικά επεισόδια της σειράς, κι αυτό λόγω τους τέλους και των παραπλανητικών flashback.
Στο επεισόδιο παρακολουθούμε την ιστορία ενός φιλήσυχου οικογενειάρχη, ο οποίος μια μέρα πιάστηκε από τις αρχές να κόβει βόλτες στο δάσος και θεωρήθηκε πως είναι ο Δράκος, παρά τις έντονες αντιρρήσεις του περί της ενοχής του. Έπειτα από λίγο καιρό τον άφησαν ελεύθερο, όμως η ζωή του δεν ήταν πλέον η ίδια. Εγκαταλελειμμένος από την οικογένειά του, με όλους του τους φίλους να του έχουν γυρίσει την πλάτη και με μια ζωή χωρίς νόημα, αποφασίζει να αυτοκτονήσει, χωρίς επιτυχία. Οι τελευταίες σκηνές του επεισοδίου, ωστόσο, μας δίνουν μια άλλη οπτική της ιστορίας. Δε θα ήθελα να κάνω spoil σε όσους δεν έχουν δει το επεισόδιο! Όσοι το έχετε δει ξέρετε για τι μιλάω και πιστεύω συμφωνείτε.
Οι σεναριογράφοι κατάφεραν να πλάσουν το προφίλ ενός δολοφόνου από το πουθενά και να μας παραπλανήσουν όλους, μέσα από έναν πολύ περίτεχνο τρόπο αφήγησης. Αν και τα γεγονότα της ιστορίας μπορεί να προέρχονται από καθαρή μυθοπλασία, θεωρώ πως είναι αρκετά έξυπνο επεισόδιο και που αξίζει την προσοχή μας.
Είναι από τα επεισόδια του οποίου η μεταφορά ταιριάζει περισσότερο με τις πραγματικές ομολογίες του ίδιου του θύτη, του Δημήτρη Βακρινού. Επρόκειτο για έναν οδηγό ταξί, ο οποίος έγινε κατά συρροή δολοφόνος σκοτώνοντας στο σύνολο 5 άτομα με ασήμαντες αφορμές.
Περισσότερα για τα επεισόδιο της 10ης εντολής
Οι περισσότερες από τις δολοφονίες του Δημήτρη Βακρινού ταιριάζουν με αυτές που κάνει ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στο επεισόδιο. Δολοφόνησε το 1987 τον Π. Γαγλία με σιδερολοστό για να μην τον καταγγείλει στην αστυνομία, επειδή δεν του επέστρεφε την κυνηγετική καραμπίνα που του δανείστηκε· το 1993 την Α. Σιμιτζή καίγοντάς την ζωντανή, επειδή αρνήθηκε να κάνει σεξ μαζί του όταν την πήρε πελάτισσα στο ταξί· το 1994 τον συνάδελφό του Θ. Ανδρεάδη πυροβολώντας τον μέσα στο ταξί του, επειδή πριν μήνες λογομάχησαν σε μια πιάτσα και προσποιήθηκε τον πελάτη για να περάσει απαρατήρητος· και τέλος, το 1995, τους Κ. και Α. Σπυρόπουλο, στην προσπάθεια να κλέψει ένα αυτοκίνητο το οποίο ο ίδιος τους είχε πουλήσει. Οι λόγοι των δολοφονιών ήταν συνήθως ασήμαντοι ενώ σύμφωνα με το επεισόδιο όλοι οι φόνοι ήταν αποτέλεσμα της καταπίεσης και του συμπλέγματος που είχε λόγω της σωματικής του διάπλασης (ήταν αρκετά κοντός, αδύνατος και καχεκτικός άνθρωπος).
Υπάρχουν φορές που το επεισόδιο τον παρουσιάζει ως θύμα και φορές που μας τον δείχνει ως ψυχολογικά διαταγμένο δολοφόνο. Η ουσιαστική διαφορά των δύο ιστοριών είναι πως στη 10η Εντολή ζητάει από τη γυναίκα που αγαπάει να τον σκοτώσει, ενώ στην πραγματικότητα ο Βακρινός αυτοκτόνησε στη φυλακή, καθώς κρεμάστηκε με τα κορδόνια των παπουτσιών του.
Αυτή η υπόθεση είχε γίνει γνωστή στο πανελλήνιο, δίνοντας στη Μαρία Σαμπανιώτη την ονομασία «η φόνισσα με τα τηγανόψωμα». Όλα έγιναν τον Ιανουάριο του 1992, όταν η Μαρία Σαμπανιώτη πήγε σε δύο γειτόνισσές της, στην Ελένη Μουστοπούλου και την Ειρήνη Κλημτσά λίγο ζυμάρι για να φτιάσουν τηγανόψωμα και ψωμί, μιας και η ίδια είχε δουλειές και θα της χαλούσε. Ώρες αργότερα 7 άτομα οδηγήθηκαν στο νοσοκομείο με βαριά συμπτώματα τροφικής δηλητηρίασης.
Σύμφωνα με τις έρευνες της αστυνομίας, μέσα στο ζυμάρι από το οποίο έφτιαξαν τα τηγανόψωμα βρέθηκαν φωσφορικοί εστέρες και παραθείο, στοιχεία που υπάρχουν σε γεωργικά φάρμακα και εντομοκτόνα. Η βασική ύποπτος για το περιστατικό; Η Μαρία Σαμπανιώτη. Το κίνητρό της; Σύμφωνα με την κοινή γνώμη, η Σαμπανιώτη ήθελε να εκδικηθεί τις οικογένειες Μουστοπούλου και Κλημτσά, επειδή οι γιοι των οικογενειών δεν δέχονταν τα προξενιά της Σαμπανιώτη που ήθελε να τους παντρέψει με τις κόρες της. Η ίδια η Σαμπανιώτη στην κατάθεσή της υποστηρίζει πως δεν το έκανε αυτή, πως δεν ήταν λάθος και πως κάποιος έβαλε το δηλητήριο στη ζύμη όταν αυτή έλειπε για να την κατηγορήσει. Σε όλες της τις καταθέσεις η Σαμπανιώτη δηλώνει αθώα, ενώ και η κόρη της στην κατάθεσή της δήλωσε πως δεν ήθελε η ίδια το προξενιό.
Η μεταφορά, λοιπόν, αυτής της ιστορίας διαφέρει αρκετά από τα πραγματικά γεγονότα. Το επεισόδιο παρουσιάζει μια γυναίκα, τη Βιργινία, η οποία έβλεπε την κόρη της να καταρρέει και να διαλύεται εξαιτίας ενός διαλυμένου αρραβώνα, και ταυτόχρονα τους παραλίγο συμπέθερους να αδιαφορούν για την κόρη της και να προσπαθούν να παντρέψουν τον γιο τους με μια πιο οικονομικά ευκατάστατη κοπέλα.
Το ποτήρι όμως ξεχείλισε, όταν η κόρη της Βιργινίας έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Τότε είναι που θόλωσε και προσέφερε η ίδια ένα πιάτο με σκαλτσούνια – που ήταν η σπεσιαλιτέ της – στους γείτονες την ημέρα των αρραβώνων. Τα θανατηφόρα αυτά σκαλτσούνια τους σκότωσαν όλους και η ίδια η Βιργινία ουδεμία στιγμή δεν αρνήθηκε την πράξη της. Αντίθετα, δε μετανιώνει γι’ αυτό που έκανε γιατί τους άξιζε.
Πρόκειται για ένα πολύ δυνατό επεισόδιο που εξερευνά μια πολύ περίεργη υπόθεση δολοφονίας, της οποία τα πραγματικά κίνητρα δε γνωρίζουμε ακόμα και σήμερα. Η υπόθεση συνδέεται με το όνομα του Βασίλη Ξανθόπουλου, ο οποίος ωστόσο δεν αφορά καθόλου την υπόθεση του συγκεκριμένου επεισοδίου.
Ο Βασίλης Ξανθόπουλος ήταν Έλληνας φυσικομαθηματικός και μάλιστα ένας από τους κορυφαίους ειδικούς της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας. Η δολοφονία του έγινε στις 27 Νοεμβρίου του 1990, την ώρα που δίδασκε ένα μάθημα για ηλεκτρονικούς υπολογιστές στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Μαζί δολοφονήθηκε και ο Στέφανος Πνευματικός, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Υπεύθυνος της δολοφονίας ήταν ο Γιώργος Πετροδασκαλάκης, ο οποίος ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής στο πανεπιστήμιο. Ο φοιτητής εμφανίστηκε στην αίθουσα όπου δίδασκε ο Ξανθόπουλος και σκότωσε τους δύο καθηγητές. Ο Πετροδασκαλάκης δεν συνελήφθη ποτέ . 7 μήνες μετά βρέθηκε κρεμασμένος από ένα δέντρο, 500 μέτρα από ένα εκκλησάκι, στα όρια των νομών Ηρακλείου-Λασιθίου.
Το επεισόδιο της 10ης Εντολής καλείται να γεμίσει τα κενά της υπόθεσης και συγκεκριμένα το λόγο του δολοφονικού επεισοδίου. Γι’ αυτόν το λόγο, πρωταγωνιστής της ιστορίας δε γίνεται ο καθηγητής αλλά ο φοιτητής. Ο Γιώργος Καραμίχος γίνεται ο Κωστής, ο οποίος ενώ έχει δουλέψει σκληρά για να τελειώσει το μεταπτυχιακό του βλέπει τη δουλειά του να γίνεται καπνός, καθώς συνειδητοποιεί πως κάποιος άλλος έχει εκδώσει το μεταπτυχιακό του πριν απ’ αυτόν.
Μια ακόμη αληθινή ιστορία που έγινε επεισόδιο στην 10η εντολή
Αυτό τον κάνει έξαλλο και τον στρέφει εναντίον όλων, γιατί πιστεύει πως όλοι θέλουν το κακό του. Το κερασάκι στην τούρτα είναι το γεγονός ότι ο καθηγητής, τον οποίο εμπιστευόταν για το μεταπτυχιακό του, τα είχε φτιάξει με την κοπέλα που τα είχε αυτός στο παρελθόν – και η οποία τελικά του είχε κλέψει την εργασία! Όλα αυτά βλέπουμε πως τελικά τον οδήγησαν στο να πάρει το νόμο στα χέρια του και να τους σκοτώσει εν ψυχρώ μέσα στην πανεπιστημιακή αίθουσα, μαζί με τον καθηγητή που έκανε τη διάλεξη. Το τέλος τους βρίσκει και τους δύο – και τον Κωστή αλλά και τον Πετροδασκαλάκη – να αυτοκτονούν.
Κι εδώ έχουμε μια υπόθεση η οποία σόκαρε την ελληνική κοινή γνώμη το 1993. Η υπόθεση αφορά τον Μανώλη Δουρή, ο οποίος καταδικάστηκε για τον βιασμό και δολοφονία του 6χρονου γιου του. Η τηλεοπτική μεταφορά, για λόγους ευνόητους άλλαξε κατά πολύ την υπόθεση καταφέρνοντας ωστόσο να μας κάνει να νιώσουμε κάτι παρεμφερές.
Στην πραγματική υπόθεση του Μανώλη Δουρή βλέπουμε έναν άντρα οικογενειάρχη, ο οποίος ζει μαζί με τη γυναίκα του και τα 7 παιδιά τους στην Ερμιόνη. Ξαφνικά, στις 31 Δεκέμβρη 1993, εξαφανίζεται ο 6χρονος γιος τους. Η αστυνομία κινητοποιείται για να τον βρει και τελικά τον βρίσκει ο Δουρής, μαζί με έναν εκ των γιων του κρυμμένο στο μαντρότοιχο μιας αλάνας εκεί κοντά. Αρχικά ο Δουρής φαινόταν ως ο δυστυχισμένος πατέρας που έχασε το γιο του, σταδιακά όμως αποκαλύφθηκε η αλήθεια.
Ο ίδιος ομολόγησε για το έγκλημά του και επισήμανε πως τον κυριεύει μια ασθένεια που τον μεταμορφώνει και τον κάνει να μη βλέπει μπροστά του. Παρόλα αυτά, αργότερα αρνιόταν πως τα ομολόγησε και αρνήθηκε την ενοχή του, κατηγορώντας την γυναίκα του και τον εραστή της. Όπως και να ‘χε, η κοινή γνώμη τον χαρακτήριζε ως «ανθρωπόμορφο τέρας» και «κτήνος» ενώ ο ίδιος μετά τη φυλάκισή του έπειτα από χρόνια κακοποίησης στη φυλακή αυτοκτόνησε.
Η ιστορία του επεισοδίου αλλάζει αισθητά καθώς έχουμε έναν πατέρα, τον Κυριάκο, ο οποίος όσο αυταρχικός και απότομος είναι με τη γυναίκα του και το γιο του τόσο τρυφερός και προστατευτικός είναι με την κόρη του, τη Μαρίνα. Μην μπορώντας να ελέγξει αυτή του την τάση αρχίζει να κρατάει την κόρη του στο σπίτι, αφού πρώτα όμως έχει ήδη απομακρύνει και το γιο του και τη γυναίκα του.
Βιάζει την κόρη του και η ίδια, μην μπορώντας να μιλήσει γι’ αυτό, προσπαθεί να το σκάσει. Μένει έγκυος από τον πατέρα της και τελικά ο γιος του τον πυροβολεί και καταλήγει να φυλακιστεί για το θάνατο του πατέρα του.
Παρόλο που είναι αισθητά διαφορετική, καταφέρνει να μας κάνει να μισήσουμε τον χαρακτήρα του Δουρή, ενώ παράλληλα δεν παρουσιάζει τις σκληρές εικόνες ενός πατέρα να βιάζει τον 6χρονο γιο του και να τον σκοτώνει με ασφυξία. Ο πραγματικός θάνατος του 6χρονου παιδιού γίνεται πνευματικός θάνατος της κόρης και η αυτοκτονία στη φυλακή γίνεται δολοφονία από τον ίδιο του το γιο.
Η τελευταία και πιο επίκαιρη υπόθεση προέρχεται από τα καινούρια επεισόδια της 10ης Εντολής, που ξεκίνησαν να μεταδίδονται πέρσι το χειμώνα. Η υπόθεση αφορά την εξαφάνιση και δολοφονία του Άλεξ Μεσχισβίλι.
Πρόκειται για μια υπόθεση που ακόμα και σήμερα θεωρείται ανοιχτή, καθώς το πτώμα του Άλεξ δεν έχει βρεθεί. Αντίθετα, το επεισόδιο της σειράς είναι ένας καλός τρόπος ώστε να δοθεί ένα κλείσιμο της υπόθεσης, μιας και παρακολουθούμε τη μάνα να μονολογεί στο πτώμα του νεκρού παιδιού της λίγο πριν του χαρίσει το δώρο της.
Η πραγματική υπόθεση του Άλεξ μάς πάει στη Βέροια, όπου μια «σκληρή» παρέα ομολογεί για τη δολοφονία του παιδιού. Λίγο καιρό μετά, όμως, όλοι κατέθεσαν πως δεν είχαν καμία ανάμειξη με τη δολοφονία και την εξαφάνιση. Όλοι εκτός από έναν, ο οποίος κατέθεσε πως μετά από έναν καβγά ο Άλεξ βρέθηκε νεκρός και πανικόβλητοι τον άφησαν σε ένα ακατοίκητο σπίτι. Από εκεί τον πήραν 2 μέρες μετά, τον έβαλαν σε ένα καροτσάκι και τον πέταξαν στο ποτάμι.
Αυτή την υπόθεση προσπάθησαν να συγκαλύψουν και οι γονείς των παιδιών, οι οποίοι λέγεται πως βοήθησαν στο να εξαφανίσουν το πτώμα. Το επεισόδιο, από την άλλη, παρουσιάζει μια αλλοδαπή μάνα από την Ουκρανία, την Αλίνα, η οποία ζει με την κόρη της, τη Μίνα. Όταν ανακοινώνεται πως η Μίνα θα γίνει σημαιοφόρος, όλοι οι συμμαθητές της γυρνάνε την πλάτη και η κλειστή κοινωνία του σχολείου δεν κάνει τίποτα για να σταματήσει αυτή την κακοποίηση του παιδιού.
Τα πράγματα όμως χειροτερεύουν, όταν η Μίνα εξαφανίζεται και κανείς δεν ξέρει πού έχει πάει. Τελικά η εξιχνίαση του εγκλήματος γίνεται από την Αλίνα, η οποία είδε μια φίλη της Μίνας να φοράει τα παπούτσια που της είχε πάρει η ίδια στα γενέθλιά της. Το επεισόδιο ουσιαστικά προσπαθεί να κλείσει μια ιστορία που παραμένει ακόμα και σήμερα ανοιχτή μέσα από την τιμωρία των ενόχων, αλλά και την απόδειξη πως τελικά η δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή. Ποια είναι όμως τελικά η αλήθεια; Μπορούμε να την ξέρουμε ή απλώς θα πρέπει να εικάζουμε τι μπορεί να συνέβη;
Στην τελική, αυτό που έχει σημασία είναι να μην παρακολουθούμε τα γεγονότα, αλλά αντίθετα να ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτά και να προσπαθούμε για κάτι καλύτερο.