Μια αναγνώστρια μας αφηγείται τον δικό της μεγάλο έρωτα και τον άδοξο τέλος της
Όταν γνωριστήκαμε με τον Φώτη, εγώ ήμουν 17 και εκείνος 24 και σχεδόν αμέσως, γίναμε ένα. Μοιραζόμασταν την αγάπη μας για το θέατρο, το σινεμά, το φαγητό και φυσικά για τον άλλον. Είχαμε δέσει εντελώς και η διαφορά ηλικίας δεν ήταν τόσο μεγάλο θέμα ώσπου…έγινε. Περνώντας σε ένα Πανεπιστήμιο 400 χλμ. μακριά από το σπίτι μου, ο χωρισμός ήταν μονόδρομος.
Πέρασαν τα χρόνια και ενώ άρχισα να αποκτώ νέες εμπειρίες από τη φοιτητική ζωή, μου έλειπε ο Φώτης. Και κάπως ξεκινήσαμε πάλι να μιλάμε στο τηλέφωνο μέχρι αργά, σχεδόν κάθε βράδυ. Η φωνή του και το γέλιο του με ανακούφιζαν στις εξεταστικές και στα μαθήματα, με έκανε με ένα δικό του τρόπο, να ηρεμώ και να αισθάνομαι πως όλα θα πηγαίναν καλά. Δυστυχώς όμως, όσο κι αν αγαπιόμασταν, η απόσταση μας σκότωνε.
Μετά το Πανεπιστήμιο, προσπαθήσαμε να τα ξαναφτιάξουμε όταν γύρισα πάλι στο πατρικό μου. Αλλά δεν ξέρω γιατί, δεν ήταν το ίδιο. Τα όνειρά μου δεν συμβάδιζαν με το ασφαλές, μικροαστικό και οικονομικά άνετο μέλλον που ονειρευόταν ο Φώτης κι όταν του το είπα, πληγώθηκε. Μετά από έναν άγριο καυγά, έφυγε χτυπώντας τη πόρτα πίσω του κι έτσι γράφτηκε ο επίλογος της σχέσης μας.
Εξομολόγηση αναγνώστριας: “Κοιτούσα γύρω μου ελπίζοντας να τον δω τη στιγμή που ένα κομμάτι μου”
Πέρασαν άλλα 5 χρόνια από τότε κι ακόμη, μου έλειπε. Παρ’ όλο που ήμουν παντρεμένη πια με άλλον (παντρεύτηκα 3 χρόνια μετά από εκείνον τον καυγά) κάθε μέρα που περνούσε, ήθελα να τρέξω πίσω στον Φώτη. Πάντα όποτε γυρνούσα σπίτι μου από τη δουλειά ή έβγαινα για περπάτημα στη γειτονιά, κοιτούσα γύρω μου ελπίζοντας να τον δω τη στιγμή που ένα κομμάτι μου, φοβόταν ακριβώς αυτό. Μπορεί να το πείτε εγωιστικό αλλά ένιωθα απαίσια για τον τρόπο που είχαν τελειώσει τα πράγματα μεταξύ μας και ήθελα να βάλω μια τελεία. Ήθελα να τον δω και να του ζητήσω συγγνώμη. Ήθελα να δω τον Φώτη…μου!
Βρήκα το τηλέφωνό του από μια παλιά γνωστή και τον πήρα. Του είπα πόσο άσχημα ένιωθα και ότι ήθελα να του ζητήσω συγγνώμη. Με ρώτησε αν ήθελα να βγούμε για φαγητό και τότε του είπα πως ήμουν παντρεμένη και έγκυος, αλλά δεν τον ένοιαζε είπε, ήθελε να με δεί.
Βλέποντάς τον να μπαίνει μέσα στο εστιατόριο, η καρδιά μου , χτύπησε σαν τρελλή. Με αγκάλιασε με εκείνη τη γνώριμη αγκαλιά που με έκλεινε ολόκληρη μέσα, με τόση αγάπη και θέρμη, που δεν είχα νιώσει ποτέ με τον άντρα μου. Δεν ήθελα με τίποτα να φύγω.
Καθίσαμε και τα είπαμε όλα. Πώς μας είχαν αλλάξει εκείνα τα πρώτα χρόνια που πήγα στο Πανεπιστήμιο, πόσο λυπόμασταν για εκείνο το τέλος όπως το δώσαμε. Εκείνος δεν είχε παντρευτεί αλλά ήταν μια χαρά με τη ζωή του.Αποφασίσαμε πως ήταν κρίμα αυτή η επαφή να χαθεί και συμφωνήσαμε να μείνουμε φίλοι. Και πράγματι μείναμε…για λίγο!
Πηγαίναμε βόλτες στα μαγαζιά ή για φαγητό και κάναμε πίκ νίκ. Όταν γεννήθηκε η κόρη μου, λίγους μήνες μετά, πήγαμε για Κινέζικο και η σερβιτόρα του είπε «Να σας ζήσει» νομίζοντας ότι το παιδί είναι δικό του. «Δεν είναι δική μου κόρη, αλλά θα έπρεπε» απάντησε. Ξέρω ότι ήθελε να παντρευτούμε από τότε που ήμασταν μικροί αλλά μου είπε πως ποτέ δεν μου το ζήτησε, γιατί φοβόταν την αντίδρασή μου.
Η συνέχεια της εξομολόγησης της αναγνώστριας: “Μας έδενε πάντα μια αόρατη κλωστή”
Μας έδενε πάντα μια αόρατη κλωστή. Όταν ήμασταν μαζί, ήταν σαν να ζούσαμε στο δικό μας ροζ σύννεφο. Κάθε φορά που βλεπόμασταν, ό,τι προβλήματα κι αν είχα με τη δουλειά, με τους γονείς μου, με τα προσωπικά μου, όλα περνούσαν. Ένιωθα ότι κάποιος ήταν εκεί για μένα, με άκουγε και με καταλάβαινε. Όλα όσα δεν ένιωθα μέσα στο γάμο μου.
Τελικά η πραγματικότητα, μας κατέβασε μια μέρα από το ροζ σύννεφο και μάλιστα με άγριο τρόπο. Κι επειδή αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι ήταν θέμα χρόνου να είμαστε ξανά μαζί κι εγώ ήμουν παντρεμένη, συμφωνήσαμε να κρατήσουμε επαφή μόνο από το τηλέφωνο. Σε ένα από αυτά τα τηλεφωνήματα, ο Φώτης μου είπε πως είχε καρκίνο του πνεύμονα. Σοκαρίστηκα και έβαλα τα κλάματα «Αποκλείεται!» φώναξα.
Όταν έκανε τη πρώτη του χημειοθεραπεία, πήγα στο νοσοκομείο και τον είδα. Αντί να τον παρηγορώ εγώ, με παρηγορούσε εκείνος. Μια μέρα κανονίσαμε να πάμε για φαγητό. Περίμενα, περίμενα αλλά δεν φαινόταν πουθενά. Πανικοβλήθηκα. Τον πήρα τηλέφωνο και ανακουφίστηκα όταν μου είπε ότι απλά τον είχε πάρει ο ύπνος. Όσο άρρωστος κι αν ήταν, ήρθε μέσα στη βροχή να με δεί.
Μερικές εβδομάδες μετά, δεν τον αναγνώριζες. Είχε αδυνατίσει τραγικά, ήταν χλωμός σχεδόν κίτρινος. Η καρδιά μου διαλύονταν σε χιλιάδες κομμάτια. Όταν του έφερα να δεί παλιές φωτογραφίες μας για να του ανεβάσω τη ψυχολογία, μου είπε «Ποιος είναι αυτός στις φωτογραφίες; Τι μου συνέβη;». Με κοίταξε με τόσο φόβο, που ήταν σαν να είχα δίπλα μου έναν άνθρωπο εγκλωβισμένο σε ένα σώμα που δεν ήταν δικό του. Καθίσαμε εκεί αγκαλιασμένοι για ώρες.
Το άδοξο τέλος στην αφήγηση της αναγνώστριας
Λίγες μέρες μετά με πήρε η μητέρα του να πάω στο νοσοκομείο να τον αποχαιρετίσω. Μόλις μπήκα, άνοιξε τα μάτια του, με κοίταξε και δάκρυσε. «Σ’ ευχαριστώ που ήσουν ένα τόσο σημαντικό κομμάτι στη ζωή μου. Σ’ αγαπώ και θα σ’ αγαπώ για πάντα» του είπα και του ζήτησα, όταν πάει εκεί ψηλά, να μου δώσει ένα σημάδι ότι είναι καλά.Τον φίλησα κι έφυγα. Ήμουν ράκος για πολλούς μήνες μετά.
Για κάποιο λόγο, δεν ήταν γραφτό μας να είμαστε ζευγάρι σε αυτή τη ζωή.
Και μπορεί να με πείτε τρελλή ή ονειροπόλα, αλλά μου έχει δώσει πολλά σημάδια ότι είναι εδώ δίπλα μου και αυτό με ηρεμεί. Μας χωρίζει ένα σύμπαν μωρό μου, αλλά θα είμαστε για πάντα μαζί. Μου λείπεις…