Εξομολόγηση: “Δεν έχετε ιδέα τι μπορεί να έχει περάσει ο καθένας”
Εξομολόγηση: «Ξέρω, ξέρω. Μόνο και μόνο από τον τίτλο σίγουρα μερικοί από εσάς ήδη θα σκέφτεστε πόσο αχάριστη είμαι. Ότι τους γονείς μας δεν πρέπει να τους “πετάμε” σε έναν οίκο ευγηρείας και να τους αφήνουμε εκεί. Εγώ θα σας πω το εξής:
‘’Δεν έχετε ιδέα τι έχει περάσει ο καθένας’’.
Εδώ είναι η ιστορία μου:
Ο πατέρας μου γυρνούσε σπίτι από τη δουλειά και επικρατούσε τρομοκρατία. Δεν ήξερες με ποιόν θα τα βάλει και για ποιό λόγο. Ξύλο; Φωνές; Ναι εννοείται. Αυτή ήταν η καθημερινότητα μας. Η μητέρα μου φυσικά ήταν εκείνη που την πλήρωνε περισσότερο από όλους, αλλά δεν ήταν και λίγες οι φορές που χτυπούσε και εμένα και τα αδέρφια μου.
Απο τους βαθμούς που πήραμε, μέχρι και το γιατί δεν τρώμε τα μακαρόνια μας.
Ανακατευόταν παντού. Δεν μπορούσε κανένας από εμάς να έχει προσωπική ζωή όσον αφορά φίλους, παρέες και φυσικά συντρόφους. Έπιανε τους φίλους μας από το Δημοτικό ακόμα, και τους έκανε ανάκριση, κριτική και τους φερόταν πάντα με το χειρότερο τρόπο.
Όσο μεγαλώναμε χειροτέρευε και γινόταν χυδαίος.
Θυμάμαι ήμασταν λύκειο όταν γύρισε και είπε σε μια συμμαθήτριά μου που είχε έρθει σπίτι να κάνουμε εργασία: “Κάνα πισωκο$λλητό κάνεις με το αγόρι σου;”
Εκεί ήταν που άρχισαν και τα περίεργα. Περίεργα αγγίγματα, περίεργα λόγια…. σε εμένα, στις αδερφές μου. Δεν είχε γίνει ποτέ κάτι χοντρό, αλλά και πάλι αυτά τα πράγματα ΔΕΝ είναι αποδεκτά. Καθημερινά. Η μητέρα μου όποτε μιλούσε την έσπαγε στο ξύλο.
Μια μέρα τη χτύπησε τόσο πολύ που έσπασε το ένα της χέρι και τα δύο της δάχτυλα από το άλλο χέρι.
Η συνέχεια εξομολόγησης για τον πατέρα
Εκείνη τον είχε πάρει μικρή, αγράμματη και άβουλη. Την είχε φέρει στην Αθήνα από το χωριό και τα ανεχόταν όλα γιατί φοβόταν. Είχε περάσει τα ίδια σχεδόν από τον πατέρα της.
Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν 24 ετών. Είχε υποστεί πολλαπλά τραύματα στο κεφάλι. Η αστυνομία δεν μπορούσε να κάνει κάτι χωρίς αποδείξεις. Εκείνος το έπαιζε πάντα καλός σύζυγος και πατέρας.
Ευτυχώς είχα φύγει από το σπίτι και την τρομοκρατία του. Το ίδιο και οι αδερφές μου.
Δεν του μιλούσαμε. Τον αποφεύγαμε. Εργαζόμασταν και οι τρεις, δεν μας συντηρούσε, και μέναμε όλες μαζί σε ένα διαμέρισμα όπου μοιραζόμασταν το ενοίκιο.
Μια μέρα, ήρθε, είπε στον διαχειριστή ότι είχε ξεχάσει τα κλειδιά του, μπήκε μέσα και χτύπησε τη μικρή μου αδερφή (20 τότε), γιατί είμαστε “π*%$άνες” και δεν μιλάμε στον πατέρα μας.
Μας παρενοχλούσε συνέχεια, μέχρι που του κάναμε ασφαλιστικά μέτρα. Γίνανε τόσα χοντρά πράγματα που δεν μπορώ ακόμα να τα γράψω.
Περάσανε τα χρόνια, δεν ξέρουμε τι έγινε. Η κάθε μια από εμάς είχε παντρευτεί και ζούσαμε ήρεμες. Μέχρι που δεχτήκαμε ένα τηλεφώνημα. Δεν ξέρω πως βρήκε το τηλέφωνο της μεγάλης μου αδερφής, αλλά το βρήκε.
Ήταν άρρωστος. Οι γιατροί δεν του έδιναν πολύ χρόνο. Έπρεπε κάποιος να τον φροντίσει γιατί σε λίγο καιρό δεν θα μπορούσε ούτε να σηκωθεί από το κρεβάτι.
ΔΕΝ ΕΝΙΩΘΕ ΚΑΜΙΑ ΜΑΣ ΤΙΠΟΤΑ ΓΙΑ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ. ΜΑΣ ΣΤΕΡΗΣΕ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΑΣ. ΚΑΜΙΑ ΜΑΣ ΔΕΝ ΛΥΠΗΘΗΚΕ.
Από κοινού αποφασίσαμε να τον πάμε σε ένα γηροκομείο. Σε ιδιωτικό μάλιστα. Μοιραστήκαμε τα έξοδα δια του τρία.
Εκεί το έπαιζε θύμα. Μας το λέγανε και οι υπάλληλοι που μας ενημέρωναν για την πορεία της υγείας του. Αλλά έχουν δει τόσα πολλά που ξέρουν πλέον και εκείνοι. Δεν ήταν και τυχαίο που καμία από εμάς δεν είχε πάει να τον επισκεφθεί.
Εξομολόγηση: “Στην κηδεία ήμασταν μόνο οι τρεις μας. Ούτε η Θεία μου (η αδερφή του) δεν ήρθε”
Πέρυσι πέθανε. Στην κηδεία ήμασταν μόνο οι τρεις μας. Ούτε η Θεία μου (η αδερφή του) δεν ήρθε. Εκείνης της είχε διαλύσει το γάμο της (άλλη ιστορία απο εκεί) και δεν του είχε μιλήσει 20 χρόνια. Είχε πάει στης μητέρας μου την κηδεία – αλλά σε αυτόν δεν θα έκανε, όπως μας είπε εκείνη “τον κόπο”.
Για εμάς είχε πεθάνει πολύ πριν. Δεν άλλαξε κάτι. Μόνο τα έξοδα και ένα βάρος που έφυγε.
ΜΗΝ ΚΡΙΝΕΤΕ ΑΝ ΔΕΝ ΞΕΡΕΤΕ. ΔΕΝ ΕΧΩ ΓΡΑΨΕΙ ΤΑ ΠΟΛΥ ΧΟΝΤΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. ΤΑ ΒΑΡΙΑ, ΤΑ ΑΣΥΓΧΩΡΗΤΑ. ΕΜΕΙΝΑ ΣΤΑ ΠΙΟ ΗΠΙΑ.
“Τον παράτησαν στο γηροκομείο” έχω ακούσει κατά καιρούς. Ξέρετε τι έχει κάνει εκείνος ο άνθρωπος για να φτάσουν τα παιδιά του εκεί;
Ναι, δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδια με τη δικιά μας. Άλλες είναι χειρότερες. Άλλες δεν έχουν καμία σχέση, αλλά οπωσδήποτε δεν μπορείτε να ξέρετε».