Γέροντας Παΐσιος: “Να ξέρετε, η κατάρα των γονέων πιάνει πολύ, ακόμη

by Newsroom i-diakopes.gr
Γέροντας Παΐσιος: “Να ξέρετε, η κατάρα των γονέων πιάνει πολύ, ακόμη

Γέροντας Παΐσιος: Ο πρώτος πνευματικός που αναφέρθηκε στη συναισθηματική κακοποίηση

Ο Γέροντας Παΐσιος μέσα από έναν λόγο του κάνει αναφορά στη συναισθηματική κακοποίηση που κάνουν οι μεγάλοι στα παιδιά.

Και να μην το καταρασθή ο γονιός το παιδί, αλλά μόνο να αγανακτήση μαζί του, το παιδί δεν βλέπει άσπρη μέρα, η ζωή του είναι όλο βάσανα. Ταλαιπωρείται πολύ σ’ αυτήν την ζωή. Φυσικά, στην άλλη ζωή ξελαφρώνει, γιατί ξοφλάει εδώ μερικά.

Ήταν ένα ανδρόγυνο στα Φάρασα (4). Αυτοί είχαν ένα παιδάκι που έκλαιγε και ο πατέρας συνέχεια το έστελνε στον “έξω απ’ εδώ”. Και να, τι έγινε: Επέτρεψε ο Θεός και, όταν το έστελνε στον “έξω απ’ εδώ”, εξαφανιζόταν το παιδί από την κούνια. Η φουκαριάρα η μάνα πήγαινε μετά στον Χατζεφεντή (5). “Χατζεφεντή, νάχω την ευχή σου, το παιδί το πήραν οι δαίμονες”. Πήγαινε ο Χατζεφεντής, διάβαζε ευχές στην κούνια, επέστρεφε το παιδί. Αυτή η δουλειά γινόταν συνέχεια. Η καημένη έλεγε: “Χατζεφεντή, νάχω την ευχή σου, πού θα πάει αυτό;” “Εγώ δεν κουράζομαι να έρχωμαι, της έλεγε, εσύ κουράζεσαι να έρχεσαι να με φωνάζης; Θα κουρασθή ο διάβολος και θα σου αφήση”.

Από τότε δεν εξαφανιζόταν το παιδί. Όταν μεγάλωσε μετά, το έλεγαν “υπόδειγμα του διαβόλου”. Ανακάτευε όλο το χωριό, άνω-κάτω τους έκανε. Τι τραβούσε ο πατέρας μου (6)! Πήγαινε στον έναν και έλεγε: “Ο τάδε είπε αυτό για σένα”. Πήγαινε στον άλλο, έλεγε τα ίδια. Μετά πιάνονταν ο ένας με τον άλλον, χτυπιόνταν. Όταν το καταλάβαιναν, πήγαιναν σ’ αυτόν να τον πιάσουν, να τον λιντσάρουν.

Γέροντας Παΐσιος: “Να ξέρετε, η κατάρα των γονέων πιάνει πολύ, ακόμη

Ο Γέροντας Παΐσιος για την σημασία της μετάνοιας

Η μεγαλύτερη περιουσία για τον κόσμο είναι η ευχή των γονέων. Όπως και στην μοναχική ζωή η μεγαλύτερη ευλογία είναι να πάρης την ευχή του Γέροντά σου. Γι’ αυτό λένε: “Να πάρης την ευχή των γονέων”. Μια μάνα, θυμάμαι, είχε τέσσερα παιδιά και έκλαιγε η καημένη: “Θα πεθάνω με τον καημό, μου έλεγε, δεν παντρεύτηκε κανένα παιδί. Κάνε προσευχή”. Χήρα γυναίκα εκείνη, ορφανά αυτά, τους πόνεσα.

Κάνω προσευχή, κάνω προσευχή, τίποτε. Λέω, “κάτι συμβαίνει εδώ”. “Μας έχουν κάνει μάγια”, έλεγαν τα παιδιά. “Δεν είναι μάγια, φαίνεται αυτό, όταν είναι από μάγια. Μήπως σας καταριόταν η μάνα σας;” τα ρωτάω. “Ναι, Πάτερ, μου λένε, η μητέρα μας, όταν ήμασταν μικρά, επειδή ήμασταν πολύ ζωηρά, μας έλεγε συνέχεια από το πρωί μέχρι το βράδυ: “Κούτσουρα να μείνετε, κούτσουρα να μείνετε”.

“Πάτε να τραντάξετε την μάνα σας, τα λέω, και να της πήτε να μετανοήση, να εξομολογηθή και από ‘δω και πέρα να σας δίνει ευχές συνέχεια”. Μέσα σε ενάμισι χρόνο παντρεύτηκαν και τα τέσσερα. Εκείνη η καημένη ήταν χήρα γυναίκα, ήταν, φαίνεται, και στενόκαρδη, και εκείνα ζωηρά, την έσκαγαν, και έτσι τα καταριόταν.

Προτεινόμενα