Γιώργος Φούντας: Οι άγνωστες πληροφορίες για τον ηθοποιό
Γυναίκες είχαν ξετρελαθεί τόσο με την εμφάνιση του, αλλά και με τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του, κατάφερε να δημιουργήσει μια σπουδαία καριέρα στην υποκριτική, η οποία θα τον οδηγούσε ως το Χόλιγουντ.
Ο Γιώργος Φούντας ήταν Έλληνας ηθοποιός του κινηματογράφου, θεάτρου και της τηλεόρασης, γνωστός κυρίως για τον ρόλο του στην ταινία “Στέλλα” του Μιχάλη Κακογιάννη. Αποτέλεσε σύμβολο αρρενωπότητας.
Στον ελληνικό κινηματογράφο ο Γιώργος Φούντας μπορεί να έβγαζε έναν αγέρωχο άνθρωπο, στην προσωπική του ζωή όμως ήταν ήσυχος. Ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων. Την αρρενωπή μορφή του και την ελληνική μπέσα την άφησε παρακαταθήκη.
Ο Γιώργος Φούντας έκαψε καρδιές. Στις ταινίες υποδυόταν τον σκληρό, τον γοητευτικό και τον επιβλητικό. 56 χρόνια έμεινε παντρεμένος με τη μεγάλη του αγάπη τη Χρυσούλα Ζώκα. Έζησαν μαζί μια ήρεμη οικογενειακή ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Η υποκριτική καριέρα του Γιώργου Φούντα
Ο Γιώργος Φούντας μας χάρισε μεγάλες ερμηνείες σε μια σειρά ελληνικών ταινιών που βγήκαν από τα στενά όρια της εθνικής μας περιχαράκωσης, όπως η «Στέλλα» (1955) του Κακογιάννη, το «Ποτέ την Κυριακή» (1960) του Ντασέν, «Τα κόκκινα φανάρια» (1961) του Γεωργιάδη, τη «Μαγική Πόλη» του Κούνδουρου και το «Αμέρικα, Αμέρικα» του Καζάν (1963), όταν άρχισε να δέχεται προτάσεις-βροχή από ξένες παραγωγές.
Οι συνάδελφοί του τον παρακινούσαν να μάθει αγγλικά για να κάνει καριέρα στην Αμερική. Αλλά αυτός το μόνο που ήθελε ήταν να είναι η οικογένειά του ευτυχισμένη. Το 1967 ήρθε από το Λονδίνο η απίστευτη επαγγελματική πρόταση. Η παραγωγή του «Τζέιμς Μποντ» έψαχνε τον διάδοχο του Σον Κόνερι και ο Φούντας αρνήθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Τρελαμένος ο Φίνος, τον πείθει τελικά να μπει στο αεροπλάνο (που έτρεμε ο Φούντας) και να περάσει τα δοκιμαστικά, φτάνοντας μάλιστα στη διαδικασία της τελικής επιλογής.
Ήταν ή αυτός ή ο Τζορτζ Λάζενμπι να πάρουν τον ρόλο του υπερκατάσκοπου και ο Φούντας κάνει ό,τι μπορεί για να υπονομεύσει την υποψηφιότητά του δηλώνοντας εμφατικά πως δεν προλαβαίνει να μάθει αγγλικά για να ενσαρκώσει τον Τζέιμς Μποντ.
Δεν το μετάνιωσε ποτέ, γιατί απλά έπαιρνε τη ζωή όπως ερχόταν, σπάζοντας πλάκα με τη φιλοδοξία των συναδέλφων του. Ή κάνοντας καλαμπούρια ακόμα και στον βασιλιά! Πράγματι, το καλοκαίρι του 1967, όταν ο Φούντας υποδυόταν έναν αρχιφύλακα της Αμέσου Δράσεως στα γυρίσματα του «Πυρετού στην άσφαλτο», συνάντησε ως κινηματογραφικός αστυνομικός την αυτοκινητοπομπή του βασιλιά Κωνσταντίνου σε κάποια γέφυρα της Αθήνας, περασμένα μεσάνυχτα.
Αυτός ήταν ο Φούντας, ένας γνήσιος λαϊκός άνθρωπος
Ο βασιλιάς βγήκε από το πολυτελές αυτοκίνητο ζητώντας να μάθει για το γύρισμα και ο Φούντας τον προϋπαντεί απλώνοντας το χέρι του για χειραψία και λέγοντάς του: «Γεια σου Κώτσο! Τι κάνει η κυρά; Τι κάνουν τα κουτσούβελα;»! Σοκ ο σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος. Την ώρα που η βασιλική πομπή έφευγε με ταχύτητα, ο Δημόπουλος τον ρωτά: «-Aλήθεια, βρε Γιώργο, δεν μου είπες, είσαστε γνωστοί με τον βασιλιά; -Όχι, πρώτη φορά τον είδα από κοντά. -Και πώς τον είπες Κώτσο; -Πώς να τον πω; Εμείς στο χωριό τους Κωνσταντίνους, Κώτσους τους φωνάζουμε».
Ο Γιώργος Φούντας γεννιέται στις 3 Ιουνίου 1924 στο χωριό Μαυρολιθάρι της Φωκίδας
Μεγάλωσε με την πολυμελή του φαμίλια στο διπλανό χωριό του πατέρα του, την Καστριώτισσα Φωκίδας. Οι γονείς παίρνουν κάποια στιγμή τα πέντε παιδιά τους και μετακομίζουν στην Αθήνα. Ο μικρός Γιώργος βοηθά καθημερινά τον γαλατά πατέρα του στο μαγαζάκι που διατηρούσε στου Ψυρρή.
Όλοι ήξεραν και αγαπούσαν στη γειτονιά τον πιτσιρικά γαλατά που όργωνε με το ποδήλατό του την Αθήνα μοιράζοντας το γάλα της ημέρας ως το Κορωπί. Ταυτοχρόνως, ο μικρός Γιώργος είναι τρομερός μπαλαδόρος και θα φτάσει να παίξει ακόμα και στην ΑΕΚ.
Ολοκληρώνοντας με ζόρια το σχολείο, καθώς η δουλειά ήταν σκληρή και χρονοβόρα, ο Φούντας είχε ήδη κολλήσει το μικρόβιο της υποκριτικής. Έτσι προσπάθησε να γίνει ηθοποιός. Έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και έγινε δεκτός με τιμές, έχοντας δάσκαλο τον μεγάλο Αιμίλιο Βεάκη.
Μόλις πήρε το χαρτί του ηθοποιού το 1949 του ήρθε και η πρώτη του δουλειά. Πήρε μέρος στους θιάσους του Μουσούρη και της κυρίας Κατερίνας. Συνεργάστηκε με τις μεγαλύτερες θεατρικές εταιρίες της εποχής και άφησε το στίγμα του στο ελληνικό θέατρο. Ο κινηματογράφος στη συνέχεια τον ανέδειξε σε λαϊκό ήρωα.
Το 1944 έκανε το ντεμπούτο του στο σινεμά. Ως 20χρονος κομπάρσος στα «Χειροκροτήματα» του Τζαβέλλα, ο πρώτος του κανονικός ρόλος θα έρθει το 1951, στη «Νεκρή Πολιτεία» του Ηλιάδη (αλλά και στην «Καταδρομή στο Αιγαίο»). Με αυτή τη συμμετοχή του ανάγκασε την Ελένη Βλάχου να προβλέψει: «Θα τον ξαναδούμε αυτόν τον νεαρό!».
Και είχε δίκιο, καθώς ο Φούντας συνεχίζει απερίσπαστος την κινηματογραφική του πορεία στις ταινίες «Πικρό ψωμί» του Γρηγορίου και «Μαύρη γη» του Τατασόπουλου. Άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Η χρονιά του θα έρθει το 1954, όταν θα πρωταγωνιστήσει σε τέσσερις ταινίες του ελληνικού σινεμά. Μεταξύ αυτών και η σπουδαία «Μαγική πόλη» του Νίκου Κούνδουρου, που τον αναδεικνύει σε κορυφαίο εκπρόσωπο του ελληνικού νεορεαλισμού.
Κατά τα διάρκεια των γυρισμάτων, ο Κακογιάννης τον καλεί στο σπίτι της Μελίνας Μερκούρη για να δει τη χημεία τους. «Όταν τους είδα μαζί, ήξερα πως θα ζωντάνευε ιδανικά τον Μίλτο, το θηρίο που της έπρεπε στην κορμοστασιά, τη λεβεντιά και το μαχαίρι», είπε ο σκηνοθέτης για την εποχή που σκάρωνε τη φοβερή και τρομερή «Στέλλα».
Η Μελίνα Μερκούρη, έγραψε στην αυτοβιογραφία της ότι ήταν «εντυπωσιασμένη από το παίξιμο του συμπρωταγωνιστή» της. Που ήταν εξάλλου «καλύτερο από το δικό μου». Η κλασική «Στέλλα» θα γυριστεί την επόμενη χρονιά (1955) στέλνοντας τον Φούντα στο ελληνικό κινηματογραφικό πάνθεο.
Στον μισό αιώνα της λαμπρής κινηματογραφικής σταδιοδρομίας του ο Φούντας θα πάρει μέρος σε 50 περίπου ταινίες. Από αυτές ξεχωρίζουν τα φιλμ «Ποτέ την Κυριακή», «Τα Κόκκινα Φανάρια», «Το Κάθαρμα», «Αλέξης Ζορμπάς», «Τρούμπα ’67» και η διεθνούς βεληνεκούς «Αμέρικα Αμέρικα».
Στη δεκαετία του ’60 θα συνεχίσει την πρωταγωνιστική του πορεία σε γνωστές ταινίες της εποχής. Αυτές είναι «Πανικός στους δρόμους» του Δημόπουλου και το κατοχικό δράμα «Με τη λάμψη στα μάτια» του Πάνου Γλυκοφρύδη.
Τόσο το 1966 όσο και το 1967 θα βραβευτεί για τις ερμηνείες του στα φιλμ «Με τη λάμψη στα μάτια» και «Πυρετός στην άσφαλτο» από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η μεγάλη κινηματογραφική διαδρομή του θα ολοκληρωθεί 53 ολόκληρα χρόνια μετά το ντεμπούτο του, στην ταινία της Πεζίρη «Λεβέντες της θάλασσας».
Το πέρασμα του Γιάννη Φούντα από την τηλεόραση
Το πέρασμά του στην τηλεόραση θα γίνει σχετικά όψιμα, αν και όχι χωρίς τυμπανοκρουσίες. Ο Φούντας εμφανίζεται το 1975 στην τηλεοπτική μεταφορά του καζαντζακικού «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και δρέπει νέες δάφνες.
Συνεχίζοντας τις ποιοτικές μεταφορές λογοτεχνικών έργων, θα πάρει μέρος στην τηλεοπτική «Γαλήνη» του Βενέζη το 1976 κ.λπ. Μια από τις τελευταίες εμφανίσεις του στην τηλεόραση θα έρθει το 1993, στο «Γόβα στιλέτο».
Όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε τη Χρυσούλα Ζώκα, ο Γιώργος Φούντας είχε ήδη έναν γάμο στο ενεργητικό του με την Ελένη Επισκόπου. Από αυτόν τον γάμο είχε αποκτήσει και δύο παιδιά. Η μοιραία συνάντηση με τη Ζώκα θα λάβει χώρα τη μεγάλη χρονιά του Φούντα, το 1954, όταν τη βλέπει σε παράσταση και εξομολογείται αμέσως στον κολλητό του: «Αυτή είναι η γυναίκα της ζωής μου». Και ήταν!
Το ζευγάρι θα αποκτήσει έναν γιο και θα περάσει όλη του τη ζωή μαζί, μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος του Φούντα το 2010. Ο σκληρός προαγωγός των «Κόκκινων Φαναριών» του Γεωργιάδη ήταν πάντα περιζήτητος στο ωραίο φύλο. Αυτός παρέμεινε ωστόσο ταγμένος στην οικογενειακή ζωή και τα μάτια της συζύγου του. Απέφευγε πάντα τα φώτα της δημοσιότητας και δεν έδινε ποτέ συνεντεύξεις.
Έχοντας στις πλάτες του ρόλους σε ελληνικές παραγωγές που βρήκαν διανομή στο εξωτερικό, όπως το «Κορίτσι με τα μαύρα» και τον «Αλέξη Ζορμπά» του Κακογιάννη, το «Ποτέ την Κυριακή» του Ντασέν, τα «Κόκκινα Φανάρια» του Γεωργιάδη και το αριστούργημα του Καζάν «Αμέρικα Αμέρικα», ο Φούντας κρατούσε στα χέρια του το πολυπόθητο διαβατήριο για διεθνή καριέρα, το οποίο ωστόσο ποτέ δεν θέλησε να εξαργυρώσει.
Γιάννης Φούντας: Η πρόταση για το Χόλιγουντ
Η πρώτη μάλιστα μεγάλη πρόταση ήρθε από το Χόλιγουντ και τον ίδιο τον Μπίλι Γουάιλντερ. Την οποία αρνείται ο Φούντας προφασιζόμενος ότι δεν μπαίνει σε αεροπλάνο. Σειρά είχαν μετά οι παραγωγοί του «Πράκτορα 007» που αναζητούσαν τον αντικαταστάτη του Σον Κόνερι. Έβαλαν στο στόχαστρο τον Έλληνα ηθοποιό ο οποίος έφτασε στην τελική δυάδα με τον Τζορτζ Λάζενμπι. Κι όλα αυτά έπειτα από τις κοπιώδεις προσπάθειες του Φίνου. Ο Φούντας ισχυρίζεται αδιάφορα στην τελική οντισιόν ότι δεν προλαβαίνει να μάθει αγγλικά και αφήνει άφωνη την παραγωγή.
Στα χρόνια της Χούντας απείχε ηθελημένα από τη μεγάλη του αγάπη, τον κινηματογράφο, και επέστρεψε στη δράση μόνο στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Τότε βρήκε θέση και στην τηλεόραση. Όλα του τα χρόνια ήταν από τους πιο μετριόφρονες και σεμνούς ηθοποιούς της γενιάς του. Η ταπεινότητά του θα τον κάνει να πει εκεί στον κολοφώνα της ακμής του πως «κάνω μια δουλειά σαν όλες τις άλλες».
Ο λαϊκός ήρωας Γιώργος Φούντας πέρασε τα τελευταία του χρόνια νικημένος από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Όταν έφυγε από τον κόσμο στις 28 Νοεμβρίου 2010, στο πλάι του ήταν η γυναίκα της ζωής του και τα παιδιά του. Ο κόσμος του δηλαδή που είχε όλη του τη ζωή.