Στιγμές γεμάτες νοσταλγία για τις παλιές εποχές
Ένα συγκινητικό κείμενο από την γιαγιά Σούλα, η οποία μας περιγράφει την δική της ιστορίας από το 1969 και μας αγγίζει την καρδιά:
1969 άνοιξη..
Δίπλα από το σπιτάκι που μέναμε εγώ η μάνα μου και η αδερφή μου ηρθαν δύο νέα παιδιά και νοίκιασαν ένα διπλανο.
‘Ητανε δύο αδέρφια , ο Στέλιος και η Χρυσούλα. Γύρω στα 27 χρονών ο Στέλιος, και κοντά στα 25 η Χρυσούλα.
Δύο ησυχοι νέοι ανθρωποι πού προσπαθούσαν να τα βγάλουν πέρα με αξιοπρέπεια και δουλεύοντας ο Στέλιος στίς οικοδομές , και η Χρυσούλα στο Εργοστάσιο τού Μαραγκόπουλου στήν Πάτρα.. Η καταγωγή τους ήταν απο ενα ορεινό χωριό της Αχαίας .. Πολύ φτωχά παιδιά , μα και πολύ καλοί ανθρωποι.
Συνορεύαν οι αυλές μας με ενα φράχτη , και τούς εβλεπα πολλές φορές να κάθονται οι δυό τους στην αυλή και να τα λένε..
Ερχόταν αραιά και πού και η μάνα τους από το χωριό και τούς εβλεπε . Μία μαυροφορεμένη γυναίκα κοντά στα 60 χρόνια , πού εμοιαζε ομως σαν να είναι 90 χρονών .
Τόν αντρα της τον είχαν σκοτώσει στόν εμφύλιο γιατί ηταν στόν Δ Σ Ε και εμεινε μόνη της με τα δύο παιδιά πού τα αφησε ορφανά σε νηπιακή ηλικία, και τα μεγάλωσε μονάχη της..
‘Ηταν πολύ φοβισμένη και λιγόλογη.. φοβόταν και τον ισκιο της.
Γιαγιά Σούλα: Η ιστορία από το 1969
Εγώ πιτσιρικάς τότε γύρω στα 11-12 χρόνια τα είχα καλά και με την Χρυσούλα και με τόν Στέλιο.
Τούς εκανα θελήματα . Από το μπακάλικο τού κυρ Βασίλη που ήμουν μπακαλογατί τούς πήγαινα στο σπίτι κανά ψώνιο πού θέλανε , τσιγάρα τού Στέλιου κ.λ.π.
Μέ τρατάριζε γλυκό μελιτζανάκι η Χρυσούλα πού μου αρεσε πολύ και οταν θέλανε κάτι απο το μπακάλικο τους το πήγαινα ..ΣΦΑΙΡΑ.. τρέχοντας ( ένεκα το μελιτζανακι που ηταν όνειρο)
η Χρυσούλα ηταν δύο μέτρα γυναικάρα με μαλλί μαύρο μέχρι την μέση.. Καί ο Στέλιος ηταν και αυτός δυο μέτρα Λεβέντης.
Ειχε κάμποσο καιρό που ερχόταν ενας κακομούτσουνος σκερβελές με μια παλιά βέσπα και στηνότανε εξω απο το σπίτι τών παιδιών ή εκανε βόλτες πάνω κάτω με το χάρβαλο που είχε στην αρχή.
Μετα αρχισε να παίρνει την Χρυσούλα στο κατόπι και να τής κολλάει.
Αυτό γινότανε για 3-4 μήνες.. Κάποια στιγμή δεν τον ξανα είδαμε τον σκερβελέ να ξανάρθει.
Από τοτε πέρασε αρκετός καιρός.
Ενα απόγευμα που καθόμουν με δυό φιλαράκια συνομήλικα στην αυλή μας ειδαμε ενα σκούρο αυτοκίνητο να σταματάει εξω απο το σπιτι τους .
Κατεβήκανε 4 ατομα και πήγανε κατ ευθείαν στήν εξώπορτα , την ανοιξαν και μπήκανε μέσα. Ο Στέλιος σκάλιζε στην αυλή κατι ζαρζαβατικά που ειχε φυτέψει με το σκαλιστήρι.
Ξαφνιάστηκε.. Τί θέλετε κύριοι;; ποιοί είσαστε ;; τούς ρώτησε ο Στέλιος..
Δέν απάντησαν , και άρχισαν να τον χτυπούν με μπουνιές και οι 4 τύποι μαζί.
Ο Στέλιος ηταν 2 μέτρα και παλικάρι.. Αρχισε και αυτός να τούς ρίχνει μπουνιές με το τσουβάλι και με την πρώτη οι δυό από αυτούς πέσανε ξεροί στο τσιμέντο της αυλής.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ!!!! Είπε ενας από αυτούς πού δεν κοπάνησε ο Στέλιος..
Σταμάτησε να τούς κοπανάει , και αυτός που φωναξε τού εβαλε αμέσως χειροπέδες..
Τότε αρχισαν και οι 4 να τον βαρανε με μπουνιές , κλωτσιές , τον εριξαν κάτω και τόν κλωτσάγανε , και τον βρίζανε ολοι τους.. Εμείς κοιτάζαμε φοβισμένοι , οπως και κάποιο γείτονες που βγήκαν εξω από τις φωνές και την φασαρία..
Οι υπόλοιποι κοιτάγαν μέσα απο τίς γρίλιες.
Ποιός τολμούσε να πεί κουβέντα τότε ;;.
Ιστορίας γιαγιάς Σούλας: “Σταματήσανε να τον χτυπάνε , και τον εσουραν μέχρι το αυτοκίνητο..”
Τόν πέταξαν μεσα σαν τσουβάλι και φύγανε.
Ηρθε κάποια ωρα η Χρυσούλα απο τη δουλειά στο εργοστάσιο και τής είπαμε τα νέα μαζί με δυό γειτόνους μεγαλύτερους απο εμάς.
Εφυγε σαν τρελή μόλις εμαθε τα νέα η Χρυσούλα.
Τό σπιτι παρέμενε κλειστό για πολύ καιρο.. Δέν ξαναείδα ούτε το Στέλιο , ούτε την Χρυσούλα.
Μιά μέρα ηρθε μια μοτοσυκλέτα τρίκυκλη και φορτώσανε τα λιγοστά πράγματα που είχαν τα δύο αδέρφια δύο αγνωστοι για εμάς ανθρωποι. Δέν τούς ειχαμε ξαναδεί ..
Ρώτησα εγώ τότε αυτούς τους δύο αν ειναι καλά η Χρυσούλα και ο Στέλιος..
Δέν απάντησαν .. Πήρανε τα πράγματα και εφυγαν..
Πέρασαν τα χρόνια, αλλάξαμε γειτονιά , μεγαλώσαμε .. Τα γεγονότα της ζωής τρέχαμε συνέχεια να τα προλάβουμε.
Ομως πάντα θυμόμουν τον Στέλιο και την Χρυσούλα..
Πρίν κανά χρόνο πήγα να δώ ενα φίλο στο Νοσοκομείο που είχε την επάρατο, και είχε λίγο καιρό μπροστά του.
Είδα τον φιλαράκο μου, τα είπαμε , μαύρισε η ψυχή μου και κάποια στιγμή σηκώθηκα να φύγω..
Περνώντας εξω απο εναν θάλαμο ασθενών είδα μιά γυναίκα μεγάλης ηλικίας που ηταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μονάχη της..
Κάτι ενιωσα, κάτι με τσίμπησε οταν την είδα.
Εμεινα λίγο εξω απο το θάλαμο δίχως να με βλέπει και σκεφτόμουν τί να κάνω.. Νά πάω να της μιλήσω ;; Καί τι να της πώ;; Καλέ κυρία κάτι μου θυμίζετε , κάπου σας ξέρω..
Θυμήθηκα. !!!!!!!!!!!!!!!
Καί μπήκα μέσα.. Ηταν και ακόμα 2-3 γυναίκες στην ηλικία της εκεί στα δίπλα κρεβάτια..
Πήγα δίπλα της και της επιασα το χέρι.
-Κυρά Σούλα τί κάνεις της είπα..
Ξαφνιάστηκε και με κοιταξε με εκπληξη..
Σούλα εχουνε να με πούνε κοντά 50 χρόνια μου είπε..
Ποιός είσαι παιδάκι μου εσυ πού ξέρεις το ονομά μου , και με είπες και Σούλα ;;
Κοιταξέ με καλά της είπα .. Δέν σού θυμίζω τίποτα;;………
Μέ κοιταξε λίγο , σκεφτότανε, δεν μπόρεσε να με θυμηθει..
Είμαι ο Σπύρος της είπα τοτε εγώ.. Ο γιός τής κυρα Χριστίνας πού μέναμε δίπλα απο το σπίτι της Σαββούλας πού ειχατε και μένατε με τόν Στέλιο..
Ο μελιτζανάκιας;; Αυτός εισαι ;; Πού ερχόσουν σπιτι με τα ψώνια και μου είχες φάει ολο το βάζο με το γλυκό;;
Ναί αυτός ειμαι!!!.Σηκώθηκε και με αγκάλιασε , Γατζώθηκε απάνω μου ..
‘Ασπρισες Σπυράκο μου , μεγάλωσες μωρε πού ησουν τοσο δα διαολάκι..
Μέ ρώτησε για την μάνα μου , για κάτι παλιούς γειτόνους που οι πιό πολλοί εχουν φύγει απο τη ζωη μετα απο τοσα χρόνια.. Είπαμε κάμποσα..
Τήν ρώτησα τι κάνει ο Στέλιος και που βρίσκεται , και που ηταν τοσα χρόνια εκείνη και δεν τους ξαναείδα απο τότε..
Μέ κοίταξε με εκείνα τα μαύρα μάτια τα ωραία, και πήρε μιά ανάσα.
-Θυμάσαι παιδί μου πού τον πήρανε τον αδερφό μου απο το σπιτι εκείνη την ημέρα;;
Τό θυμαμαι πολύ καθαρά κυρα Σούλα , το ειδα με τα μάτια μου αυτο και δεν μπορεσα ποτε να το ξεχάσω..
Θυμάσαι αυτόν με τήν βέσπα που ερχόταν και εκανε βόλτες πάνω κάτω και με επαιρνε στο κατόπι;;
Τόν θυμάμαι .. Σκερβελέ τον ελεγα .. Δεν τον χώνευα με τίποτα..
Αυτόνε τον επιασε μια μέρα ο Στέλιος που ηταν με παρέα στην Δροσια ,και τον ταρακούνησε στα γερά.. Τού εδωκε και δυό σκαμπίλια δυνατα να μην με ξανα ενοχλήσει.. Αυτός παιδάκι μου ηταν ανθρωπος της κυβέρνησης ( Δικτατορία τότε) και πήγε και είπε οτι ο αδερφός μου ο Στέλιος ειναι κομμουνιστής. Τόν πιάσανε τότε και τον πήγανε στην ασφάλεια , τον σακατέψανε στο ξύλο , και τον στείλαν εξορία δίχως να φταίει σε τίποτα ο αδερφός μου.. Δεν είχε ποτέ ανακατευτεί με τα πολιτικά Το εκανε για εκδίκηση για τα σκαμπίλια , και γιατι εγω δεν τον ηθελα..
Εγω εφυγα τότε και πήγα στην μάνα μου στο χωριό, Ο Στέλιος οταν αλλάξανε τα πράγματα τον αφησαν οπως και ολους τους αλλους και ηρθε και αυτός στο χωριό..
Ηταν συνέχεια αμίλητος και σκεφτικός.
Γιά δυό μηνες που εκατσε στο χωριό κάθε μέρα πηγαινε και αναβε το καντήλι του πατέρα μας .. Μιά μέρα πήρε τα πραγματά του και εφυγε.
Μας είπε οτι θα πήγαινε στα καράβια , να μπαρκάρει..
Εφυγε και μέχρι το 77 το χειμώνα μας εγραφε και μας εστελνε και κανά λεφτουδάκι.. Μετα δεν είχαμε νέα του για πολύ καιρό..
Μιά μέρα μας ηρθε μια επιστολή απο τον Πειραιά απο εκεί που ειχανε γραφεία αυτοί που είχαν τα καράβια , και μάς είπαν οτι είναι αγνοούμενος.
Επεσε χάμω η μάνα μας απο τότε και μετα από 9 μήνες πέθανε απο τον καημό της.. Απόμεινα μοναχή μου , περάσανε τα χρόνια μου και τώρα νά μαι εδώ μπροστά σου Σπυράκο μου με τα μαλλιά μπαμπάκι..
Παιδί μου αυτός ο ανθρωπος μας κατάστρεψε, επαθε τα νεύρα του ο αδερφός μου,τον είχαν βασανίσει πολύ δίχως να φταίει σε τίποτα και απο οτι μας είπαν επεσε στον ωκεανό μονάχος του.. Τον είχαν σακατέψει στην εξορία που τον πήγαν και ηταν πάντα μελαγχολικός και καθόταν μόνος του σε μια ακρη.
Από αυτόν τον παλιάνθωπο εφυγε και η μάνα μας απο τον καημό της , και εγώ είχα την βατσίνα στο χωριό οτι ημουν η αδερφή του κουμμουνιστή.. Τόν πρωτο καιρό δεν μου μιλάγανε ούτε οι συγγενείς μου..
Περάσανε τα χρόνια μου και μένα μαύρα και άραχνα.!!
Εμεινα λίγο ακόμα με την κυρα Σούλα ( Την Χρυσούλα) και σηκώθηκα να φύγω..
Κάποια ωρα ηρθε μιά κακομούτσουνη νοσοκόμα και με υφος αρχιλοχία μου είπε οτι τελείωσε το επισκεπτήριο και επρεπε να φύγω..
Εμεινα λίγο ακόμα με την κυρα Σούλα ( Την Χρυσούλα) και σηκώθηκα να φύγω..
Επιασα το χέρι της και της το φίλησα.
.Καληνύχτα κυρα Σούλα..
Καληνύχτα μελιτζανάκια μου.. Καληνύχτα παιδί μου.. Μακάρι να γυρίζανε τα χρόνια πίσω λεβεντάκο μου..
Πήγαινα για το σπίτι και σκεφτόμουνα , και μονολογούσα στό δρόμο συνέχεια..
**Πώς είναι δυνατόν αυτός ο ανθρωπος, αυτός ο παλιάνθρωπος να κάνει τόσο μεγάλο κακό σε αυτά τα δυο αδέρφια;; Ποιός θεός θα τον δικάσει.. Τί ψυχή θα παραδώσει αυτό το κάθαρμα;
Γιατί;;