Κώστας Πάσσαρης: Ολόκληρη η ιστορία ζωής του
Το όνομα του Κώστα Πάσσαρη θεωρήθηκε συνώνυμο του στυγερού εγκλήματος. Πρόκειται για τον άνθρωπο που κατηγορήθηκε για έξι δολοφονίες, επτά απόπειρες ανθρωποκτονιών και δεκάδες ληστείες επανέρχεται στο προσκήνιο. Στις 30 Ιουλίου 2003 καταδικάστηκε στη Ρουμανία σε δις ισόβια για την δολοφονία δύο ανθρώπων κατά τη διάρκεια ληστείας. Σύμφωνα με τον ρουμανικό Νόμο, με ευεργετικό υπολογισμό της ποινής, η ποινή των ισοβίων, που του επιβλήθηκε τελειώνει πριν φύγει το 2020!
Γεννημένος στις 9 Μαρτίου του 1975, ο Κώστας Πάσσαρης ήταν ο καρπός ενός εφηβικού έρωτα, που άνθισε ανάμεσα σε έναν 17χρονο Έλληνα έφηβο και μια Ρουμάνα με το όνομα Μαρία Αυγούστα. Η τελευταία πέθανε έξι χρόνια αργότερα και ο μικρός τότε Κώστας, μεγάλωσε ουσιαστικά χωρίς επιτήρηση. Όσοι τον γνώρισαν μικρό κάνουν λόγο για ένα ατίθασο παιδί, που δεν δίσταζε να τσακωθεί ακόμη και με μεγαλύτερους. Η επαφή του με τους δρόμους είναι συχνότατη, όπως και οι συναναστροφές του με άλλα άτομα, τα οποία δεν αργούν να τον οδηγήσουν στις πρώτες μικροκλοπές. Σε ηλικία 15 ετών η Αστυνομία ανακαλύπτει στο σπίτι του διάφορα κλεμμένα και ο Κώστας Πάσσαρης περνάει για πρώτη φορά στην ζωή του, την είσοδο ενός σωφρονιστικού καταστήματος, αφού μένει έγκλειστος έξι μήνες σε αναμορφωτήριο. Μόλις απολύεται βγαίνει ξανά στους δρόμους και δεν αργεί να συλληφθεί ξανά, αυτή την φορά για επαιτεία. Εκρηκτικός χαρακτήρας που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, μισεί τα αναμορφωτήρια και όταν καλείται να υπηρετήσει την θητεία του, μισεί-εξαιρείται η εκπαίδευση στα όπλα-και τον στρατό.
Εκεί θα επιστρέψει στο αγαπημένο του σπορ τις κλοπές εντός και εκτός στρατοπέδου, με αποτέλεσμα να συλληφθεί από την στρατονομία στις αρχές του 1995, οπότε και οδηγήθηκε στις Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνας. Δεν θα αντέξει τον εγκλεισμό του και ένα χρόνο αργότερα, δραπετεύει και κηρύσσεται λιποτάκτης, κάτι όμως που δεν τον απασχολεί αφού έχει αποφασίσει να περάσει στην παρανομία. Η αρχή της ματωμένης του διαδρομής μόλις έχει ξεκινήσει…
Όταν υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία στο 29ο Σύνταγμα Πεζικού στην Κομοτηνή, ο Κώστας Πάσσαρης κατηγορήθηκε για κλοπές μέσα κι έξω από το στρατόπεδο. Στις αρχές του 1995 συνελήφθη από την Στρατονομία και κλείστηκε στις στρατιωτικές φυλακές Αυλώνα (Σ.Φ.Α) από όπου όμως κατάφερε να αποδράσει. Κηρύχθηκε λιποτάκτης και καταζητούνταν. Τότε άρχισε να προβαίνει σε ένοπλες ληστείες και διαρρήξεις. Τελικά η αστυνομία κατάφερε να τον συλλάβει στα τέλη του 1996, μετά από περιπετειώδη καταδίωξη, αφού είχε ληστέψει μία γυναίκα έξω από τον σταθμό του Ηλεκτρικού στην Καλλιθέα.
Κώστας Πάσσαρης: Η συμμαχία και οι νεκροί συνεργοί
Το 1996 με την απειλή όπλου ληστεύει μαι γυναίκα που πουλούσε φρούτα σε έναν πάγκο στην Καλλιθέα, αλλά μετά από καταδίωξη και ανταλλαγή πυροβολισμών συλλαμβάνεται. Εκτίοντας την ποινή του στις φυλακές της Κασσάνδρας, γνωρίζεται με τον Ρουμάνο κατάδικο Νικόλαε Γκορέα και γίνονται αχώριστοι. Όταν αποφυλακίζονται τον Δεκέμβριο του 1999 ενώνουν τις δυνάμεις τους με τον επίσης Ρουμάνο Ιον Βασίλι και αρχίζουν τις ένοπλες ληστείες σε ξενοδοχεία, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και ταξιδιωτικά γραφεία στο κέντρο της Αθήνας. Αυτά μέχρι τον Φεβρουάριο του 2000, όταν η τύχη των τριών κακοποιών τελειώνει μερικώς, σε μια συμπλοκή με αστυνομικούς στην πλατεία Βάθης. Από την ανταλλαγή πυρών τραυματίζονται δύο αστυνομικοί και σκοτώνεται ο Βασίλι, γεγονός που τρελαίνει τον Πάσσαρη ο οποίος τηλεφωνεί στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha και δηλώνει ότι «θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ». Τρεις ημέρες αργότερα και ενώ οι αρχές τον αναζητούν εντατικά, συλλαμβάνεται στην πλατεία Αμερικής, έχοντας πάνω του ένα πιστόλι και και μια χειροβομβίδα. Το ίδιο απόγευμα σκοτώνεται έπειτα από συμπλοκή με αστυνομικούς στην Πετρούπολη ο Νικολάε και ο Πάσσαρης είναι πλέον μόνος του. Οδηγείται στον Κορυδαλλό, αλλά δεν έχει ξεχάσει την υπόσχεσή του, να σκοτώσει τρεις αστυνομικούς.
Στις 19 Φεβρουαρίου 2000 οι τρεις ληστές εντοπίστηκαν από την αστυνομία στην Πλατεία Βάθης. Ακολούθησε ανταλλαγή πυροβολισμών με αποτέλεσμα να τραυματισθούν δύο αστυνομικοί και να σκοτωθεί ο Ίον Bασίλι. Ο Πάσσαρης και ο Γκόρεα κατάφεραν να διαφύγουν. Ο Πάσσαρης μετά τη συμπλοκή είχε τηλεφωνήσει στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha και είχε απειλήσει την αστυνομία με αντίποινα, δηλώνοντας, «θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ». Τρεις ημέρες αργότερα η Ασφάλεια Αττικής καταφέρνει και συλλαμβάνει τον Πάσσαρη στην Πλατεία Αμερικής. Πάνω του είχε ένα όπλο και μια χειροβομβίδα. Το ίδιο απόγευμα, αστυνομικοί σκοτώνουν τον Νικολάε Γκόρεα σε ένοπλη συμπλοκή στην Πετρούπολη, αφού πρώτα είχε αρνηθεί να παραδοθεί. Οι δύο φίλοι και συνεργοί του Πάσσαρη ήταν νεκροί και ο Πάσσαρης οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού.
Ο πιο καταζητούμενος εγκληματίας στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, αντιδρά όπως το λιοντάρι στο κλουβί. Παρότι δεμένος πισθάγκωνα με χειροπέδες και ευρισκόμενος ανάμεσα σε δύο θηριώδεις άνδρες της ειδικής μονάδας επιχειρήσεων της Ρουμανικής Αστυνομίας, αρνείται να δεχτεί ότι όλα έχουν τελειώσει. Όταν ο ένας από αυτούς του πιάνει το πρόσωπο για να αντικρίσει την τηλεοπτική κάμερα, ο Κώστας Πάσσαρης φτύνει με λύσσα, βρίζοντας ακατάληπτα. Το κοντάκι ενός αυτόματου όπλου κατεβαίνει με δύναμη από τα χέρια του αστυνομικού και προσγειώνεται στο πρόσωπό του, δίνοντάς του να καταλάβει ότι αυτή την φορά δεν υπάρχει έλεος στο πρόσωπό του. Ήταν Νοέμβριος του 2001 και η ματωμένη εγκληματική διαδρομή του Πάσσαρη έφτανε στο τέλος της.
Κώστας Πάσσαρης: Το μακελειό στο «Γεννηματά»
Κατά τη διάρκεια της κράτησής του ο Πάσσαρης παραπονέθηκε για κρίσεις επιληψίας και κρίθηκε τη μεταφορά του στο νοσοκομείο. Στις 7 Φεβρουαρίου 2001 το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ενέκρινε τη μεταγωγή του, σε συνεννόηση με το Τμήμα Μεταγωγών της Αστυνομίας. και το πρωί στις 16 του μήνα δύο αρχιφύλακες του Τμήματος Μεταγωγών, οι Aθανάσιος Δρακόπουλος (47 ετών) και Διονύσιος Aλεβιζόπουλος (49 ετών) και ο σωφρονιστικός υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ανδρέας Φυσέκης (33 ετών) ανέλαβαν να συνοδεύσουν τον Πάσσαρη από τις φυλακές Κορυδαλλού στο Γ. Γεννηματάς (Γενικό Νοσοκομείο Αθήνας).
Το μυστήριο που ακόμα μέχρι σήμερα δεν έχει λυθεί – ούτε ο Πάσσαρης έχει απαντήσει – είναι το πως είχε στην κατοχή του το φονικό περίστροφο. Με την είσοδό στο νοσοκομείο, και ενώ φορούσε χειροπέδες, κατάφερε με γρήγορες κινήσεις να πυροβολήσει εξ επαφής και να σκοτώσει τους δύο αστυνομικούς που τον συνόδευαν. Τραυμάτισε σοβαρά τον Φυσέκη ο οποίος επέζησε της επίθεσης και απέδρασε. «Πήγαινα μπροστά για τις πληροφορίες του νοσοκομείου. Πίσω μου ακολουθούσαν ο κρατούμενος και οι δύο αρχιφύλακες. Ξαφνικά ακούω μπαμ-μπαμ, γυρνάω· είδα τον κρατούμενο να στρέφει πάνω μου ένα όπλο φορώντας χειροπέδες. Μετά δέχτηκα τις σφαίρες και δεν θυμάμαι τίποτα άλλο», έχει πει ο Φυσέκης.
Ακολούθησε σύγχυση και πανικός στο νοσοκομείο και ο Πάσσαρης βρήκε την ευκαιρία να δραπετεύσει συνεχίζονται την εγκληματική του δράση με νέες ληστείες, αλλά και με την δολοφονία της Βουλγάρας ιερόδουλης Μπλάνκα Σλάβτσεβα, αφού πρώτα είχαν συνευρεθεί ερωτικά. Εκτιμήσεις που δόθηκαν κατά καιρούς χωρίς ποτέ ο Πάσσαρης να τις επιβεβαιώσει ή να τις διαψεύσει ήταν πως η άτυχη Σλάβτσεβα αναγνώρισε τον Πάσσαρη ως καταζητούμενο και την σκότωσε.
Τον Ιούλιο του ίδιους έτους (2001) φτάνουν πληροφορίες στην Ασφάλεια Αττικής για το κρυσφύγετο του Πάσσαρη. Πάνοπλοι αστυνομικοί κάνουν έφοδο σε διαμέρισμα στον Νέο Κόσμο, στην οδό Ιππάρχου 52-54 όπου υπάρχουν όπλα, χειροβομβίδες, ασύρματοι, λίστες με τις συχνότητες της Αστυνομίας και ναρκωτικά. Οι αστυνομικοί συνέλαβαν στο διαμέρισμα τον Δημήτρη Πολυδωρόπουλο, πρώην κρατούμενο των φυλακών. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης προέκυψαν στοιχεία ότι ο Πολυδωρόπουλος, όχι μόνο υπήρξε συγκρατούμενος του Πάσσαρη, αλλά ήταν και κατά περίσταση συγκάτοικοι σε εκείνο στο διαμέρισμα του Νέου Κόσμου.
Στήνεται γιγαντιαία επιχείρηση για τη σύλληψη του Πάσσαρη. Το ημερολόγιο δείχνει 31 Ιουλίου 2001. Δεκάδες αστυνομικοί πήραν θέση στους δρόμους γύρω από την πολυκατοικία, ενώ επτά άνδρες των ΕΚΑΜ περίμεναν τον Πάσσαρη μέσα στο διαμέρισμα. Ο Πάσσαρης γύρισε το κλειδί στην εξώπορτα και ετοιμάζονταν να εισέλθει στο διαμέρισμα. Η βιασύνη των αστυνομικών, που του φώναξαν «ακίνητος» πριν μπει μέσα, του έδωσε την ευκαιρία να αποδράσει. Αστυνομικός πυροβόλησε τον Πάσσαρη και τον τραυμάτισε στο πόδι αλλά ο καταζητούμενος βρήκε την ευκαιρία να ξεγλιστρήσει. Μετά την αποτυχία της επιχείρησης, παραιτήθηκε ο τότε αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, αντιστράτηγος Ιωάννης Γεωργακόπουλος.
Κώστας Πάσσαρης: Η δίκη στο Μικτό ορκωτό δικαστήριο
Οι μνήμες από τις δολοφονίες στο «Σωτηρία» ξύπνησαν στην δίκη που διεξήχθη στο Μικτό ορκωτό δικαστήριο της Αθήνας στα τέλη του περασμένου Γενάρη, όπου ο εισαγγελέας ζήτησε την ενοχή του για τέσσερις ανθρωποκτονίες και εφτά απόπειρες ανθρωποκτονίας. Η εισήγηση του έγινε δεκτή και ο Κώστας Πάσσαρης καταδικάστηκε τέσσερις φορές σε ισόβια χωρίς κανένα ελαφρυντικό από το δικαστήριο. Ακολούθως έγινε γνωστό ότι δεκαεπτά χρόνια μετά την καταδίκη του σε δις ισόβια από την Ρουμανική δικαιοσύνη, ο διαβόητος κακοποιός «τρέχει» τους Ρουμάνους στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο, όπου κατήγγειλε τις συνθήκες κράτησής του στις φυλακές της Κραϊόβα. Όχι μόνο δικαιώθηκε αλλά απέρριψε και τον εξωδικαστικό συμβιβασμό που πρότεινε η Ρουμανική Κυβέρνηση με ένα ποσό άνω των 13,000 ευρώ. Όλα αυτά από τον διαβόητο κακοποιό που σύμφωνα με τον πνευματικό του είναι ένας άλλος άνθρωπος, εδώ και πολλά χρόνια. Ο αρχιμανδρίτης Γερβάσιος Ραπτόπουλος που τον επισκέπτεται ανελλιπώς στην φυλακή, είναι αυτός που σε συνέντευξή του πριν πέντε χρόνια είπε ότι ο Πάσσαρης επιθυμεί μετά την αποφυλάκισή του, να ακολουθήσει τον δρόμο του Θεού. «Είναι σε μια κατάσταση καλής μετάνοιας. Διαβάζει θρησκευτικά βιβλία και όταν βγει από τις φυλακές θα γίνει μοναχός. Θα πάει κατευθείαν στο Άγιο Όρος. Εξέφρασε αυτή την σκέψη» τόνιζε τότε ο ιερωμένος μεταξύ άλλων. Κάτι που ηχεί σίγουρα παράδοξο, για έναν άνθρωπο που μεγάλωσε χαράσσοντας μια εντελώς διαφορετική διαδρομή, η οποία άφησε πίσω της πολλά ματωμένα ίχνη και τον έχρισε έναν από τους πλέον διαβόητους εγκληματίες.
Ένα χρόνο αργότερα, έγκλειστος πλέον στον Κορυδαλλό ο Κώστας Πάσσαρης οδηγείται για εξετάσεις στο Γενικό Κρατικό της Νίκαιας. Τον συνοδεύουν δύο αρχιφύλακες του Μεταγωγών και ένας εδικός φρουρός, οι οποίοι θα πληρώσουν ακριβά το μένος του Πάσσαρη και την δίψα του για εκδίκηση. Ποτέ δεν έγινε γνωστό πως ο κατάδικος είχε όπλο μαζί του. Με αυτό σκότωσε τους δύο αρχιφύλακες που τον συνόδευαν και τραυμάτισε σοβαρά τον ειδικό φρουρό που προπορευόταν, σκορπώντας τον τρόμο μέσα στο νοσοκομείο. Ακολούθησαν σκηνές αλλοφροσύνης και ο δραπέτης πλέον εξαφανίστηκε εκμεταλλευόμενος την σύγχυση και τον πανικό, συνεχίζοντας τους επόμενους μήνες την ματωμένη πορεία του. Μια πορεία που περιελάμβανε ληστείες, την δολοφονία μιας Βουλγάρας ιερόδουλης και το περίφημο φιάσκο της ΕΛ.ΑΣ. σε διαμέρισμα του Νέου Κόσμου όπου κρυβόταν ενίοτε ο Πάσσαρης μαζί με συνεργάτη του. Πάνω από εκατό αστυνομικοί ακροβολίζονται πέριξ της πολυκατοικίας ενώ επτά άνδρες των ειδικών δυνάμεων τον περιμένουν μέσα στο διαμέρισμα της οδού Ιππάρχου.
Είναι 31 Ιουλίου του 2001 και στις έντεκα το βράδυ, ο Πάσσαρης γυρίζει το κλειδί στην πόρτα. Η βιασύνη των αστυνομικών που του φωνάζουν «ακίνητος» πριν μπει μέσα, του δίνει την ευκαιρία να αποδράσει, παρά το γεγονός ότι μια σφαίρα τον τραυματίζει στο πόδι. Τον Σεπτέμβριο με πλαστό διαβατήριο, εισέρχεται στην Ρουμανία, εκεί που γράφτηκε το τέλος αιματηρής δράσης του, όταν μετά από την σύλληψη συνεργού του, η Αστυνομία έκανε επιδρομή σε διαμέρισμα στο Βουκουρέστι και τον συνέλαβε. Έκτοτε, και μετά την δίκη του για την δολοφονία δύο ατόμων εκτίει την ποινή του και όπως διατείνονται πλέον οι ελάχιστοι που τον έχουν συναντήσει, είναι πλέον-μετά από δεκαοχτώ χρόνια εγκλεισμού-ένας άλλος άνθρωπος, που όταν νοιώθει ότι αδικείται δεν διστάζει να τα βάλει ακόμη και με την κυβέρνηση της Ρουμανίας. Εξακολουθεί να αναζητάει αυτή εσωτερική γαλήνη που δεν είχε σχεδόν ποτέ στην ζωή του, την οποία όμως μάλλον θα αργήσει πολύ ακόμη να βρει…
«Κανείς δεν γεννιέται άγιος, ούτε και δολοφόνος. Θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου αγριεμένο. Μου είχαν συμβεί διάφορα πράγματα και σε δικούς μου ανθρώπους. Ωστόσο έχουν δίκιο σε αυτά που έλεγαν εκείνη την εποχή. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι σημαίνει ανθρώπινες αξίες, ενώ έβλεπα γύρω μου δικούς ανθρώπους να πεθάνουν. Ήμουν σε μία άλλη κατάσταση. Κανείς όμως δεν γεννιέται δολοφόνος, ούτε είναι το παιδικό του όνειρο να γίνει δολοφόνος», αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο Κώστας Πάσσαρης.
Όσο για τον κίνδυνο παραγραφής των εγκλημάτων που έκανε ο 44χρονος, πλέον, Κώστας Πάσσαρης, τώρα πια είναι ορατός. «Έχω δηλώσει πως θέλω να γυρίσω και να δικαστώ. Ποτέ δεν ήμουν αντίθετος να έρθω στην Ελλάδα και να δικαστώ, αλλά για διάφορους λόγους αυτό δεν έγινε. Όχι, όμως, εξαιτίας μου. Το είχα ζητήσει και είχα κάνει δύο αιτήσεις σχετικά με τη μεταφορά μου στην Ελλάδα», δηλώνει, μεταξύ άλλων, στο «Πρώτο Θέμα» που κυκλοφορεί την Κυριακή.
Κώστας Πάσσαρης: «Είμαι άλλος άνθρωπος πλέον, διαφορετικός από πριν»
«Όταν ξαναγυρίσω στην Ελλάδα, θέλω να αναλάβω τις ευθύνες μου. Να ζητήσω συγγνώμη από τους συγγενείς των θυμάτων. Δικαίωμα του κάθε κατηγορούμενου είναι να βλέπει τους κατηγόρους τους».
Αυτό είχε πει ο Κώστας Πάσσαρης σε τηλεφωνική συνέντευξή του στην εκπομπή του ΣΚΑΪ «Δικογραφίες», τον Μάρτιο του 2017.
«Έχουν αλλάξει πλέον τα πράγματα. Άλλες οι αρχές μου τώρα. Πλησίασα τον Θεό και αυτό με άλλαξε. Είναι υποχρέωσή μου να βρίσκομαι εδώ που είμαι και δεν κατηγορώ κανέναν», είχε πει επίσης ο Πάσσαρης.
Ερωτηθείς τότε γιατί δεν δίνει συχνότερα συνεντεύξεις, ο Κώστας Πάσσαρης είχε απαντήσει: «Mου φαίνεται απρεπές να μιλάω στα ΜΜΕ. Δεν είμαι κάποιο δημόσιο πρόσωπο. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κάτι τέτοιο. Πολλά πράγματα έχουν ειπωθεί διαφορετικά απ’ ό,τι πραγματικά έγινε. Κάποια στιγμή έπρεπε να ακουστώ κι εγώ».
Ο διαβόητος κακοποιός είχε αναφερθεί και στον πνευματικό του, αλλά και στον τρόπο που η θρησκεία άλλαξε τον τρόπο σκέψης του.
«Με έχει αλλάξει η επαφή μου με τον πατέρα Γερβάσιο. Είμαι ένας άλλος άνθρωπος πλέον. Διαφορετικός από πριν. Οι άνθρωποι αλλάζουν. Με έχει φέρει κοντά στον Θεό. Μου έδωσε αγάπη. Πήρα πολύ περισσότερη αγάπη. Τόση που ίσως δεν την άξιζα. Θα ήθελα, όταν μετά από χρόνια βγω από τη φυλακή, να πάω στον πατέρα Γερβάσιο. Αυτό θα ήθελα. Έχω και εγώ στόχους. Είναι περισσότερο πνευματικοί, βέβαια. Ξέρω ότι είμαι φυλακή, αλλά κάποια στιγμή θα ήθελα να πάω στο Άγιον Όρος και να γίνω μοναχός. Αλλά πρώτα πρέπει να κλείσω τους λογαριασμούς μου με την κοινωνία», είχε πει.
«Φοβάμαι μην τυχόν στεναχωρήσω τον Θεό. Αυτός είναι ο μεγαλύτερός μου φόβος πλέον. Θα ήθελα το τελευταίο μέρος της ποινής μου να το εκτίσω στην Ελλάδα. Και δεν είναι ότι εδώ οι φυλακές είναι τόσο χάλια όσο λένε. Ούτε ποτέ ήμουν σε κανένα υπόγειο, όπως έλεγαν τα ελληνικά ΜΜΕ. Απλά θα ήθελα να ξαναμπώ στο κλίμα της Ελλάδας. Να είμαι πιο κοντά με τον πατέρα Γερβάσιο. Ήμουν νεκρός και τώρα ξαναζώ. Πέρασα από την κόλαση στη ζωή», είχε προσθέσει.
Κώστας Πάσσαρης: Η ζωή στη φυλακή και η αντίστροφη μέτρηση για την έκδοση του ισοβίτη κακοποιού στην Ελλάδα
Όσο για το πώς περνάει στη φυλακή; «Δεν μου λείπει κάτι. Είμαι καλά. Δεν αισθάνομαι ότι μου λείπει κάτι. Είμαι εκεί που είμαι. Εκτίω την ποινή μου. Είναι σημαντικό αυτό. Διαβάζω, προσεύχομαι, γυμνάζομαι. Έχω ένα πολύ όμορφο πρόγραμμα. Τελειώνει η μέρα μου και υπάρχουν πράγματα που δεν έχω προλάβει να κάνω. Γράφω στίχους και ποιήματα. Βραβεύτηκα κιόλας. Δεν είναι κάτι ιδιαίτερο βέβαια».
Τέλος, ο Πάσσαρης είχε στείλει το δικό του μήνυμα στις οικογένειες των θυμάτων, εμφανώς μετανιωμένος:
«Πραγματικά λυπάμαι. Αν θα μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα είχα κάνει διαφορετικά τα πράγματα. Δεν τους άξιζε αυτό που τους συνέβη. Ούτε στα θύματα, ούτε στους συγγενείς τους. Και λυπάμαι γι’ αυτό. Η μόρφωση και η εκπαίδευση είναι σημαντική. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν από την αρχή της ζωής μου τα είχα πάει καλά. Τα πράγματα, πιθανότατα, θα ήταν διαφορετικά. Δεν μπορείς να στηρίζεις την ευτυχία σου στη δυστυχία του άλλου», τόνισε.
Την επιθυμία του να επιστρέψει άμεσα στην Ελλάδα και να εκτίσει εκεί το υπόλοιπο της ποινής του εξέφρασε ο διαβόητος κακοποιός, Κώστας Πάσσαρης, καθώς οι ρουμανικές δικαστικές αρχές φέρεται να έχουν συμφωνήσει την έκδοσή του στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του τηλεοπτικού σταθμού ΑΝΤ1, η τύχη του καταδικασμένου σε τέσσερις φορές ισόβια θα κριθεί πλέον από την ελληνική Δικαιοσύνη, η οποία έχει προθεσμία 90 ημερών, ώστε να απαντήσει σε σχέση με την επιστροφή του 45χρονου ισοβίτη.
Υπενθυμίζεται πως στις 22 Ιανουαρίου, ο Κώστας Πάσσαρης είχε καταδικαστεί από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας σε τέσσερις φορές ισόβια κάθειρξη για ισάριθμες δολοφονίες και επιπλέον 49 χρόνια κάθειρξη για επτά απόπειρες ανθρωποκτονιών και τρεις ληστείες.
Η δράση του Κώστα Πάσσαρη από νεαρή ηλικία ήταν ταυτισμένη με την παραβατικότητα και το έγκλημα αλλά σήμερα στα 45 του χρόνια μετά από έξι φόνους (4 στην Ελλάδα και 2 στην Ρουμανία), απόπειρες ανθρωποκτονίας, επιθέσεις, ληστείες και δεκάδες άλλες παραβάσεις του ποινικού κώδικα δηλώνει μετανιωμένος. Οι συγγενείς των θυμάτων δεν πρόκειται να τον συγχωρέσουν ποτέ και ζητούν από την ελληνική δικαιοσύνη αλλά και την ελληνική κυβέρνηση να πράξουν τα δέοντα ώστε να εκτίσει και την ποινή που του έχει επιβληθεί για τα εγκλήματα που έχει διαπράξει στην Ελλάδα.
Κώστας Πάσσαρης: Οι ανατριχιαστικές αποκαλύψεις στη δίκη
Στο μεταξύ στην Ελλάδα η δίκη του Πάσσαρη ολοκληρώθηκε πριν από περίπου ένα χρόνο. Κρίθηκε ένοχος για τέσσερις δολοφονίες, για επτά απόπειρες ανθρωποκτονιών μεταξύ των οποίων ο εξωτερικός φρουρός Ανδρέας Φυσέκης και μία γυναίκα σε φαρμακείο στην Κυψέλη που δέχτηκε πέντε πυροβολισμούς και έμεινε παράλυτη μόνο και μόνο επειδή η αδελφή της είχε την ατυχία να εκφράσει την έκπληξη της στην αναγνώριση του διαβόητου κακοποιού που αναζητούσαν όλοι στην Ελλάδα.
Η δίκη είχε ένταση, συγκινήσεις και φορτισμένη ατμόσφαιρα από τις καταθέσεις θυμάτων που κατάφεραν να επιζήσουν ακλλά και συγγενών των άτυχων αστυνομικών και της φαρμακοποιού στην Κυψέλη.
Στην κατάθεσή του, ο εξωτερικός φρουρός Ανδρέας Φυσέκης ο οποίος συνόδευε μαζί με τους άτυχους αστυνομικούς Δρακόπουλο και Αλεβιζόπουλο τον Κώστα Πάσσαρη στο νοσοκομείο Γεννηματά, περιέγραψε τι έγινε κατά τη μεταγωγή του.
Μάρτυρας: Φτάσαμε στο Γεννηματά και έβαλαν χειροπέδες στον Πάσσαρη.
Πρόεδρος: Μπροστά ή πίσω;
Μάρτυρας: Μπροστά.
Πρόεδρος: Έτσι έπρεπε;
Μάρτυρας: Έπρεπε πίσω.
Μάρτυρας: Δεν ήξερα ότι είναι ο Πάσσαρης. Ο Αλεβιζόπουλος τον έπιασε καλά και τον πήγε στο νοσοκομείο μαζί με τον Δρακόπουλο. Εγώ ακολουθούσα από πίσω. Όπλο είχε μόνο ο Αλεβιζόπουλος. Ανεβήκαμε στον 1ο όροφο. Εκεί που γινόταν η συνεννόηση σε ποιο γιατρό πρέπει να τον πάμε, είδα ότι ο Αλεβιζόπουλος τον είχε αφήσει από το χέρι του. Μέχρι να γυρίσω να δω, ακούω μπαμ και τον Αλεβιζόπουλο να φωνάζει “Ωχ, με έφαγε”, να πιάνει την κοιλιά του και να πέφτει κάτω. Δέχτηκα 2 πυρά στο στήθος, πριν προλάβω να δω είχε πυροβολήσει 3 φορές και είχε σκοτώσει το Δρακόπουλο. Ούτε κιχ δεν έβγαλε ο Δρακόπουλος. Ο Πάσσαρης πήδηξε τη σκάλα κι έφυγε με δεμένα τα χέρια. Δεν ξέρω πως λύθηκε μετά».
Πρόεδρος: Μάθατε μετά πού βρήκε το όπλο;
Μάρτυρας: Απ΄ότι έμαθα μετά, το όπλο το είχε μέσα στη φυλακή. Μετά έμαθα ότι βγήκε από το νοσοκομείο, πήρε ένα αυτοκίνητο και εξαφανίστηκε. Δεν ξέρω πώς έλυσε τις χειροπέδες. Δυστυχώς τις απαντήσεις που θέλω, δεν τις έχω πάρει ακόμα.
Στο δικαστήριο κατέθεσε και ο οδηγός της μεταγωγής από τον Κορυδαλλό. Ο κος Σακελλάρης, υποστήριξε ότι ο Πάσσαρης δεν ελέγχθηκε στην κλούβα, “έπρεπε να έχει ελεγχθεί πριν αναχωρήσει από τον Κορυδαλλό”, όπως είπε, προσθέτοντας ότι τότε δε γνώριζε ποιος είναι και δεν είδε κάποιον να τον πλησιάζει ή να του δίνει κάτι. Η πολιτική αγωγή προσκόμισε στο δικαστήριο έγγραφο της μεταγωγής με την ένδειξη “Προσοχή: Άκρως επικίνδυνος κρατούμενος προς απόδραση”.
Στο μεταξύ ο Πάσσαρης βγήκε στον προαύλιο χώρου του Γεννηματά και από εκεί πέρασε στο νοσοκομείο «Σωτηρία» όπου συναντήθηκε με τον κηπουρό. «Με σταμάτησε ένας νεαρός, κουνώντας τα χέρια του, στην αυλή του νοσοκομείου. Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Έβγαλε ένα πιστόλι και μου το κόλλησε στα πλευρά. Μου είπε να κατευθυνθώ προς την έξοδο του νοσοκομείου και μάλιστα να χαμογελάω, για να μην καταλάβουν οι φύλακες ότι κάτι συμβαίνει», ανέφερε ο κηπουρός του νοσοκομείου «Σωτηρία».
Στη δίκη κατέθεσε ο σύζυγος και η κόρη της αδελφής της φαρμακοποιού που πυροβολήθηκε από τον Πάσσαρη μέσα στο φαρμακείο της στην οδού Πιπίνου στην Κυψέλη τον Αύγουστο του 2001 κι ενώ καταζητούνταν από όλη την Ελληνική Αστυνομία. « Ο Πάσσαρης μπήκε μέσα στο φαρμακείο φορώντας σκούφο και είχε χαμηλωμένο το βλέμμα. Η αδερφή της γυναίκας μου τον αναγνώρισε και της φώναξε “Πρόσεχε, είναι ο Πάσσαρης”. Τότε, εκείνος, έβγαλε ένα πιστόλι και τη σκότωσε εν ψυχρώ. Στη συνέχεια πυροβόλησε και τη γυναίκα μου 5 φορές. Για πολύ καιρό δε γνωρίζαμε αν θα ζήσει . Υπέστη ανεπανόρθωτες βλάβες. Μας κατέστρεψε» είχε είπε ο μάρτυρας. Μετά το νέο φονικό στην Κυψέλη ο Πάσσαρης διαπίστωσε πως δε μπορεί να κυκλοφορεί άλλο στην Ελλάδα και λίγες ημέρες αργότερα (τον Σεπτέμβριου του 2001) έφυγε για τη Ρουμανία. Είκοσι χρόνια μετά ο διαβόητος κακοποιός που πέρασε στην ιστορία όχι μόνο για τα εγκλήματα του αλλά και για την σκληρότητα και την εκδικητικότητα του ελπίζει να του αναγνωριστεί η μεταμέλεια του όμως οι πληγές που άφησε πίσω του στην Ελλάδα ακόμα δεν έχουν κλείσει.