Μίκης Θεοδωράκης: Η ζωή στην παρανομία, τα βασανιστήρια, τα 1000 τραγούδια και η παράλυση

Μίκης Θεοδωράκης: Μια γρήγορη μάτια στην ζωή του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη

Θεωρείται και ως εθνικός ήρωας, αφού η αντίσταση του μέσα από την τέχνη του και την ζωή του έδινε το παράδειγμα και την ανάγκη για τέχνη που είχε ο λαός μέχρι και σήμερα.

Ο Μίκης ( Μιχάλης) Θεοδωράκης, γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου του 1925 και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες μουσικοσυνθέτες.

Τον γνώρισα στην Ελβετία στο σπίτι της γιαγιάς μου  (εκεί γνώρισα όλη την ελίτ) όταν ήρθε να δώσει μια συναυλία και τρώγοντας μαζί του εντυπωσιάστηκα από το πόσο φειδωλός ήταν και πόσο συναρπαστικά ήταν τα λιγοστά λόγια που βγήκαν από το στόμα του. Πρόκειται για έναν πραγματικό κύριο, με οξυδέρκεια, ευρύτητα πνεύματος και περιεχόμενο που κάθε του λέξη αποτελεί σχολείο και δίδαγμα αν έχεις την ευλογία να γνωρίσεις.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, συμπληρώνει 95 χρόνια ζωής, μίας ζωής γεμάτης συγκινήσεις, αγώνες και πάνω απ’ όλα δημιουργίες που σημάδεψαν τις σημαντικότερες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

Η πολιτική καριέρα του Μίκη Θεοδωράκη

Ο Μίκης υπήρξε πολιτικός, πρώην υπουργός, τέσσερις φορές εκλεγμένος βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου με το ΚΚΕ και την ΝΔ, ενώ τάχθηκε κατά της συμφωνίας των Πρεσπών για το Μακεδονικό.

Ήταν Τετάρτη 29 Ιουλίου όταν ο Γιώργης Θεοδωράκης και η Ασπασία Πουλάκη φέρνουν στη ζωή τον Μιχαήλ (Μίκη) Θεοδωράκη. Γεννημένος στη Χίο, αλλά με καταγωγή από Κρήτη και Μικρά Ασία, ο Μίκης Θεοδωράκης θα περάσει τα περισσότερα παιδικά του χρόνια σε διάφορες πόλεις και νησιά της Ελλάδας, όπως η Μυτιλήνη, η Πάτρα, τα Γιάννενα, το Αργοστόλι, η Σύρος, ο Πύργος και κυρίως η Τρίπολη, αφού ο πατέρας του έπαιρνε συχνά μεταθέσεις ως δημόσιος υπάλληλος.

Έναν περίπου χρόνο μετά την εισβολή των κατοχικών δυνάμεων ηλικία μόλις 17 ετών ο Μίκης Θεοδωράκης θα παρουσιάσει στον ναό της Αγίας Βαρβάρας στην Τρίπολη το πρώτο του έργο, την «Κασσιανή», ένα έργο για τετράφωνη μικτή χορωδία και ορχήστρα, βασισμένο φυσικά στον γνωστό εκκλησιαστικό ύμνο «Το τροπάριο της Κασσιανής».

Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μίκης Θεοδωράκης είχε ανακαλύψει την αγάπη του για τη μουσική κι έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις, ενώ το 1942 εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα, με το ψευδώνυμο Ντίνος Μάης. Το 1943 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα και συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές, με δάσκαλο τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Παράλληλα, αναπτύσσει αντιστασιακή δράση, μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ. Θα συλληφθεί από τους Ιταλούς και στη φυλακή θα γνωρίσει το έργο του Μαρξ.

Το 1945 θα ιδρύσει τη χορωδία της ΕΠΟΝ και θα ακούσει για πρώτη φορά όλους τους σπουδαίους συνθέτες της παγκόσμιας κλασικής μουσικής. Την ίδια χρονιά θα γνωρίσει και τον Μάνο Χατζηδάκι, αλλά και τον Βασίλη Ζάννο, για τον οποίο θα γράψει το έργο «Ελεγείο και θρήνος στον Βασίλη Ζάννο», μετά την εκτέλεση του.

Μετά τα Δεκεμβριανά ο 21χρονος Μίκης Θεοδωράκης ζει στην παρανομία, μέχρι τη σύλληψη του το 1947 και την εξορία του στην Ικαρία, όπου θα βρεθεί ξανά εξόριστος μόλις ένα χρόνο και μία αποτυχημένη απόδραση αργότερα. Λίγο καιρό αργότερα έρχεται και η «μετάθεση» του στο κολαστήριο της Μακρονήσου, όπου βασανίζεται σε σημείο παράλυσης και θανάτου, με αποτέλεσμα να απολυθεί ως ανάπηρος.

Με το τέλος του εμφυλίου αποφοιτά από το Ωδείο με δίπλωμα στην αρμονία και κερδίζει υποτροφία στο Conservatoire του Παρισιού. Εκεί θα σπουδάσει διεύθυνση ορχήστρας και θα «γνωρίσει» όλους τους μεγάλους δημιουργούς της κλασικής και σύγχρονης μουσικής.

Το 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης θα επιστρέψει στην Ελλάδα και θα αρχίσει μία από τις πιο δημιουργικές περιόδους του.

Με την φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, θα ηχογραφηθεί ο Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου, ένα έργο που αποτέλεσε την αφορμή να γεννηθεί ένα καινούριο μουσικό κίνημα που δεν δίσταζε να παντρέψει την ποίηση με το ελληνικό λαϊκό τραγούδι.

Παράλληλα, την ίδια χρονιά, ο Θεοδωράκης τελειώνει το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, άλλο ένα έργο-ορόσημο στην σύγχρονη ελληνική ποίηση. Παρ’ όλ’ αυτά δεν το κυκλοφορεί αμέσως, καθώς όπως είχε πει «το ελληνικό κοινό δεν ήταν ακόμη ώριμο να το δεχτεί.

Το καλοκαίρι αυτού του έτους συνθέτει τη μουσική για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ζορμπάς ο Έλληνας», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, με πρωταγωνιστή τον Άντονι Κουίν. Έτσι, γεννιέται το «συρτάκι» και ο Θεοδωράκης γνωρίζει παγκόσμια επιτυχία με ένα έργο που σημάδεψε την σύγχρονη ελληνική μουσική.

Ένα χρόνο αργότερα συνθέτει την Μπαλάντα του Μάουτχαουζεν, βασισμένη στο βιβλίο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, δημιουργία που σηματοδοτεί και την πρώτη δισκογραφική συνεργασία με τη Μαρία Φαραντούρη. Παράλληλα, γράφει το τραγούδι «Σωτήρη Πέτρουλα», για τον 22χρονο φοιτητή που δολοφονήθηκε σε διαδήλωση στην Αθήνα.

Παρ’ όλ’ αυτά, η Χούντα τον θέτει και πάλι στην παρανομία. Συλλαμβάνεται, εξορίζεται και βασανίζεται για ακόμη μια φορά, σε βαθμό που η ζωή του βρίσκεται ξανά σε κίνδυνο. Σπουδαίοι άνθρωποι του πολιτισμού από όλο τον κόσμο (από τον Σοστακόβιτς μέχρι και τον Λώρενς Ολιβιέ) διαμαρτύρονται και πιέζουν για την απελευθέρωσή του.

Η δικτατορία των συνταγματαρχών πέφτει και ο Μίκης Θεοδωράκης πραγματοποιεί την ιστορική συναυλία του στο Στάδιο Καραϊσκάκη, όπου με την Μαρία Φαραντούρη, παίζει όλα τα απαγορευμένα τραγούδια του, σε μία συναυλία που έμεινε στην ιστορία.

Το 1953 ο Μίκης Θεοδωράκης θα νυμφευθεί τη γιατρό Μυρτώ Αλτίνογλου (το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και τη Μαργαρίτα) και θα συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές στο Παρίσι, με δασκάλους τον Ολιβιέ Μεσιάν και τον Εζέν Μπιγκό. Συνεχίζει να συνθέτει και το 1959 του απονέμεται το βραβείο «Κόπλεϋ» για τον καλύτερο Ευρωπαίο συνθέτη της χρονιάς.

Ένα βράδυ του 1958, ενώ περιμένει τη γυναίκα του στο αυτοκίνητο, διαβάζει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου κι επί τόπου μελοποιεί τα πρώτα οκτώ ποιήματα. Το 1960 θα ηχογραφηθούν για πρώτη φορά με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Ο Μίκης Θεοδωράκης «παντρεύει» τους λαϊκούς ρυθμούς, τα λαϊκά όργανα, τους λαϊκούς τραγουδιστές και την ποίηση των κορυφαίων εκπροσώπων της γενιάς του ’30 (Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος κ.ά.). Από τα έργα του εκείνης της περιόδου ξεχωρίζουν τα: «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία Α’ και Β’», «Επιφάνεια», «Μαουτχάουζεν», «Άξιον Εστί». Επίσης, θα γράψει μουσική για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ζορμπάς» (1964) και για δύο θεατρικές παραστάσεις που σημάδεψαν τη δεκαετία του ’60, τη «Μαγική Πόλη» και τη «Η γειτονιά των Αγγέλων». Το 1963, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ.

Ο Μίκης Θεοδωράκης ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης.

Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 θα αρχίσει ένας νέος κύκλος διώξεων και εξοριών για τον συνθέτη, που θα τελειώσει το 1970 με την αμνηστία που θα του χορηγηθεί, ύστερα από διεθνή κατακραυγή και προσπάθειες προσωπικοτήτων, όπως ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Χάρι Μπελαφόντε, ο Άρθουρ Μίλερ και ο Χανς Άισλερ. Θα φύγει στο εξωτερικό και θα δώσει δεκάδες συναυλίες εναντίον των συνταγματαρχών, που θα τον κάνουν παντού γνωστό ως σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα.

Την περίοδο της Μεταπολίτευσης θα γνωρίσει ευρεία αποδοχή και η μουσική του, που θα ακουστεί πάλι ελεύθερα.  Θα γίνει σημείο αναφοράς μιας νέας περιόδου για την Ελλάδα και ταυτόχρονα θα παραμείνει σύμβολο για τους αγωνιστές πολλών χωρών ενάντια σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Πολλά από τα έργα που έγραψε κατά τη διάρκεια της επταετίας θα εκδοθούν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης («Ο ήλιος και ο χρόνος», «Τα Λαϊκά», «Τα τραγούδια του Ανδρέα», «Λιανοτράγουδα», «Κάντο Χενεράλ», «Επιφάνεια Αβέρωφ» και πολλά άλλα), ενώ σταδιακά θα αρχίσει η ηχογράφηση και η έκδοση των συμφωνικών του έργων.

Έθεσε το περίφημο δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς», εκλέχθηκε βουλευτής (2 φορές με το ΚΚΕ και δύο φορές με τη Νέα Δημοκρατία) κι έγινε υπουργός στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Παράλληλα, ξεκίνησε με τον Τούρκο μουσικό Ζουλφί Λιβανελί μία προσπάθεια προσέγγισης ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας.

Στην εξηντάχρονη καριέρα του, ο Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει πάνω από 1.000 τραγούδια, πολλά συμφωνικά έργα, καντάτες και ορατόρια, μουσική για δεκάδες θεατρικά έργα και τραγωδίες, όπερες και μουσική για τον κινηματογράφο.

Ο Μίκης παραμένει  ο σπουδαιότερος Έλληνας συνθέτης, που με την μουσική του ενέπνευσε και έδωσε δύναμη σε χιλιάδες Έλληνες και αγωνιστές. Ας είναι καλά και εύχομαι μέσα από την καρδιά μου να αγγίξει τα 110 γιατί η πατρίδα τον χρειάζεται…Είναι ζωντανός μύθος, λαϊκός ήρωας, σύμβολο του ελληνικού πολιτισμού!

Ο ανταποκριτής Τόμας Μπόρμαν σημειώνει: «Δύο νότες αρκούν για να αρχίσουν οι περισσότεροι από μας να σφυρίζουν τη διάσημη μελωδία, που θυμίζει ελληνικές ακρογιαλιές και χαρούμενους ανθρώπους να χορεύουν συρτάκι. Η μουσική του Ζορμπά, μια τεράστια επιτυχία, είναι ίσως η πιο διάσημη ελληνική μελωδία, αλλά όπως είχε πει κάποτε ο Μίκης Θεοδωράκης και “βαρίδι”. Διότι ο Έλληνας μουσουργός δεν συνέθεσε μόνο μουσική για τον κινηματογράφο, αλλά και όπερες, συμφωνίες, μουσική δωματίου και λαϊκά τραγούδια, πάντα με ένα σαφές μήνυμα.

Αναφερόμενος στη περίοδο φυλάκισής του στη Μακρόνησο ο Μίκη Θεοδωράκης, έλεγε:

“Δεν γνωρίζαμε αν θα ζούσαμε την επομένη. Η σύνθεση ήταν για μένα μια διέξοδος”. Τα 95ά γενέθλιά του ο Έλληνας συνθέτης τα γιόρτασε με μια μικρή ιδιωτική συναυλία στη ταράτσα του σπιτιού του. Ο Γερμανός τρομπετίστας Όττο Ζάουερ έπαιξε το γνωστό θέμα από την ταινία “Ζ”, μια ακόμα αθάνατη μελωδία του Μίκη Θεοδωράκη».

«Είναι δημιουργός πάνω από 1.000 τραγουδιών. Κατέχει τη τέχνη του Lied, του oρατορίου, της συμφωνίας, του μπαλέτου, της μουσικής για τον κινηματογράφο και το θέατρο. Κανείς δεν έχει πιο πλατύ ρεπερτόριο, κανείς δεν είχε τόσο μεγάλη επιρροή στην ελληνική μουσική», σημειώνει η Berliner Zeitung με τίτλο «Μίκης Θεοδωράκης: Ένας λαϊκός ήρωας» και αναφέρει στη συνέχεια: «Συνδύασε όσα δεν ταίριαζαν εκ πρώτης όψεως: ως κομμουνιστής έγραψε τροπάρια και λειτουργίες για την ορθόδοξη εκκλησία και ένωσε το ελληνικό λαϊκό τραγούδι με την ευρωπαϊκή έντεχνη μουσική.

Η μουσική του για το Canto General σε ποίηση του χιλιανού Πάμπλο Νερούντα μπορεί να χαρακτηριστεί Ύμνος των Ελλήνων. Μόλις πρόσφατα ο Μίκης Θεοδωράκης επέκρινε ότι η Ελλάδα μετατρέπεται σε μεγάλο στρατόπεδο του ΝΑΤΟ. Ίσως ο Έλληνας δημιουργός να μην συνθέτει πλέον. Η βιβλική ηλικία των 95 ετών δεν είναι λόγος για τον Μίκη Θεοδωράκη να μην παρεμβαίνει, με όρεξη και πάθος, στα πολιτικά δρώμενα».

Και για αποδείξουμε του λόγου το αληθές. Σε συνέντευξη στην μαρξιστική εφημερίδα Junge Welt ο Μίκης Θεοδωράκης απαντά στο ερώτημα πώς οι Έλληνες αποφάσισαν να εμπιστευθούν, πριν ένα χρόνο, τις τύχες της χώρας στα χέρια της οικογένειας Μητσοτάκη: «Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε ηγετικές ικανότητες τόσο στην αντιμετώπιση της κρίσης στον Έβρο όσο και στην διαχείριση της πανδημίας.

Στην Ελλάδα δεν έχουμε παμπάλαιες αριστοκρατικές οικογένειες, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην ουσία η Ελλάδα είναι ένα μεγάλο χωριό, όπου υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί. Ζούμε όλοι λίγο-πολύ την ίδια ζωή με τις γιορτές, τη μουσική και τους χορούς μας. Είμαστε ένας δημοκρατικός λαός, ο οποίος επέλεξε ελεύθερα την κυβέρνησή του. Σε ό,τι αφορά την οικογένεια Μητσοτάκη, μη ξεχνάτε ότι ήμουν υπουργός της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, διότι εκτιμούσα τον πατριωτισμό του».

Related posts

Ξεσπά ο Νίκος Μπάρκουλης: «Ρε πάτε καλά; Η δουλειά δεν είναι ντροπή. Ντροπή είναι να είσαι τεμπέλης»

Τραϊάνα… είχαμε: Η Παπαρίζου «έκοψε» την Ανανία από το The Voice κι εκείνη άρχισε το κράξιμο

Η μικρή στρογγυλή τρύπα του νυχοκόπτη έχει μια ειδική χρήση εδώ και χρόνια που λίγοι γνωρίζουν