Νικηταράς: Όσα δεν γνωρίζατε για Έλληνα οπλαρχηγό του 1821
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή αλλιώς Νικηταράς, ήταν Έλληνας οπλαρχηγός του 1821 και έμεινε στην ιστορία ως Τουρκοφάγος μετά τη μάχη στα Δολιανά. Πάμε να γνωρίσουμε την ιστορία του ήρωα της Ελληνική Επανάστασης που πέθανε μόνος και ξεχασμένος.
Γεννήθηκε το 1782 στο χωριό Μεγάλη Αναστασίτσα των Πισινών Χωριών του Μυστρά σημερινή Νέδουσα Μεσσηνίας, στους πρόποδες του Ταϋγέτου, 25 χλμ από την πόλη της Καλαμάτας, όπως μας διηγείται ο ίδιος στα απομνημονεύματά του που κατέγραψε ο Γ. Τερτσέτης.
Αναφέρει: Εγεννήθηκα εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστασίτσα αποδώθε από του Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήτον Προεστός και ο πατέρας μου έφυγε δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο και ήτον πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό και μ’ έναν κουνιάδο μου. Από ένδεκα χρόνων, μαζί με τον πατέρα μου, έσερνα άρματα. Ετουφέκισα ένα Τούρκο στο Λεοντάρι.
Ο πατέρας του Νικηταρά ήταν ένας από τους άντρες του κλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Δίπλα στους κλεφταρματολούς έμαθε να μάχεται και ξεχώρισε για τις πολεμικές του δεξιότητες.
ταν ψηλός, ευκίνητος και ορμητικός. Διακρινόταν για το θάρρος και την ανιδιοτέλεια του.
Ο Νικηταράς και ο μέντορας του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Το 1816, κατά τον ανηλεή διωγμό των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου, ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους και ο Νικηταράς ακολούθησε τον θείο του Κολοκοτρώνη στα Επτάνησα, όπου εντάχθηκε στα Ρωσικά τάγματα και μετέβη στην Ιταλία για να πολεμήσει κατά του στρατού του Ναπολέοντα. Στη συνέχεια, επέστρεψε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους, οι οποίοι στο μεταξύ τα είχαν καταλάβει με τη συνθήκη του Τίλσιτ. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Συντηρούσε δικό του σώμα ενόπλων με άνδρες που προέρχονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Στις 18 του Οκτώβρη του 1818 ο Ηλίας Χρυσοσπάθης τον μύησε στη Φιλική εταιρεία και ο Νικηταράς γύρισε όλη την Πελοπόννησο για να ξεσηκώσει τον λαό.
Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση ο Νικηταράς μαζί με τον Γέρο του Μοριά απελυθέρωσαν την Καλαμάτα και ξεκίνησαν τον αγώνα για ανεξαρτησία. Πολεμούσε πάντα στο πλευρό του θείου του γι’αυτό ο λαός έλεγε: «Μπροστά πηγαίνει ο Νικηταράς και πίσω ο Κολοκοτρώνης».
Ο Νικηταράς στη μάχη στα Δολιανά
Μετά τη νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι, ο Νικηταράς μαζί με 200 άντρες βάδιζαν προς το Ναύπλιο. Όταν έφτασαν στα Δολιανά συναντήθηκαν με μια δύναμη 6.000 Τούρκων.
Παρά την αριθμητική υπεροχή του τουρκικού στρατεύματος, ο Νικηταράς έδωσε εντολή στους άντρες του να πάρουν θέσεις μάχης. Με το σπαθί του κολλημένο στο χέρι όρμησε εναντίον των εχθρών και πολέμησε με μανία. Οι Έλληνες έδωσαν γενναία μάχη και σκότωσαν πάρα πολλούς Τούρκους, με αποτέλεσμα ο εχθρός να τραπεί σε φυγή και ο Νικηταράς να τους φωνάζει: «Σταθείτε Πέρσαι να πολεμήσωμε» Ο Νικηταράς έγινε ξακουστός στον λαό για την ανδρεία του και οι συμπολεμιστές του του έδωσαν το παρατσούκλι «Τουρκοφάγος».
Ο ύμνος στον Νικηταρά
Ο λαός ύμνησε το θάρρος του και τραγουδούσε: «Πού ‘σαι, μωρέ Νικηταρά, πού ‘χουν τα πόδια σου φτερά, μες στους κάμπους πως κοιμάσαι, και τους Τούρκους δε φοβάσαι».
Στη μάχη στα Δερβενάκια λένε ότι όρμησε με τόση δύναμη εναντίον του εχθρού που έσπασε τρία σπαθιά! Μάλιστα στο τέλος της μάχης το χέρι του ήταν κολλημένο στο σπαθί και δεν μπορούσε να το ανοίξει καθώς είχε πάθει αγκύλωση.
Το τέλος του Νικηταρά που ποτέ δεν επιδίωξε να πάρει χρήματα από τον Αγώνα
Αρνήθηκε να πάρει λάφυρα στην απελευθέρωση της Τριπολιτσάς αλλά και μετά τη μάχη στα Δερβενάκια. Μάλιστα όταν οι πολεμιστές μοίραζαν λάφυρα μετά τη νίκη και τον ρώτησαν τι θέλει, τους απάντησε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη».
Μετά την απελευθέρωση στήριξε τον Καποδίστρια, όπως και ο Κολοκοτρώνης. Όταν δολοφονήθηκε ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, φυλακίστηκε στο Παλαμίδι καθώς κατηγορήθηκε για συνωμοσία κατά του Βασιλιά Όθωνα. Στη συνέχεια φυλακίστηκε ξανά στην Αίγινα με αποτέλεσμα η υγεία του να κλονιστεί και να τυφλωθεί. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζητιάνευε στον Πειραιά, κοντά στη σημερινή εκκλησία της Ευαγγελίστριας όπου του είχαν επιτρέψει να στέκεται κάθε Παρασκευή.
Πέθανε φτωχός και ξεχασμένος στις 25 του Σεπτέμβρη 1849.