Νίκος Κούρκουλος: Mια σύντομη αναδρομή στην ζωή του ηθοποιού
Πρόκειται για μια προσωπικότητα που έχει αφήσει ιστορία στο ελληνικό θέατρο και επίσης απασχόλησε ιδιαίτερα τόσο για την προσωπικότητα του όσο και με την προσωπική του ζωή.
Ο Νίκος Κούρκουλος γεννήθηκε στην περιοχή του Ζωγράφου στις 5 Δεκεμβρίου το 1934. Ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας του Αλκίνοου Κούρκουλου, που ήταν κουρέας με καταγωγή από την Κέρκυρα.
Ως ηθοποιός, υπηρέτησε το Εθνικό Θέατρο, το οποίο και τον γαλούχησε. Υπήρξε επίσης ποδοσφαιριστής, αλλά και ένθερμος υποστηρικτής του Παναθηναϊκού.Δεν ήταν πολύ καλός στο σχολείο και οι γονείς του τον κυνήγαγαν για να μελετήσει. Αργότερα θα πει πως έμαθε να διαβάζει από την αγάπη του για το θέατρο. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στις μηχανές. Δεν του άρεσε να οδηγεί αυτοκίνητο και συχνά έκανε ταξίδια πάνω στην μοτοσυκλέτα του. Αγαπημένο του φαγητό ο μουσακάς και ότι είχε να κάνει με ζυμαρικά.
Συχνά οι θαυμάστριές του Νίκου Κούρκουλου στην προσπάθεια να τον προσεγγίσουν κατέφευγαν σε ακρότητες. Ο ίδιος θυμάται πως μια νεαρή κοπέλα είχε κρυφτεί στο καμαρίνι του και μόλις ο Κούρκουλος πήγε να αλλάξει την είδε γυμνή στον καναπέ. Εκείνος ψύχραιμος της παρήγγειλε κονιάκ για να ζεσταθεί και της ζήτησε να φύγει.
Συχνά ο ίδιος αναφερόταν στις δυσκολίες που αντιμετώπισε μεγαλώνοντας και οι οποίες χαλύβδωσαν τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του. Ο θάνατος των δύο αδελφών του, από τραγικά ατυχήματα, χαράχτηκαν μέσα του. Αλλά δεν το έβαλε κάτω.
Το 1952 ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας, Σπύρος Κούρκουλος, που είχε τελειώσει τη σχολή εμποροπλοιάρχων και ταξίδευε με ένα γκαζάδικο σαν τρίτος πλοίαρχος, χάθηκε για πάντα. Το πλοίο του χτυπήθηκε από τυφώνα ανοιχτά της Βενεζουέλας και κόπηκε στα δύο.
Την ημέρα του ναυαγίου, ο Νίκος Κούρκουλος ξύπνησε ξαφνικά και είπε στη μητέρα του: «Μάνα, μεγάλο κακό θα μας βρει». Όταν πληροφορήθηκαν τα δυσάρεστα, όλοι κατέρρευσαν….
Ο Νίκος Κούρκουλος συγκλονίστηκε από τον χαμό του αδελφού του, με τον οποίο είχαν μικρή διαφορά ηλικίας και ήταν αρκετά δεμένοι….
Ο Στέφανος Κούρκουλος είχε τελειώσει το Πολυτεχνείο και μαζί με τον αδελφό του, έχτιζαν πολυκατοικίες. Όταν έχτιζαν τη δεύτερη πολυκατοικία, ένα δυστύχημα συγκλόνισε για δεύτερη φορά την οικογένεια Κούρκουλου. Ο τρίτος γιος βρισκόταν μαζί με τους εργάτες στην οικοδομή και μετρούσε τα τούβλα, όταν ξαφνικά έπεσε από την ταράτσα και σκοτώθηκε.
Η οικογένεια υπέμεινε και αυτή την απώλεια, χωρίς το θέμα να πάρει δημοσιότητα, αν και ο Νίκος ήταν ήδη γνωστός ηθοποιός. Ο Νίκος Κούρκουλος δεν αναφερόταν ποτέ στον θάνατο των αδελφών του, αλλά όπως είναι φυσικό, δεν έμενε ανεπηρέαστος. Λέγεται ότι, η ένταση του ηθοποιού στη σκηνή της ταινίας «Ορατότης Μηδέν», που καίει τα υπάρχοντά του έξω από το σπίτι του, οφείλεται στη μνήμη του αδελφού του, καθώς η ταινία αναφέρεται σε ένα θανατηφόρο, στημένο ναυάγιο.
Ο Κούρκουλος δίνει μία από τις πιο συγκλονιστικές ερμηνείες στον ελληνικό κινηματογράφο της εποχής. Η σκηνή με το τραγούδι του Πλέσσα και τη φωνή του Διονυσίου, περνάει στην ιστορία της μεγάλης οθόνης. Ίσως γιατί για τον Κούρκουλο, η συναισθηματική φόρτιση του ήρωα δεν ήταν μόνο στο σενάριο, αλλά και στην ίδια του τη ζωή….
Πίστευε πάντα πως ο έρωτας είναι το παν στην ζωή «γιατί όταν είσαι ερωτευμένος τα ίδια πράγματα είναι διαφορετικά». Όπως πίστευε και αγαπούσε τις γυναίκες, δηλώνοντας πάντα «φεμινιστής».
Έχοντας ήδη γνωρίσει, στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 την Μελίτα Κουτσογιάννη, συνδέθηκε μαζί της και το 1966 παντρεύτηκαν με κουμπάρο τον Νότη Περγιάλη. Η ιστορία θέλει το νεαρό και ωραίο κορίτσι να επισκέπτεται στο καμαρίνι τον γοητευτικό ζεν πρεμιέ, μετά από μια παράσταση. Έναν χρόνο μετά τον γάμο τους, το 1967 γεννήθηκε ο Άλκης που ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και λίγο μετά η κόρη τους, στην οποία έδωσε το όνομα της γυναίκας του. Με τη Μελίτα, σύντροφό του στη ζωή και στο θέατρο μοιράστηκαν είκοσι χρόνια κοινής πορείας.
Το καλοκαίρι του 1986 έμελλε να του αλλάξει ρότα: Στην Επίδαυρο γνώρισε και ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα τη Μαριάννα Λάτση. Η κόρη του εφοπλιστή Γιάννη Λάτση ήταν είκοσι χρόνια νεώτερή του και είχε έναν γιο από τον γάμο της με τον Γρηγόρη Κασιδόκωστα (το δικό τους διαζύγιο βγήκε το 1987). Αργότερα ο Νίκος Κούρκουλος θα περιγράψει αυτή την μοιραία γνωριμία που τον οδήγησε αμέσως σε διαζύγιο. Ήταν μια δύσκολη στιγμή, για την οποία όμως ήταν σίγουρος. Ξεκαθάρισε την θέση του και έφυγε από το σπίτι. Στα χρόνια που ακολούθησαν έζησε με τη Μαριάννα Λάτση στην βίλα της Εκάλης. Εκεί γεννήθηκαν το 1993 η Εριέττα και το 1998 ο Φίλιππος. Η δεκαετία του΄90 ήταν εκείνη που τον οδήγησε στο τιμόνι του Εθνικού.
Ο «Κατήφορος», («η πρώτη νεορεαλιστική ελληνική ταινία που πραγματευόταν την έξαλλη ζωή των νέων στη νεοελληνική κοινωνία», σύμφωνα με το σχόλιο γνωστού κριτικού της εποχής) είχε ένα νεανικό άφθαρτο καστ -ήταν μόλις η δεύτερη ταινία του Βαγγέλη Βουλγαρίδη και η πρώτη της Ζωής Λάσκαρη.
Ο Κώστας Βουτσάς, σε πρόσφατη συνέντευξή του, είχε θυμηθεί ένα παρασκήνιο από τα γυρίσματα…
«Είχαμε πάει με την Λάσκαρη και τον Κούρκουλο επάνω, στον Καρέα, μαζί με και με έναν άλλο ηθοποιό. Υποτίθεται ότι ο Κούρκουλος -που ήθελε να εκδικηθεί την Λάσκαρη- την ξεγυμνώνει και φεύγει. Αλλά το αυτοκίνητο ήταν ανοιχτό και ο Κούρκουλος δεν οδηγούσε καλά… Χτύπησε το πόδι του στο φρένο, πήγα πίσω εγώ, το ξαναχτύπησε, έπεσα στο πλάι, σκίστηκα λίγο στο κεφάλι και με πήγανε στον «Ερυθρό».
Ο Κούρκουλος έκλαιγε, «που σου έκανα ζημιά» και αυτά, κι εγώ τον παρηγορούσα. Αλλά η ταινία πήγε πάρα πολύ καλά…».
Πράγματι, ο «Κατήφορος» άρεσε, σκανδάλισε και έκοψε 161.331 εισιτήρια στους κινηματογράφους Αθήνας και Πειραιά -αν και βγήκε στα σινεμά στις 2 Δεκεμβρίου 1961, ήταν η πρώτη, σε εισιτήρια, ταινία εκείνης της χρονιάς. Η αδεξιότητα του Κούρκουλου και το ατύχημα του Βουτσά έφεραν γούρι…
Το πάθος για δουλειά και η τελειομανία του Νίκου Κούρκουλου ήταν παροιμιώδης στο συνάφι του. Μετά τον θάνατό του, ο Νίκος Φώσκολος -ο σκηνοθέτης, με τον οποίο ο Κούρκουλος, γύρισε μερικά από τα πιο επιτυχημένα, δραματικά έργα του εμπορικού σινεμά- είχε διηγηθεί την εξής ιστορία:
«Γυρίζουμε το «Ορατότης Μηδέν». Θα θυμάστε, βέβαια, τη σκηνή που λέει «Όχι άλλο κάρβουνο», ο πρωταγωνιστής, κατά την διάρκεια της ανάκρισης από το Λιμενικό. Νομίζω πως ήταν από τις πιο δύσκολες σκηνές στην καριέρα του Νίκου Κούρκουλου, γιατί ήταν ένας τεράστιος μονόλογος, μετά την ανάκριση, που πέφτει σε μια συγκίνηση κορυφώνεται με το πώς έγινε η έκρηξη, στο καζάνι.
Πριν από το γύρισμα, επειδή είχε δυσκολίες για τον ηθοποιό η σκηνή, λοιπόν, έχω πάει στο καμαρίνι του Νίκου και τα ξαναλέμε. Ξεκινάμε γύρισμα σε ένα παλιό εργοστάσιο, ένα ξυλουργείο, κάπου στους Αγίους Αναργύρους, όπου δεν υπήρχαν τα συστήματα που δουλεύουμε στα στούντιο, τα κόκκινα φώτα, τα «προσοχή» και τα λοιπά. Από μένα, η σκηνή είναι εύκολη. Κάνω τράβελινγκ, είμαι πάνω στο πρόσωπο του Νίκου, και τον ζυγώνω κατά τη διάρκεια της σκηνής, ώσπου ακούγονται οι εκρήξεις.
Ο Νίκος, όπως πάντα, επιδιώκει να δώσει το τέλειο. Καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια και είναι απόλυτα συγκεντρωμένος. Τελειώνει η ανάκριση, ολοκληρώνεται ο διάλογος και φτάνει στον εξαιρετικά δύσκολο μονόλογό του. Ξεκινάει από χαμηλά, ανεβαίνει, ανεβαίνει, είναι σε έξαρση όλος -με μια ανάσα όλο αυτό- σε ένα μόλις πλάνο, ιδρωμένος, βουρκωμένος, με τις φλέβες στο πρόσωπό του να σφίγγονται, φτάνει στο τέλος, όταν… ένας τεχνικός γυρίζει από το μπαρ, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα! Έτριξε η πόρτα. Δεν το πήρε το μικρόφωνο και δεν το έγραψε ο φακός και δεν το άκουσα κι εγώ.
Το άκουσε, όμως, ο Νίκος που απ’ την ένταση της σκηνής, ξέσπασε σε κλάματα και έτρεξε στο «κελί» του, δηλαδή στο καμαρίνι του, που ήταν τόσο μικρό ώστε να το αποκαλώ «κελί».
Μια ώρα τουλάχιστον προσπαθούσα να τον ηρεμήσω και να το ξανακάνει. Και φυσικά το έκανε και το αποτέλεσμα το είδαμε όλοι! Σκληρός εργάτης, τελειομανής. Παθιασμένος. Σκληρός στη δουλειά και με τον εαυτό του πιο σκληρός. Ένα αληθινό παλικάρι….».
Και ο ίδιος ο Νίκος Κούρκουλος, ξεχώριζε αυτή την ταινία του -ιδιαίτερα, δε τον μονόλογό του, όπου, όπως έλεγε «έφυγα από τον εαυτό μου. Δεν ήμουν ο Νίκος- ήμουν ο ήρωας του έργου. Όπως αποδείχτηκε το να ξαναγυριστεί εκείνος ο μονόλογος, δεν ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που χρειάστηκε να κάνει για το «Ορατότης μηδέν».
Λίγοι γνωρίζουν πως είχε γυρίσει τη σκηνή της διάσωσής του με ελικόπτερο, μόνος του. Χωρίς κασκαντέρ.
«Είχαν ακροβολιστεί πέντε κάμερες με τηλεφακούς σε σκάφη, γύρω από το μέρος στο οποίο θα έπεφτα. Ο καπετάνιος του λιμενικού που με μετέφερε στον χώρο όπου θα γινόταν το γύρισμα, μου είπε πως είναι επικίνδυνο να πέσω σε εκείνο το σημείο γιατί από εκεί περνούσαν πλοία που πετούσαν φαγητά στη θάλασσα και μαζεύονταν σκυλόψαρα. Εγώ δεν ήμουν κασκαντέρ, ούτε λοκατζής για να κάνω τέτοια σκηνή.
Έπεσα λοιπόν στη θάλασσα, ήρθε το ελικόπτερο αλλά η δίνη που δημιουργούσε ο έλικας του στο νερό σου τρύπαγε το πρόσωπο. Κατάφερα να πιαστώ στο σχοινί, με ανέβασε το ελικόπτερο και έγινε το πλάνο. Γυρίσαμε τη σκηνή τρεις φορές», ανέφερε ο ηθοποιός….
Το «σκληρό αρσενικό» του ελληνικού σινεμά, επέβαλλε – με τη βοήθεια και των σεναρίων φυσικά – το πρότυπο του «παλικαριού», που μάχεται κόντρα, στο άδικο, διεφθαρμένο σύστημα.Του ήρωα- Ιππότη του Καλού, που παλεύει γι’αυτό με νύχια, δόντια και γροθιές. Πολλές φορές, μάλιστα, σε αυτές τις «ψεύτικες» σκηνές, έπεφτε αληθινό ξύλο.
«Όπως τότε που είχα φάει χαστούκι από τον Καζάκο 15 φορές, διότι δίσταζε να μου το δώσει. Με έβρισκε πότε στη μύτη, πότε στο αφτί, πότε στο πιγούνι.
Του λέω: «Κοίταξε να δεις, μου έχεις δώσει 15 χαστούκια γιατί φοβάσαι να μου δώσεις ένα. Εάν μου το είχες δώσει πριν από τρία τέταρτα, δεν θα είχα φάει 15. Πάρ’ το απόφαση, πρέπει να φάω ένα χαστούκι που πρέπει να ‘γράψει’.Ρίχ’ το λοιπόν!». Κι έτσι μου έδωσε το χαστούκι και τελείωσε το γύρισμα».
Ο «Αστραπόγιαννος» – βασισμένος στην πραγματική ιστορία του ξακουστού Γιάννου, Έλληνα αρματολού του 18ου αι. – με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, και σκηνοθέτη τον Νίκο Τζίμα έκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο του 1970.
Είχαν προηγηθεί πολύμηνα γυρίσματα στην Κωπαϊδα – στη διάρκειά τους, ο Νίκος τραυματίστηκε δυο φορές. Την πρώτη, χτύπησε σοβαρά στο χέρι καθώς κουτρουβαλούσε από μια πλαγιά και άρχισε να αιμορραγεί. Προτίμησε όμως να μην το πει τίποτα και συνέχισε κανονικά, για να μην διακόψει το «δύσκολο» πλάνο του.
Τη δεύτερη -που ήταν και η πιο σοβαρή- είχε μια άσχημη πτώση από άλογο. Σε κάποια λήψη, ο «Αστραπόγιαννος» και οι σύντροφοί του, κάλπαζαν, ανεβασμένοι πάνω στα άλογά τους και έπρεπε -υποτίθεται- να σταματήσουν σε ένα συγκεκριμένο σημείο, πολλά μέτρα πριν την κάμερα, που ήταν στημένη μπροστά από μια γέφυρα. Ο Τζίμας, -καθώς ήθελε να πάρει εντυπωσιακά πλάνα- καθυστερούσε να σταματήσει τη λήψη.
Όταν, τελικά, φώναξε «στοπ» το άλογο του Κούρκουλου δεν σταμάτησε, αλλά συνέχισε να τρέχει προς τη γέφυρα και κείνος, για να σωθεί, πήδηξε από το άλογο και προσγειώθηκε μόλις λίγα εκατοστά από την όχθη. Ευτυχώς, ήταν τυχερός -τη γλίτωσε με μερικές γρατζουνιές και λίγους μώλωπες…
Ο Νίκος Κούρκουλος είχε πει, εντελώς τυχαία, διαβάζοντας βιβλία για το θέατρο, πήρε την απόφαση να γίνει ηθοποιός.
Στην απόφασή του αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο ο Μάνος Κατράκης, τον οποίο ο Κούρκουλος εκτιμούσε απεριόριστα και τον καθοδήγησε να δώσει εξετάσεις στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, απ’ όπου αποφοίτησε το 1958. Την επόμενη χρονιά έκανε την πρώτη εμφάνισή του στο θεατρικό σανίδι το 1959, στο πλευρό της Έλλης Λαμπέτη και του Δημήτρη Χορν, στην «Κυρία με τις Καμέλιες» του Αλέξανδρου Δουμά.
Γρήγορα αναδείχθηκε σ’ έναν από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Ερμήνευσε πρωταγωνιστικούς ρόλους στο αρχαίο ελληνικό δράμα και σε μεγάλα κλασικά, αλλά και σύγχρονα έργα του αμερικάνικου και του ευρωπαϊκού θεάτρου. Πρωταγωνίστησε, ανάμεσα σε άλλα, στη Μήδεια (1959) και τον Ορέστη (1971) του Ευριπίδη, στον Οιδίποδα Τύραννο (1982) και στον Φιλοκτήτη (1991) του Σοφοκλή, στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, που ήταν και η τελευταία του θεατρική εμφάνιση.
Ως επικεφαλής θιάσων, αλλά και δικού του θεάτρου στην Αθήνα, πρωταγωνίστησε στα έργα: Η μικρή μας πόλη (1960), Οντίν (1962), Η κληρονόμος (1962), Σαμπρίνα (1963), Ιούλιος Καίσαρ (1964), Να ντύσουμε τους γυμνούς (1964), Λούλου (1965), Ίλια Ντάρλιγκ (ΗΠΑ-1967 σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν με τη Μελίνα Μερκούρη, παράσταση για την οποία κέρδισε την υποψηφιότητα για το βραβείο TONY, Πύργος (1964), Δίκη (1971), Τάγκο (1972), Όπερα της Πεντάρας (1975), Ο Γλάρος (1976), Επιστροφή (1977), Πρόσκληση στον Πύργο (1978), Μονό Ζευγάρι (1980), Ανταπόκριση (1983), Ψηλά από τη Γέφυρα (1986) και Στην Φωλιά του Κούκου (1987).
Όμως, εκτός από σπουδαίους πρωταγωνιστής του θεάτρου, ο Νίκος Κούρκουλος υπήρξε κι ένας από τους μεγαλύτερους ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου. Πρωταγωνίστησε σε περισσότερες από 30 ταινίες, μεταξύ των οποίων «Ο κατήφορος», «Κοινωνία ώρα μηδέν», «Η κυρία δήμαρχος», «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», «Αδίστακτοι», «Ορατότης μηδέν», «Ο Αστραπόγιαννος» κ.ά. Τιμήθηκε δύο φορές με το Α’ Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: το 1965 για τους «Αδίστακτους» και το 1970 για τον «Αστραπόγιαννο».
Για πολλά χρόνια υπήρξε πρόεδρος της Ένωσης των θιασαρχών του Ελληνικού Θεάτρου, (ΠΕΕΘ), ενώ από το 1994 μέχρι το θάνατό του διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Από τη θέση αυτή οραματίστηκε και δημιούργησε το Παιδικό Στέκι, την Πειραματική Σκηνή, τον Άδειο Χώρο, το Εργαστήρι Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας, τη Διεθνή Σκηνή και τη Θερινή Ακαδημία Θεάτρου, ενώ αναβάθμισε δραστικά τη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Παράλληλα, άνοιξε τις, για χρόνια κλειστές, πόρτες του Εθνικού Θεάτρου σε όλους τους ηθοποιούς, έκανε τον θίασο περιοδεύοντα στην Ελλάδα και το εξωτερικό και προχώρησε σε μετακλήσεις ξένων σκηνοθετών.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του παρουσιάστηκαν πολλά και σημαντικά έργα του παγκόσμιου δραματολογίου, καθώς και έργα πολλών Ελλήνων συγγραφέων, σε όλες τις σκηνές του Εθνικού Θεάτρου. Στις καινοτομίες του καταγράφηκε και η τεράστια επιτυχία του μιούζικαλ «Βίρα της Άγκυρες» των Β. Παπαθανασίου – Μ. Ρέππα, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, που ήταν το πρώτο μουσικό έργο στην ιστορία του Εθνικού Θεάτρου, αφιερωμένο στην ελληνική επιθεώρηση.
Τον Μάρτιο του 2006 υπέγραψε εκ μέρους της πολιτείας την οριστική σύμβαση για την ανάθεση του έργου «Αποκατάσταση και εξοπλισμός του κτιριακού συγκροτήματος του Εθνικού Θεάτρου», που αποτέλεσε ένα από τα κυριότερα οράματα της καλλιτεχνικής του θητείας. Κατά κοινή ομολογία, ήταν ένας άνθρωπος με πάθος και ειλικρίνεια που δεν δίσταζε να ομολογήσει πως όταν ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση, το Εθνικό Θέατρο «ήταν ένας σάπιος οργανισμός που είχαν μείνει μόνο τα κόκαλα».
Ήταν αρχές του 2001 όταν διαγνώστηκε ο καρκίνος. Πάλεψε έξι χρόνια με την αρρώστια, με κάποια ενδιάμεσα φωτεινά διαστήματα, όπως το καλοκαίρι του 2003 που μπόρεσε να χορέψει με την κόρη του την Μελίτα, στον γάμο της. Το ίδιο διάστημα παρέμενε στο Εθνικό Θέατρο όπου είχε ήδη ξεκινήσει η πλήρης ανακαίνιση του κτιρίου Τσίλερ, ένα έργο για το οποίο ένοιωθε ιδιαίτερη υπερηφάνεια. Στα εγκαίνια δεν ήταν παρών -είχε ήδη φύγει από την ζωή. Σήμερα η αίθουσα της Νέας Σκηνής έχει πια μετονομαστεί σε «Νίκος Κούρκουλος».
Στις 30 Ιανουαρίου του 2007. Κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο του Ζωγράφου, την γειτονιά όπου μεγάλωσε. Και η κηδεία του είχε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που ταιριάζουν στους μεγάλους σταρ: Πλήθος κόσμου, επώνυμου και ανώνυμου. Γιατί ο Κούρκουλος ήταν γεννημένος σταρ, όπως απέδειξε η πορεία του τόσο στον κινηματογράφο και το θέατρο, όσο και στην ζωή του.