«Ο πατέρας της μαμάς μου, ο ίδιος μου ο παππούς εκείνο το βράδυ μου κατέστρεψε την παιδική μου αθωότητα»

Εξομολόγηση αναγνώστη: Η συγκλονιστική κατάθεση για το δικό του τραύμα

Ακολουθεί η εξομολόγηση του Μάριου για την σεξουαλική κακοποίηση που δέχθηκε από τον παππού του:

Πρόκειται για την ιστορία του Μάριου. Μία ιστορία, η οποία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Μπορεί όσα αναφέρει ο ίδιος να αφήνουν τους περισσότερους αναγνώστες, με ανοιχτό το στόμα, όμως, πρόκειται για πραγματικά γεγονότα. Μπορεί να μη συμβαίνουν σε κάθε σπίτι, όμως, κανείς δεν γνωρίζει τι γίνεται πίσω από την πόρτα του διπλανού σπιτιού. Αναλυτικότερα, η ιστορία του Μάριου:

«Με λένε Μάριο. Είμαι 43 ετών και παντρεμένος εδώ και 3 χρόνια. Με την Ελένη γνωριστήκαμε πριν 7 χρόνια σε ένα μπαρ. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Στεκόταν απέναντι με την παρέα της και εγώ τη χάζευα για ώρα μέχρι που πήρα το θάρρος να της μιλήσω. Από εκείνο το βράδυ γίναμε αυτό που λένε “αυτοκόλλητοι”. Ο πρώτος χρόνος κύλισε σαν νερό. Βόλτες, σινεμά, θέατρο, μπαρ… και το βράδυ στο σπίτι μου να μην την αφήνω από την αγκαλιά μου. Μόνο ένα πράγμα επισκίαζε την ευτυχία μας.

Κάποιοι βραδινοί μου εφιάλτες. Την πρώτη φορά θυμάμαι ήμασταν στο Πήλιο. Είχαμε φύγει για Σαββατοκύριακο όταν το βράδυ με άκουσε να φωνάζω στον ύπνο μου και να διώχνω κάποιον με μανία. Ξέρω ότι τρόμαξε πάρα πολύ όμως προσπάθησε να μην το δείξει. Μετά από εκείνη την πρώτη φορά οι εφιάλτες έρχονταν σε ανύποπτα βράδια. Κάποιες φορές έβριζα, άλλες ικέτευα και κάποιες άλλες ξυπνούσα τρομαγμένος. Η Ελένη ειδικά στην αρχή δεν ήθελε να με φέρει σε δύσκολη θέση και γι’ αυτό δεν έκανε πολλές ερωτήσεις.

Η συνέχεια της ιστορίας από τον αναγνώστη Μάριο

Προσπαθούσε μόνο να με καθησυχάσει ότι όλα είναι καλά και να με κάνει να κοιμηθώ ήρεμος. Όμως όσο περνούσε ο καιρός και οι εφιάλτες συνεχιζόταν άρχισε να με ρωτάει. Όσο και να προσπαθούσα να ξεφύγω κάνοντας πλάκα με το θέμα ήξερα ότι κάποια στιγμή έπρεπε να της πω, να της μιλήσω. Κάποια στιγμή έπρεπε να ξαναζωντανέψω μια ιστορία που χρόνια προσπαθούσα να ξεχάσω και το έκανα με επιτυχία μπορώ να πω, αν εξαιρέσεις αυτούς τους αναθεματισμένους εφιάλτες που δεν βαρέθηκαν να με κυνηγάνε τόσα χρόνια».

«Ήμουν περίπου 8 ετών. Το πρώτο παιδί και καμάρι των γονιών μου. Ανέμελος όπως ορίζει αυτή η ηλικία και ευτυχισμένος με δυο γονείς να με αγαπούν και να μου παρέχουν όλα όσα ένα παιδί χρειάζεται. Η αδελφή μου 2 χρόνια μικρότερη και εγώ ταγμένος να την προσέχω. Ένα βράδυ οι γονείς μου είχαν βραδινή έξοδο και η θεία μου που συνήθως μας κρατούσε είχε δουλειά. Έτσι η μητέρα μου τηλεφώνησε στον παππού μου και πατέρα της να έρθει σπίτι μας να κοιμηθεί για να μας προσέχει. Ο παππούς μου δεν άργησε να φτάσει σπίτι μας.

Οι γονείς μου μας αποχαιρέτησαν, μας έδωσαν ένα γλυκό φιλί και μας είπαν να μην κουράσουμε τον παππού με παιχνίδια και σκανδαλιές. Υποσχεθήκαμε ότι θα είμαστε καλά παιδιά και έφυγαν ήσυχοι για την βόλτα τους. Ήσυχοι… γιατί δεν ήξεραν… Εμείς μετά από εξαντλητικό παιχνίδι πήγαμε επιτέλους στα κρεβάτια μας. Η αδελφή μου πήγε στο κρεβάτι των γονιών μου όπως έκανε άλλωστε κάθε βράδυ και εγώ ήμουν μόνος στο δωμάτιο μας. Είχα κοιμηθεί έχοντας στην αγκαλιά μου μια παιδική πετσέτα που δεν αποχωριζόμουν ποτέ μέχρι που κάποιος με ξύπνησε.

Εξομολόγηση αναγνώστη: “Ήταν άλλα, διαφορετικά, που δεν μου άρεσαν και γι’ αυτό άρχισα να αντιδρώ”.

Ήταν ο παππούς μου ο οποίος ήταν ξαπλωμένος δίπλα μου. Με χάιδευε γλυκά μα εγώ δεν ήθελα να ξυπνήσω. Κατάλαβα ότι κάποια στιγμή άρχισε να μου κατεβάζει το γαλάζιο πυτζαμάκι μου. «Παππού, νυστάζω» του είπα με σιγανή φωνούλα αλλά εκείνος συνέχιζε. Έβγαλε όλα μου τα ρούχα και άρχισε να αγγίζει απόκρυφα σημεία του παιδικού κορμιού μου. Τότε κατάλαβα ότι αυτά τα χάδια δεν έμοιαζαν με αυτά της μαμάς και του μπαμπά. Ήταν άλλα, διαφορετικά, που δεν μου άρεσαν και γι’ αυτό άρχισα να αντιδρώ».

«Μέχρι που η παιδική μου πετσετούλα πήγε στα χέρια του παππού και ήταν αυτή που μου έκλεισε το στόμα για να μην φωνάξω. Για να μην μαρτυρήσω τη βρωμιά του μυαλού του.Ο ίδιος μου ο παππούς, ο πατέρας της μητέρας μου ήταν αυτός που εκείνο το βράδυ έκανε κομμάτια την παιδική μου ψυχή. Ήταν αυτός που μόλυνε το κορμί μου, αυτός που μου έκανε όλα όσα δεν ήξερα όμως καταλάβαινα ότι δεν ήταν σωστά. Αυτός που με έκανε να ωριμάσω βίαια, να νιώσω ενοχές, ν’ αλλάξω.

Εκείνο το βράδυ αφού έκανε τη «δουλειά» του μου ψιθύρισε στο αυτί «Μάριε, μην πεις τίποτα στη μαμά γιατί θα πεθάνει και μετά θα πεθάνουμε όλοι». Αυτή η φράση του λοιπόν, αυτός ο αηδιαστικός ψίθυρος καρφώθηκε στο μυαλό μου «η μαμά μου θα πεθάνει και μετά θα πεθάνουμε όλοι». Την επόμενη μέρα δεν ήθελα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν τελικά σηκώθηκα ήταν να πετάξω την αγαπημένη μου πετσετούλα. Τις επόμενες ημέρες δεν είχα όρεξη να φάω ή να παίξω. Τα βράδια ξυπνούσα ιδρωμένος και φώναζα.

Η μητέρα μου θορυβήθηκε με αυτή την αλλαγή και προσπάθησε να καταλάβει τι έχω, όμως εγώ στα αυτιά μου άκουγα μόνο τον ψίθυρο του παππού και έτσι όχι μόνο δεν είπα τίποτα αλλά προσπάθησα να την καθησυχάσω. Μετά από εκείνο το βράδυ ο παππούς ήρθε αρκετές φορές σπίτι μας. Είχε πει στην μητέρα μου ότι όποτε λείπει μπορεί να μας «προσέχει». Πού να φανταζόταν η μητέρα μου ότι κάθε φορά που τον έπαιρνε τηλέφωνο να έρθει καταδίκαζε το ίδιο της το παιδί να υποστεί ξανά και ξανά μια κόλαση χωρίς τέλος».

«Αυτό συνεχίστηκε για τα επόμενα 3 χρόνια. Και κάθε φορά ο ίδιος εκβιαστικός ψίθυρος όταν έφευγε από το κρεβάτι μου. Και μετά ο ίδιος τρομακτικός εφιάλτης. Και εγώ να ξυπνάω με φωνές. Όμως στην καθημερινότητά μου προσπαθούσα να το ξεχνάω, να το αφήνω πίσω μου. Δεν ξέρω πώς μπορεί ένα παιδί σε αυτή την ηλικία να το κάνει αυτό, εγώ ωστόσο το έκανα ή τουλάχιστον προσπαθούσα. Οι εφιάλτες όμως με πρόδιδαν συχνά. Μέχρι που ο παππούς ξαφνικά πέθανε. Ανακοπή είπαν. Η είδηση του θανάτου έκανε την μητέρα μου να καταρρεύσει και εμένα να νιώσω ότι απελευθερώνομαι.

Πως τελικά έκλεισε η ιστορία του αναγνώστη

Πήγα στη κηδεία τους μόνο και μόνο για να βεβαιωθώ ότι είναι νεκρός. Δεν ένοιωσα χαρά ούτε βέβαια λύπη αλλά ένιωθα ελεύθερος. Αυτό με επηρέασε στα πάντα. Έγινα πολύ καλός μαθητής ενώ μέχρι τότε δεν ήμουν, απέκτησα περισσότερες παρέες, άρχισα να βγαίνω με συμμαθητές και άρχισα επιτέλους να γελάω. Μέσα μου είχα βέβαια ένα σαράκι που με έτρωγε σιγά σιγά όμως ποτέ δεν έβγαλα λέξη σε κανέναν. Στην εφηβεία ζήτησα από τη μητέρα μου να πάω σε ψυχολόγο. Με όλα αυτά τα σκαμπανεβάσματα στην συμπεριφορά μου δεν την παραξένεψε αυτή μου η επιθυμία.

Ωστόσο θυμάμαι τα λόγια της «πώς γίνεται να είσαι τόσο ώριμος σ’ αυτή την ηλικία. Έκανα ψυχοθεραπεία 4 χρόνια και μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι με βοήθησε και με ισορρόπησε πάρα πολύ. Στην μητέρα μου δεν έχω πει τίποτα έως και σήμερα. Και νομίζω ότι δεν θα της πω ποτέ. Η γυναίκα μου πια το ξέρει. Εγώ το έχω αφήσει οριστικά πίσω μου. Οι εφιάλτες δεν έχουν εξαφανιστεί εντελώς αλλά πού θα πάει… θα φύγουν και αυτοί».

Related posts

Έτσι είναι χωρίς ρετούς το σώμα της Αγγελικής Νικολούλη στα 60, οι φώτο που κυκλοφορούν και «κλείνουν στόματα»

Παναγιώτης Ραφαήλ: O μικρός “ήρωας”, έκλεισε τα 6, σβήνει το κεράκι και όλοι του εύχονται «χρόνια πολλά»

«Μην το πείτε στη μαμά μου…Τρώμε μία εβδομάδα ρύζι»