Ρένα Βλαχοπούλου: Οι άγνωστες πτυχές της ζωής της ηθοποιού
Η Ρένα Βλαχοπούλου γεννήθηκε το 1917 στην Κέρκυρα και σπούδασε στο Ωδείο του Δραματικού Συλλόγου της γένετειράς της, όπου έκανε και τις πρώτες της εμφανίσεις.
Από πολλούς χαρακτηρίστηκε ως ο θηλυκός «Τσάρλι Τσάπλιν της Ελλάδος» κι όχι άδικα, αφού η τόσο ξεχωριστή προσωπικότητά της, σφράγισε μοναδικά όλους τους ρόλους που ενσάρκωσε σε σκηνή και σε οθόνη.
Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και, παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου που τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Η Ρένα ήταν το πέμπτο τους παιδί. Με τον πατέρα της πήγαινε συχνά επίσκεψη στον αρχοντικό του κόντε Θεοτόκη όπου υπήρχε πιάνο αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί θα έχει την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.
Ανήλικη ακόμη, σε ηλικία δεκαέξι ετών, πρωτοδούλεψε ως επαγγελματίας σε ζαχαροπλαστείο στη Σπιανάδα. Εκεί, το καλοκαίρι του 1938 γνώρισε τον πρώτο άντρα της ζωής της, τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου, με τον οποίο παντρεύτηκε το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς, παρουσία λίγων φίλων.
Το 1939 η Ρένα Βλαχοπούλου κατέβηκε στην Αθήνα. Τα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα τα έκανε σε καφενεία και αναψυκτήρια, όπου την ανακάλυψε ο Μίμης Τραϊφόρος και την παρουσίασε ως νέο ταλέντο σ’ ένα πρόγραμμα βαριετέ που είχε ανεβάσει στο κέντρο «Όαση» του Ζαππείου. Το πρώτο τραγούδι που είπε ήταν το «Μικρή χωριατοπούλα» του Πολ Μενεστρέλ, το οποίο διασκευάστηκε αργότερα στο πασίγνωστο «Κορόιδο Μουσολίνι», από τον Γιώργο Οικονομίδη. Στην παράσταση αυτή την άκουσε ο Μακέδος και λίγο αργότερα την προώθησε στο σανίδι και συγκεκριμένα στο θέατρο «Μοντεάλ» της οδού Πανεπιστημίου, όπου έπαιξε με τις αδελφές Καλουτά και τραγούδησε ντουέτο με τη Σοφία Βέμπο.
Η ίδια είπε αργότερα για την παρθενική της εμφάνιση στο σανίδι: «Ντρεπόμουν να βγω στη σκηνή με νούμερο. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα γίνω ηθοποιός. Απλώς έτυχε να με δουν. Πίστεψαν από την αρχή ότι ήμουν καλή. Εγώ δεν το πίστευα. Ρε συ, Μίμη, τι να σου πω! Φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω, λέω στον Τραϊφόρο. Ο κόσμος χειροκροτούσε να βγω στη σκηνή. Εγώ δεν έβγαινα. Ξαφνικά με πιάνει ο Τραϊφόρος και με σπρώχνει στη σκηνή. Βγήκα, το νούμερο χάλασε κόσμο. Στη συνέχεια μου έδωσαν κι άλλα νούμερα και καθιερώθηκα ως ηθοποιός».
Το χειμώνας του 1940 η Ρένα Βλαχοπούλου έχασε και τους δύο γονείς της, κατά το βομβαρδισμό της Κέρκυρας από τους Ιταλούς. Μεσούσης της Κατοχής, το 1942, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με τον Γιάννη Κωστόπουλο, γόνο καλής οικογένειας των Αθηνών. Τότε γνώρισε και τον μεγάλο πιανίστα της τζαζ Γιάννη Σπάρτακο, με τον οποίο συνεργάστηκε στο «Πάνθεον».
Η συνεργασία αυτή έφερε και την επιτυχία «Θα σε πάρω να φύγουμε», που πρωτοτραγούδησε το καλοκαίρι του ’44, στην επιθεώρηση «Well come» των Αλέκου Σακελάριου και Δημήτρη Ευαγγελίδη, στο θέατρο «Κυβέλη».
Ρένα Βλαχοπούλου: Το διαζύγιο, η περιοδεία και η βίλα στην Κέρκυρα
Το 1946 η Ρένα Βλαχοπούλου έδωσε τέλος στο δεύτερο γάμο της κι ενώ είχε ήδη αναδειχθεί σε «βασίλισσα της τζαζ», δέχθηκε ν’ ακολουθήσει τον Σπάρτακο σε περιοδεία, στην Κύπρο, την Τουρκία, την Αίγυπτο και την Αμερική. Η πολυγλωσσία της -αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά- και η πολύ καλή προφορά της ήταν τα μεγάλα της πλεονεκτήματα.
Το καλοκαίρι του 1951 επέστρεψε στην Αθήνα, κάνοντας την πρώτη της επανεμφάνιση στο θέατρο «Σαμαρτζή», στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», πλάι στους Άννα και Μαρία Καλουτά, Νίκο Σταυρίδη, Ορέστη Μακρή και Κούλη Στολίγκα. Το χειμώνα, κατόπιν πρόσκλησης Τούρκου παραγωγού, συμμετείχε την ταινία «Ανατολίτικες νύχτες», στην οποία επανέλαβε το «Θα σε πάρω να φύγουμε» του Σπάρτακου. Η ταινία αυτή δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα.
Η Ρένα Βλαχοπούλου δεν είχε εμφανιστεί ακόμη στο θέατρο ως ηθοποιός. Το 1952 ο Βασίλης Μπουρνέλης, ένας από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες του μουσικού θεάτρου της δεκαετίας του ’50, την κάλεσε να τραγουδήσει ένα ντουέτο με την Μπελίντα στην επιθεώρηση «Βασίλισσα της νύχτας» στο θέατρο «Ακροπόλ». Ακολούθησαν οι επιθεωρήσεις «Να τι θα πει Αθήνα», «Πουλιά στον αέρα», «Κι ο μήνας έχει εννιά».
Το καλοκαίρι του 1954 πήρε για πρώτη φορά θεατρικό ρόλο, στην επιθεώρηση «Σουσουράδα», δίπλα στον Νίκο Σταυρίδη, με το νούμερο «Άλα πασά μου, κάνε μου τέτοια». Η πρόταση ήταν της Σοφίας Βέμπο. Τα κείμενα υπέγραφαν οι Μίμης Τραϊφόρος και Γιώργος Γιαννακόπουλος, τη μουσική ο Μενέλαος Θεοφανίδης και τη χορογραφία ο Γιάννης Φλερύ και η Αλίκη Βέμπο.
Το 1956 η Ρένα Βλαχοπούλου έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, παίζοντας δίπλα στον Νίκο Ρίζο και τον Στέφανο Στρατηγό, στην πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» του Γιάννη Πετροπουλάκη.
Ορόσημο για την καριέρα της υπήρξε το 1962, όταν η συμμετοχή της στην «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι, στο θέατρο «Μετροπόλιταν», έγινε αφορμή να την προσέξει ο Γιάννης Δαλιανίδης και να την κάνει πρωταγωνίστρια του μιούζικαλ «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1963). Μάλιστα ο ίδιος ο Φίνος, όταν την άκουσε να τραγουδά, φέρεται να της πρότεινε να υπογράψει ισόβιο συμβόλαιο με την εταιρεία του, με την οποία γύρισε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Ορισμένες από τις ταινίες της Ρένας Βλαχοπούλου που ξεχωρίζουν: «Κάτι να καίει» (1963), «Ένα κορίτσι για δύο» (1963), «Η χαρτοπαίχτρα» (1964), «Κορίτσια για φίλημα» (1965), «Φωνάζει ο κλέφτη»ς (1965), «Η βουλευτίνα» (1966), «Ραντεβού στον αέρα» (1966), «Βίβα Ρένα» (1967), «Η ζηλιάρα» (1968), «Η Παριζιάνα» (1969), «Η θεία μου η χίπισσα» (1970), «Μια τρελή, τρελή σαραντάρα» (1970), «Ζητείται επειγόντως γαμπρό»ς (1971), «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» (1971), «Η Ρένα είναι οφσάιντ» (1972), «Η Κόμισσα της Κέρκυρας» (1972).
Παράλληλα με την κινηματογραφική της καριέρα, συνέχισε τη σταδιοδρομία της στο θέατρο και στο τραγούδι. Το 1959 εμφανίστηκε στο Α’ Φεστιβάλ Τραγουδιού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, μ’ ένα τραγούδι του Κώστα Καπνίση και του Θάνου Σοφού, το «Είσαι η άνοιξη κι είμαι ο χειμώνας». Την επόμενη χρονιά, τραγούδησε ντουέτο με τον Γιάννη Βογιατζή το «Πρώτο χελιδόνι». Με την αυγή της δεκαετίας του ’60, είχε μοιραστεί στα τρία: τα πρωινά ηχογραφήσεις και συνεργασίες με το ΕΙΡ (τραγούδια των Χατζιδάκι, Πλέσσα, Μουζάκη, Μωράκη, Αττίκ, Σπάθη, Ιακωβίδη, Κατσαρού), το βράδυ θέατρο και μετά την παράσταση, εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα.
Το καλοκαίρι του 1966 η Ρένα Βλαχοπούλου συγκρότησε θίασο με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και το Γιάννη Βογιατζή, ενώ το καλοκαίρι του 1967 ηγήθηκε του θιάσου Βλαχοπούλου – Κωνσταντίνου – Σαπουντζάκη, που ανέβασε τη «Λουλουδιασμένη Αθήνα». Την ίδια χρονιά έκανε και τον τρίτο γάμο της, με τον επιχειρηματία Γιώργο Λαφαζάνη.
Το 1976 ξεκίνησε καριέρα και στην τηλεόραση, πρωταγωνιστώντας στην τηλεοπτική σειρά του Αλέκου Σακελάριου «Μια Αθηναία στην Αθήνα», ενώ τελευταίες εμφανίσεις της στη μικρή οθόνη ήταν οι «Μάμα Μία» και «Μάλιστα Κύριε».
Το όνειρο της Ρένας Βλαχοπούλου ήταν πάντα να φτιάξει μια μονοκατοικία στην Κέρκυρα, έτσι όπως την είχε ονειρευτεί για να ζήσει εκεί όταν θα ήταν πια μακριά από το θέατρο. Πράγματι, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ξεκίνησε να χτίζεται η βίλα που τόσο ονειρευόταν. Όταν τελείωσε, αποφάσισε πλέον τα καλοκαίρια να μην ξαναδουλέψει στο θέατρο και να ξεκουράζεται μαζί με τον αγαπημένο της σύντροφο και τους κοντινούς φίλους της.
Στην Αθήνα, η Ρένα Βλαχοπούλου τα καλοκαίρια ζούσε στη Βάρκιζα. Ένα από τα αγαπημένα χόμπι της ήταν το ψάρεμα. Παρέα με φίλους ψαράδες αρκετές φορές ξυπνούσε από τα χαράματα και τους ακολουθούσε στην ψαριά της ημέρας.
Ρένα Βλαχοπούλου: Η βράβευση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Το 1995 βραβεύτηκε με το Αναμνηστικό Μετάλλιο Δημήτρη Ψαθά για την ερμηνεία της στη «Χαρτοπαίχτρα» του Ψαθά, στο θέατρο Μπρόντγουεϊ, ενώ το 2003 τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
Τα επόμενα χρόνια της ζωής της Ρένας Βλαχοπούλου κύλησαν ήσυχα, διακριτικά, με αξιοπρέπεια και με πολύ αγάπη από τους λιγοστούς κοντινούς της ανθρώπους. Όσους είχε επιλέξει η ίδια πλέον να βλέπει, να συναναστρέφεται και να συνομιλεί. Ανάμεσα τους βέβαια κι εγώ, που δεν έπαψα ποτέ να την κανακεύω, να την πηγαίνω βόλτες με το αυτοκίνητο και να μιλάμε ατέλειωτα για το θέατρο, για τις ταινίες και όλα όσα είχε ζήσει στα χρόνια που μεσουράνησε. Ζούσε πια με τις αναμνήσεις και με την αγάπη του κόσμου που όσες φορές τη συναντούσε, της έδειχνε πόσο πολύ την εκτιμούσε και πόσο δικό του άνθρωπο τη θεωρούσε. «Μου λείπει το θέατρο ψυχή μου», έλεγε συχνά. Όμως, ήξερε καλά πότε έπρεπε να φύγει και να αφήσει μια ωραία ανάμνηση στο κοινό που στην κυριολεξία τη λάτρεψε. Δεν ήθελε να τη λυπάται κανείς. Ήταν πολύ περήφανος άνθρωπος. Εξάλλου, τα προβλήματα υγείας πλέον ήταν δύσκολα και αξεπέραστα. Είχαν αρχίσει έντονα τα κινητικά προβλήματα να διαφαίνονται και να τη δυσκολεύουν. «Εγώ που πέταγα και που είχα τα ωραιότερα πόδια, τώρα να μην μπορώ να περπατήσω. Αχ μου τα ματιάσανε, έλεγε και γελούσε». Κι όταν της μετρούσαν το ζάχαρο και ήταν ανεβασμένο, έλεγε: «Πάλι βρε παιδιά το ζάχαρο μου έγινε κομπόστα;».
Ο θάνατος της Ρένας Βλαχοπούλου
Η Ρένα Βλαχοπούλου έφυγε από τη σκηνή πραγματικά έτσι όπως της άξιζε. Μεγαλόπρεπα και αποθεωτικά!
Τα επόμενα χρόνια της ζωής της κύλησαν ήσυχα, διακριτικά, με αξιοπρέπεια και με πολύ αγάπη από τους λιγοστούς κοντινούς της ανθρώπους. Όσους είχε επιλέξει η ίδια πλέον να βλέπει, να συναναστρέφεται και να συνομιλεί. Ανάμεσα τους βέβαια κι εγώ, που δεν έπαψα ποτέ να την κανακεύω, να την πηγαίνω βόλτες με το αυτοκίνητο και να μιλάμε ατέλειωτα για το θέατρο, για τις ταινίες και όλα όσα είχε ζήσει στα χρόνια που μεσουράνησε. Ζούσε πια με τις αναμνήσεις και με την αγάπη του κόσμου που όσες φορές τη συναντούσε, της έδειχνε πόσο πολύ την εκτιμούσε και πόσο δικό του άνθρωπο τη θεωρούσε. «Μου λείπει το θέατρο ψυχή μου», μου έλεγε συχνά. Όμως, ήξερε καλά πότε έπρεπε να φύγει και να αφήσει μια ωραία ανάμνηση στο κοινό που στην κυριολεξία τη λάτρεψε. Δεν ήθελε να τη λυπάται κανείς. Ήταν πολύ περήφανος άνθρωπος. Εξάλλου, τα προβλήματα υγείας πλέον ήταν δύσκολα και αξεπέραστα. Είχαν αρχίσει έντονα τα κινητικά προβλήματα να διαφαίνονται και να τη δυσκολεύουν. «Εγώ που πέταγα και που είχα τα ωραιότερα πόδια, τώρα να μην μπορώ να περπατήσω. Αχ μου τα ματιάσανε, έλεγε και γελούσε». Κι όταν της μετρούσαν το ζάχαρο και ήταν ανεβασμένο, έλεγε: «Πάλι βρε παιδιά το ζάχαρο μου έγινε κομπόστα;».
Το σάκχαρο της είχε δημιουργήσει σοβαρές καταστροφές που δεν υπήρξε ελπίδα επιστροφής. Οι λιγοστοί άνθρωποι πού η ίδια είχε επιλέξει να τη βλέπουν –ανάμεσά τους κι εγώ- ζούσαν από κοντά το δράμα αυτής της απίστευτα δυναμικής γυναίκας να οδηγείται σιγά-σιγά προς το τέλος. Ένα τέλος που σίγουρα δεν της ταίριαζε καθόλου. Ένα τέλος δραματικό, σε μια γυναίκα που σκόρπισε απλόχερα το γέλιο, τη χαρά, την αισιοδοξία.
Πέθανε στις 29 Ιουλίου του 2004. Είχε μπει στο Ιατρικό Κέντρο στις 16 Ιουλίου για να χειρουργηθεί, έχοντας υποστεί διάτρηση στομάχου. Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου την ανακοπή καρδιάς.