Ζωή στο χωριό: Η ιστορία της Ελένης και του Παναγιώτη
Δεν είναι λίγοι αυτοί που ζουν στις μεγάλες πόλεις και έχουν κουραστεί από τους γρήγορους ρυθμούς της καθημερινότητας. Ειδικά από τη πανδημία και μετά πολλοί συμπολίτες μας επέστρεψαν στην επαρχία για μια ήρεμη ζωή. Όπως έκαναν και η Ελένη με τον Παναγιώτη ειδικά για το παιδί τους και για να μεγαλώσει ξέγνοιαστα.
Πιο συγκεκριμένα, το ζευγάρι άφησε πίσω τη ζωή του στην πρωτεύουσα για μία πιο ποιοτική καθημερινότητα στην ορεινή Αρκαδία, όπως ανέφερε στην Βάλυ Βαϊμάλη για το travel.gr.
«Ζούσαμε και δουλεύαμε στην Αθήνα. Η ιδέα να έρθουμε στην Καρύταινα για να μείνουμε είχε πέσει στο τραπέζι μετά το 2000. Ο Τάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ και στα 25 του ήρθε στην Αθήνα. Εγώ έχω αναμνήσεις από το χωριό, γιατί εδώ ήταν το σπίτι των παππούδων μου. Θυμάμαι πως πάντα μου άρεσε η ελευθερία που ένιωθα στο χωριό. Συναντιόμασταν με ξαδέρφια, παίζαμε κρυφτό μεγάλοι και μικροί στην πίσω γειτονιά», λέει η Ελένη.
Η απόφαση να αλλάξουν τη ζωή τους και να ζήσουν στο χωριό
Η Ελένη είναι παιδαγωγός. Πλέον ταξιδεύει σε διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου, συνεργάζεται με μουσεία, οργανώνει θεματικές γιορτές για παιδιά, μαζί με τον Παναγιώτη που έχει αναλάβει τα ηχητικά και τον φωτισμό. Μικρές, κανονικές παραγωγές.
«Στην Αθήνα δούλευα σε νηπιαγωγείο και παράλληλα έκανα σεμινάρια παιδαγωγικής μουσείου και θεατρικού παιχνιδιού -έχω εξειδικευτεί σε αυτό. Ήμουν για ένα διάστημα και εξωτερικός συνεργάτης στο Παιδικό Μουσείο της Αθήνας. Εκεί κάναμε κάτι πρωτοποριακό για την εποχή: παιδικές γιορτές μέσα στα εκθέματα», λέει.
«Δούλευα από 18 χρονών. Έβλεπα τις μαμάδες να τρέχουν για να προλάβουν να είναι καλές σε όλους τους ρόλους τους. Ήθελα όταν κάνω κι εγώ παιδί να έχω μαζί του χρόνο ποιοτικό και ουσιαστικό. Όταν γεννήθηκε ο γιος μας, ο Διονύσης, μάς έδειξε καθαρά τον δρόμο. Είχαμε την ιδέα να έρθουμε εδώ μόνιμα, «μπαλαντζάραμε», ένα βήμα προς, τρία πίσω. Εγώ δεν ένιωθα έτοιμη. Με πίεζε στη σκέψη ότι θα ήμουν σε ένα μέρος όπου μπορεί να ελεγχόμουν από την τοπική κοινωνία. Αυτό το δούλεψα με τον εαυτό μου, έκανα drama therapy 3 χρόνια. Με βοήθησε πάρα πολύ, μου ξεκαθάρισε τη σκέψη, τις επιλογές και τις προτεραιότητες. Κι έτσι, όταν ήρθαμε ήμουν πλέον έτοιμη».
Ζωή στο χωριό: Οι δημιουργικές απασχολήσεις
«Εδώ στην Καρύταινα κάνω δυο πράγματα. Το ένα είναι το «Τρένο της χαράς». Το τρένο συμβολίζει τη φυγή μας από την πόλη. Προσθέσαμε τη λέξη χαρά γιατί αυτό θέλουμε να δίνουμε στους ανθρώπους».
«Κάθε μήνα προσπαθούμε να δημιουργούμε μια εκδήλωση, μια δράση με κάθε αφορμή. Για να ευχαριστιούνται οι Καρυτινοί και να φέρνουμε κόσμο από την Αθήνα στο χωριό», παρατηρεί.
«Ένα παράδειγμα είναι η αναβίωση που κάναμε με αφορμή την πρώτη μάχη του αγώνα που έγινε κοντά στην Καρύταινα, στις 27 Μαρτίου του 1821. Την παρακολούθησαν 900 άτομα -ντόπιοι και επισκέπτες. Τότε συνεργαστήκαμε με συλλόγους αναβιωτών στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα, που συλλέγουν παραδοσιακές φορεσιές και όπλα. Μετά φτιάξαμε ένα ντοκιμαντέρ ως παρακαταθήκη για τον τόπο μας», λέει η Ελένη.
«Στο χωριό έχουμε κάνει και γιορτές γεύσης. Στήσαμε στην πλατεία σκηνικά με κουζίνα, καφενεδάκι. Tα παιδιά μαγείρευαν επιτόπου, είχαμε και μια ορχήστρα με άλλα παιδιά 9-11 ετών που μας παίξανε ρεμπέτικα. Εγώ έπαιξα με τα παιδιά παραδοσιακά παιχνίδια που έχουν σχέση με τη διατροφή. Ήταν από τις πιο ωραίες μας γιορτές. Φέτος, μαζί με την Λίλλυ Τριαντάρη κάναμε αφηγήσεις παραμυθιών με φόντο το κάστρο, σε μια αυλή του πρώην δημαρχείου. Με την πειραματική σχολή Καλαμάτας οργανώσαμε το καλοκαίρι κατασκευή θεατρικής κούκλας και εμψύχωσή της. Αυτό έγινε σε συνεργασία με την Λέτα Πετρουλάκη, μια γυναίκα πολύ δραστήρια που οργανώνει και το φεστιβάλ κουκλοθέατρου της Καλαμάτας κάθε χρόνο. Τα παιδιά εντυπωσιάστηκαν μαζί της», συμπληρώνει.
«Η ιδέα ξεκίνησε όταν κατάλαβα ότι για να βάλουμε τις φωτογραφίες του γάμου μας σε ένα δερματόδετο άλμπουμ, έπρεπε να δώσω 3-4 μισθούς στον βιβλιοδέτη. Και τότε σκέφτηκα ότι αυτό μπορώ να το κάνω μόνος μου. Έτσι πειραματίστηκα. και μετά άρχισα να φτιάχνω δικά μου. Είναι όλα στο χέρι, με φυσική κατεργασία. Για το εσωτερικό χρησιμοποιώ πάπυρο και λεπτά διάφανα φύλλα, τις λεγόμενες «αράχνες», όπως τα έκαναν παλιά.