Βασίλης Αυλωνίτης: Η άγνωστη ιστορία με τη δολοφονία που δεν ξεπέρασε ποτέ – Δεν θα ζούσε αν δεν ήταν εκείνος

Βασίλης Αυλωνίτης: Από τους σπουδαιότερους Έλληνες ηθοποιούς

Βασίλης Αυλωνίτης: Ενστικτώδης, πηγαίος και πληθωρικός. Ήταν από τους ηθοποιούς που στήριξε την επιθεώρηση και τον κινηματογράφο.

Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια όταν αυτός ήταν σε πολύ μικρή ηλικία. Ο Βασίλης Αυλωνίτης πριν τελειώσει το δημοτικό, βγήκε στο μεροκάματο.

Έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού: έφτιαχνε τσάντες, έραβε πορτοφόλια, κουβαλούσε μπαούλα. Αργότερα όταν ήταν στο θέατρο έγινε ένοπλη επίθεση σε βάρος του  από παρακρατικούς.

Άγνωστες ιστορίες από τη ζωή του Βασίλη Αυλωνίτη

Είναι αρχές της δεκαετίας του 1930. Ο εθνικός διχασμός εκφράζεται μέσα από την διάκριση του λαού σε «Βασιλικούς» και «Βενιζελικούς». Το σκηνικό είναι τεταμένο. Οι άνθρωποι της επιθεώρησης ακόμη και τότε αντλούν την θεματολογία τους από τα όσα συμβαίνουν στην πολιτική. Ήταν η εποχή που είχε ξεσπάσει το «σκάνδαλο της νοθευμένης κινίνης».  Σε αυτό μπλέκονταν και στελέχη της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Στο ολοκαίνουριο θέατρο «Περοκέ» ανεβαίνει η παράσταση «Κατεργάρα». Η παράσταση σημειώνει μεγάλη επιτυχία. Διακωμωδεί και σατιρίζει και την συγκεκριμένη κατάσταση.

Για την ακρίβεια, ήταν το σκετς «Από τους υπουργούς βγήκαν τα κολοκύθια» εκείνο που θεωρήθηκε το πλέον καυστικό. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό είχε ο νεαρός τότε Βασίλης Αυλωνίτης. Ήταν μόλις 27 ετών. Αν και δεν είχε σπουδάσει ποτέ υποκριτική, ούτε είχε περάσει από κάποια σχολή, το ταλέντο του ήταν τέτοιο που του είχε χαρίσει τον ρόλο.

Κάθε βράδυ ο Βασίλης Αυλωνίτης έκανε αυτό που αγαπούσε. Αυτό για το οποίο είχε γεννηθεί. Υποδυόταν τον χαρακτήρα του και χάριζε χαμόγελα στους θεατές. Για κάποιους, όμως, η «Κατεργάρα» δεν ήταν μια απλή παράσταση. Ήταν άλλο ένα μέσο άσκησης αντιπολίτευσης. Για ορισμένους φανατικούς η «τιμωρία» κάποιου του οποίου οι ιδέες δεν συμβαδίζουν με τις δικές τους είναι ο θάνατος.

Βασίλης Αυλωνίτης: Η άγνωστη ιστορία με την απόπειρα δολοφονίας

Στο “Περοκέ” το βράδυ της 22ας Αυγούστου του ’31 επικρατεί ξανά το αδιαχώρητο. Τη στιγμή που βγαίνει ο Βασίλης Αυλωνίτης και οι συνεργάτες του στη σκηνή για το σκετς που αφορά τους υπουργούς, τα πράγματα αλλάζουν. Τέσσερις άντρες που κάθονταν στις μπροστινές θέσεις εφορμούν στους ηθοποιούς.

Ο ένας από αυτούς κρατά πιστόλι, πράγμα που μαρτυρά τις φονικές προθέσεις του. Στόχος της επίθεσης είναι ο Αυλωνίτης, που στη θέα του όπλου κάνει βήματα προς τα πίσω στην προσπάθειά του να σωθεί. Από ένα καπρίτσιο της τύχης, σκοντάφτει ακριβώς την ώρα που ο υποψήφιος δολοφόνος του πυροβολεί. Αποφεύγει έτσι την σφαίρα, αλλά ο τεχνικός Παναγιώτης Μωραΐτης δεν στέκεται το ίδιο τυχερός.

Πέφτει χτυπημένος, η σκηνή γεμίζει με αίματα και επικρατεί πανικός. Από όσα ακολούθησαν πολλοί τραυματίζονται αλλά ο 35χρονος τεχνικός έχει την χειρότερη μοίρα από όλους. Λίγο αργότερα αφήνει την τελευταία του πνοή.

Η αντίδραση του Βασίλη Αυλωνίτη στην απόπειρα δολοφονίας

«Τι φταίω εγώ ρε παιδιά»; σύμφωνα με τις μαρτυρίες, το μόνο που είχε προλάβει να πει ο Αυλωνίτης στη θέα του πιστολιού.  Ένα ερώτημα που στη συνέχεια μετατράπηκε σε βάρος. Ο κωμικός κουβαλούσε για χρόνια στη συνείδησή του. Θεώρησε τον εαυτό του κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνο για τον άδικο χαμό του συνεργάτη του. Δυσκολεύτηκε πολύ να ξεπεράσει αυτό το συναίσθημα ενοχής.

Για αρκετά χρόνια έμεινε μακριά από το θέατρο. Πολύ καιρό αργότερα ο Αλέκος Σακελλάριος είχε αποκαλύψει ότι αυτή η απόφαση του Αυλωνίτη ήταν απολύτως συνειδητή. Για ένα διάστημα το αρχικό σοκ είχε μετατραπεί σε τύψεις. Δεν τον άφηναν να είναι αυτό για το οποίο είχε έρθει σε αυτόν τον κόσμο.

Αυτό που τελικά έγινε, μεγαλώνοντας γενιές και γενιές με το αμίμητο και μοναδικό «Πού πάμε; Ω ρε πού πάμε;», με το οποίο ταυτίστηκε και το οποίο αποτέλεσε -τρόπον τινά- το σήμα κατατεθέν του.

Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να επιστρέψει ο Βασίλης Αυλωνίτης στο θέατρο. Το σανίδι, στο οποίο βρέθηκε όταν εργαζόταν ακόμη ως βοηθός στα παρασκήνια μέχρι που ένας συνεργάτης του που γνώριζε το ταλέντο του, απλά τον έσπρωξε στη σκηνή όπου άρχισε να αυτοσχεδιάζει δίχως ίχνος άγχους από τα εκατοντάδες ζευγάρια μάτια που βρέθηκαν ξαφνικά απέναντί του.

Η μόνη φορά που αγχώθηκε, ήταν εκείνο το βράδυ του Αυγούστου στο Περοκέ. Ο φανατισμός κόντεψε να γίνει η αιτία να χάσει το ελληνικό θέατρο και σινεμά έναν πραγματικά σπουδαίο ηθοποιό.

Related posts

Έτσι είναι χωρίς ρετούς το σώμα της Αγγελικής Νικολούλη στα 60, οι φώτο που κυκλοφορούν και «κλείνουν στόματα»

Παναγιώτης Ραφαήλ: O μικρός “ήρωας”, έκλεισε τα 6, σβήνει το κεράκι και όλοι του εύχονται «χρόνια πολλά»

«Μην το πείτε στη μαμά μου…Τρώμε μία εβδομάδα ρύζι»