Βασίλης Διαμαντόπουλος: H πολυτάραχη ζωή ενός σπουδαίου Έλληνα ηθοποιού
Οι νεότεροι ίσως να μην έχουν ακουστά το όνομα του, ωστόσο αποτέλεσε μια προσωπικότητα πλούσια με υποκριτικό ταλέντο γι’ αυτό και συμμετείχε σε πολλές ελληνικές παραγωγές, μα κυρίως το πολιτικό του φρόνιμα ήταν πάνω απ’ όλα και ας εξορίστηκε γι’ αυτό.
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά στις 15 Νοεμβρίου 1920 και κατέληξε στις 5 Μαΐου 1999. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του Νέου Θεάτρου.
Ήταν ο πρώτος ηθοποιός που εμφανίστηκε ζωντανά στην ελληνική τηλεόραση, στο μονόπρακτο Αυτός και το παντελόνι του του Ιάκωβου Καμπανέλλη, το 1966. Από τους πιο χαρακτηριστικούς του ρόλους ήταν αυτός του αυστηρού καθηγητή στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη “Νόμος 4000” και αργότερα, σε σειρές, όπως “Εκμέκ παγωτό”, στην ιδιωτική τηλεόραση.
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών και στις Δραματικές Σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης του Κουν. Το 1956 ίδρυσε μαζί με τη Μαρία Αλκαίου το Νέο Θέατρο και το 1993 το Σύγχρονο Θέατρο. Το 1970 επέστρεψε στην Ελλάδα από το Παρίσι και συνεργάστηκε με διάφορους ιδιωτικούς θιάσους, καθώς επίσης και με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Συμμετείχε σε πολλές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές, ενώ παράλληλα δίδαξε στις Δραματικές Σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης. Τα τελευταία χρόνια ήταν διευθυντής εργαστηρίου υποκριτικής τέχνης για νέους ηθοποιούς.
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος αναγνωρίστηκε ως ένας εξαιρετικός πρωταγωνιστής και ρολίστας σε κάθε είδους ρεπερτόριο
Από τα νεανικά του χρόνια και ως το τέλος της ζωής του ο Βασίλης Διαμανντόπουλος αναγνωρίστηκε ως ένας εξαιρετικός πρωταγωνιστής και ρολίστας σε κάθε είδους ρεπερτόριο, από αρχαίο δράμα έως νεοελληνικό έργο, συνεργαζόμενους πάντα με τους πιο ξεχωριστούς ανθρώπους του νεοελληνικού θεάτρου. Στο σινεμά, χωρίς να έχει μεγάλη σε αριθμό παρουσία, ήταν ό,τι και στο θέατρο, ένας εξαιρετικός ηθοποιός που καλούνταν να δώσει κύρος και καλή ερμηνεία σε κάποιον ρόλο. Υπήρξε ο πρώτος διδάξας του ρόλου του υπουργού Μαυρογυαλούρου στο έργο των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου «Ανώμαλος Προσγείωσις» (στον κινηματογράφο το γνωρίσαμε ως «Υπάρχει και φιλότιμο» με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα στον ρόλο), που ανέβηκε το 1950 στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Μέχρι και το 1949, που παρέμεινε στο Θέατρο Τέχνης, ερμήνευσε περισσότερους από 30 ρόλους που τον καθιέρωσαν ως πρωταγωνιστή του ελληνικού θεάτρου. Ανάμεσα στα έργα που έπαιξε ήταν και τα «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλο, «Ρόσμερσχολμ» και «Βρικόλακες» του Ίψεν, «Για ένα κομμάτι γης» του Κόλντγουελ, «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ, «Εμείς και ο χρόνος» και «Ο ανακριτής έρχεται» του Πρίσλεϊ, «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» και «Ο θάνατος του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ, «Ματωμένος γάμος» του Λόρκα, «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ευγένιου Ο’ Νιλ, «Το φιόρο του Λεβάντε» του Ξενόπουλου, «Λεωφορείο ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς και «Άννα Λουκάστα» του Τζόρνταν.
Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον θίασο της Κατερίνας στη «Νίνα» του Ρουσέν και το καλοκαίρι του 1950 πρωταγωνίστησε στην κωμωδία των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου «Ανώμαλος Προσγείωσις» στο ρόλο του Μαυρογιαλούρου, ρόλο που δόξασε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στην κινηματογραφική εκδοχή της κωμωδίας το 1965 με τον τίτλο «Υπάρχει και Φιλότιμο». Μέσα στον ίδιο χρόνο προσελήφθη στο Εθνικό Θέατρο. Εκεί έπαιξε σε παραστάσεις σταθμούς: «Ερρίκος Δ’» του Πιραντέλο, «Άνθρωποι και ποντίκια» του Στάινμπεκ, «Τρεις αδελφές» και «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ, «Αγία Ιωάννα» του Μπέρναρντ Σο, τα περισσότερα σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν.
Τη σεζόν 1953-1954 συγκροτεί προσωπικό θίασο και ανεβάζει το έργο «Εκατομμυριούχοι της Νάπολης» του Ντε Φιλίπο, πάλι με σκηνοθέτη τον Κουν και το «Ο άνθρωπος, το κτήνος και η αρετή» του Πιραντέλο. Το καλοκαίρι του 1954 συνεργάζεται με τον θίασο του Νίκου Χατζίσκου και ερμηνεύει το ρόλο του πατέρα Λαυρέντιου στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σέξπιρ, που ανεβαίνει στο θέατρο «Εθνικού Κήπου».
Και άλλες επιτυχίες στις οποίες συμμετείχε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος
Τη σεζόν 1954-1955 κάνει μία έκτακτη εμφάνιση στο νέο «Θέατρο Τέχνης», που έχει ξεκινήσει την πορεία του στο υπόγειο του «Ορφέα», με τα μονόπρακτα του Τσέχοφ «Αρκούδα», «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού» και του Πιραντέλο «Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα».
Επανέρχεται στο Εθνικό Θέατρο το 1956 και συμμετέχει στις παραστάσεις «Χειμωνιάτικο παραμύθι» του Σέξπιρ, «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, «Η ηδονή της τιμιότητας» του Πιραντέλο, «Η άμαξα» του Μεριμέ, «Βασιλιάς Ληρ» και «Οθέλος» του Σέξπιρ.
Το 1958 είναι έτος – σταθμός στην καριέρα του. Ιδρύει το «Νέο Θέατρο», που εγκαινιάζει το σημερινό θέατρο «Αλάμπρα» και λειτουργεί έως το 1966 με πρωταγωνίστρια την τότε σύντροφό του Μαρία Αλκαίου. Ανεβάζει τα έργα: «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Καμπανέλλη, «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» του Κασόνα, μία παράσταση που αφήνει εποχή και γίνεται θρύλος, «Το φιόρο του Λεβάντε» του Ξενόπουλου, «Γαλιλαίος» του Μπρεχτ, «Σαββάτο, Κυριακή, Δευτέρα» του Ντε Φιλίπο, «Πέντε στρέμματα παράδεισος» των Σταύρου – Φραγκιά, «Το νησί της Αφροδίτης» του Πάρνη, «Αθάνατη πολυαγαπημένη» του Ρούσσου, όπου ερμήνευσε τον Μπετόβεν, άλλον ένα ρόλο του που πολυσυζητήθηκε, «Η τύχη της Μαρούλας» του Κορομηλά και άλλα. Για την προσφορά του τότε είχε τιμηθεί από την πολιτεία με το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α’.
Η δικτατορία ανακόπτει τη θεατρική του πορεία. Αυτοεξορίζεται στο Παρίσι, αλλά θα επιστρέψει στην Ελλάδα το 1970. Αρχικά συνεργάζεται με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΒΘΕ) και αργότερα με το «Θέατρο Σάτιρα» του Γιώργου Μιχαλακόπουλου, στου οποίου την ίδρυση συμμετείχε και ο ίδιος. Οι δυο τους το 1972 θα γράψουν ιστορία στη μικρή οθόνη με τη συμμετοχή τους στην τηλεοπτική σειρά «Εκείνος κι Εκείνος», με τα γεμάτα αντικαθεστωτικούς υπαινιγμούς κείμενα του Κώστα Μουρσελά.
Παντρεύτηκε δύο φορές, πρώτα με την ηθοποιό Μαρία Αλκαίου, με την οποία απέκτησε μία κόρη, και εν συνεχεία με την ηθοποιό Μαρίνα Γεωργίου, με την οποία απέκτησε ένα γιο.
Υπήρξε κομμουνιστής σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και στρατευμένος αγωνιστής με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος απεβίωσε στην Αθήνα το 1999 από καρδιοαναπνευστική ανακοπή στη Γενική Κλινική Αθηνών, λόγω υποκεφαλικού κατάγματος του αριστερού μηριαίου που υπέστη από πτώση. Η κηδεία του έγινε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.