Τα Χριστούγεννα από μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια

Δέκα μικρές ιστορίες και έθιμα από την παλιά Ελλάδα, μέσα από ισάριθμα συγκινητικά ντοκουμέντα των Χριστουγέννων αλλοτινών δεκαετιών.

Είστε έτοιμοι για ένα γιορτινό ταξίδι στον χρόνο; Θέλετε να μάθετε ή να θυμηθείτε πώς ήταν τα Χριστούγεννα σε παλαιότερες δεκαετίες; Συνεχίστε να διαβάζετε για να μπείτε στην χρονομηχανή μας και να αποβιβαστείτε στις γιορτές της αλλοτινής Ελλάδας.

Σε Άι Βασίληδες που καταφθάνουν στην Κηφισιά, σε τροχονόμους στο Σύνταγμα που συγκεντρώνουν δώρα, σε αγόρια που μετρούν τα κέρματα από τα κάλαντα και στον 6ο όροφο του θρυλικού Μινιόν όπου κάθε παιδί ονειρευόταν να βρεθεί για να διαλέξει το δώρο του.

Αθήνα των ‘60s. Τα Χριστούγεννα για την πόλη σήμαιναν απλωμένα καλάθια πλανόδιων από την Αιόλου ως την Αθηνάς και από το Μοναστηράκι ως τα Χαυτεία. Σήμαιναν ένα χάος από νέον πινακίδες και φώτα των αυτοκινήτων της εποχής που γέμιζαν τη Σταδίου, βγαίνοντας για τα ψώνια της εποχής ή για εορταστικές παραστάσεις στις σκηνές της Αθήνας.

Οι λαχειοπώληδες δούλευαν νυχθημερόν διαλαλώντας την πραμάτεια τους, το πρωτοχρονιάτικο Κρατικό Λαχείο έξω από το θρυλικό μαγαζί του Μπακάκου στην Αγίου Κωνσταντίνου.

Σας γυρίζουμε στον 19ο αιώνα, στα τέλη του οποίου μια νέα εφεύρεση έκανε την εμφάνισή της: Ο κινηματογράφος. Στη χριστουγεννιάτικη Αθήνα, που πάλευε να «μπαλώσει» τις πληγές του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, εγκαινιάζεται ο «κινηματογράφος τσέπης» στο κατάστημα των Μαγγιόρου και Ρουσόπουλου στην οδό Ερμού.

«Ο θαυμάσιος κινηματογράφος του Έδισον – με 60 λεπτά!» που διαλαλεί η διαφήμιση δεν είναι παρά μικρά βιβλιαράκια με φωτογραφίες που αποτυπώνουν τις διαφορετικές φάσεις μιας κίνησης με ένα γρήγορο ξεφύλλισμα. Κι όμως αρκούν για να συγκεντρώσουν πλήθη κόσμου που θέλουν να απολαύσουν το θέαμα ως «το κάτι εξαιρετικό» για τις γιορτές του 1897.

«Καλημέρα! Ο Άι Βασίλης έφτασε!» Η δημοφιλής φιγούρα του «αγίου των γιορτών» με την μορφή που τον γνωρίζουμε σήμερα εισήχθηκε στην Ελλάδα την εποχή της φωτογραφίας, δηλαδή την δεκαετία του ’50. Ως γνωστόν, ο ορθόδοξος Άι Βασίλης δεν είναι άλλος από τον Μέγα Βασίλειο της Καισαρείας, που καμία σχέση δεν έχει με τον δυτικό Santa Claus (Άγιο Νικόλαο).

Θεωρείται πως στην αστική Ελλάδα ως μορφή έγινε γνωστή στα ‘50s-60s, οπότε και οι έλληνες μετανάστες της Αμερικής έστελναν στους συγγενείς τους χριστουγεννιάτικες κάρτες με την φιγούρα του κοκκινοφορεμένου στρουμπουλού Santa. Στην παραπάνω φωτογραφία βλέπετε την άφιξη του Άγιου Βασίλη στην γιορτινή Αθήνα έξω από το «Αστόρια» το 1950.

Το έθιμο των δώρων στους άνδρες της τροχαίας: Την Πρωτοχρονιά του μακρινού 1936 ήταν που καθιερώθηκε η συνήθεια των δώρων από απλούς πολίτες στους τροχονόμους ανά την Ελλάδα.

Τότε ήταν που ο πληθυσμός των πόλεων (μετά και το προσφυγικό ρεύμα) είχε αρχίσει να μεγαλώνει, και οι δρόμοι γέμιζαν με (φτωχά εξοπλισμένα) αυτοκίνητα και άπειρους οδηγούς που δημιουργούσαν κομφούζιο, γι’ αυτό και η παρουσία των τροχονόμων στις χαρακτηριστικές τους βάσεις ήταν αναγκαία.

Οι πολίτες έβλεπαν με πολλή συμπάθεια το κοπιαστικό τους έργο και οι καταστηματάρχες των Αθηνών έκαναν έναν μικρό έρανο για να επαινέσουν το έργο τους, κάτι που οι αρχές απέρριψαν ως δωροδοκία. Όταν όμως το συμβάν έφτασε στα αυτιά του Βασιλιά, εκείνος βγήκε με τον οδηγό του στην οδό Ρηγίλλης και άφησε γλυκά και κρασί ως δώρο στον τροχονόμο της περιοχής.

Ο Τύπος της εποχής εκθείασε την κίνησή του κι έτσι και οι πολίτες έκτοτε φρόντιζαν να αφήνουν κάθε Χριστούγεννα από ηλεκτρικές συσκευές μέχρι τρόφιμα μπροστά στους τροχονόμους όχι μόνο της Αθήνας αλλά και όλης της Ελλάδας.

Χριστούγεννα χωρίς κουραμπιέδες, δε γίνεται. Και δεν γινόταν ούτε λίγες δεκαετίες πριν, οπότε το παραδοσιακό γλύκισμα με την άχνη κόστιζε στους νοικοκυραίους 80 δραχμές η οκά.

Ακόμη παλιότερα, στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, τα παραδοσιακά γλυκίσματα που δεν έλειπαν από το γιορτινό σπίτι των Ελλήνων ήταν, όπως βλέπετε στην παρακάτω διαφήμιση, οι κουραμπιέδες (3,20 από βούτυρον Χαλκίδος ή «ιδιαίτεραι συμφωνίαι άνω των 50 οκάδων»), οι βασιλόπιτες (προς… κυριολεκτικά τρεις κι εξήντα), φοντάν, πτι φουρ, καραμελλέ, κονιάκ, λικέρ και πάστες σε «τιμάς των εργοστασίων», που έκαναν την στοά Αρσκαείου να μοσχοβολά.

Η είδηση της ημέρας

Είμαστε στην δεκαετία του ’70, και η «αυτοκρατορία» του ελληνικού σινεμά καλά κρατεί. Οι μεγάλοι σταρ του είδους λοιπόν γίνονταν πάντα εξώφυλλο στα περιοδικά της εποχής, και έμπαιναν μέσα σε «γιορτινές μπάλες» για να προσελκύσουν τους αναγνώστες.

Το Ρομάντσο δημοσίευε το «μεγάλον ωροσκόπιον» της νέας χρονιάς και διοργάνωνε τα Καλλιστεία, ο Οικογενειακός Θησαυρός φιλοξενούσε στο εξώφυλλο την Αλίκη και την Τζένη, τη Ζωή Λάσκαρη και τον Κώστα Βουτσά, ενώ η «Γυναίκα» πλάι στα διηγήματα «στρίμωχνε» τη μόδα του ρεβεγιόν.

Φυσικά, η τηλεόραση ολοένα και κέρδιζε έδαφος – στο παρακάτω video θα δείτε τον Άλκη Στέα να μπαίνει στο σαλόνι της Αλίκης Βουγιουκλάκη και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ και να εύχεται μαζί τους στους Έλληνες «ευτυχές το 1969».

Από το 1936 ως το 1968, η αγαπημένη συνήθεια των Ελλήνων ήταν η αγορά του «λαχείου συντακτών», για να έχουν «δικαίωμα στο όνειρο». Οι τυχεροί λαχνοί μοίραζαν φοβερά για την εποχή δώρα, όπως «2 πολυκατοικίες, 2 ηλεκτρικά σπίτια, 90 διαμερίσματα, 60 αυτοκίνητα, εκατομμύρια σε μετρητά», μέχρι και… «μετοχές της Πειραϊκής Πατραϊκής και των τσιμέντων Τιτάν».

Το λαχείο συντακτών καταργήθηκε επί Χούντας, γεγονός που δημιούργησε μεγάλη ένταση το 1968 στο δημοσιογραφικό επάγγελμα. Το χριστουγεννιάτικο δικαίωμα των Ελλήνων στο όνειρο συνεχίστηκε έκτοτε με το Κρατικό Λαχείο Κοινωνικής Αντίληψης και το Λαϊκό Λαχείο.

Στην πιο πάνω φωτογραφία βλέπετε νεαρά αγόρια να μετρούν τις «εισπράξεις» από τα κάλαντα στις φτωχογειτονιές της πόλης.

Μπορείτε όμως στο παρακάτω video του Εθνικού Οπτικοακουστικού Αρχείου να ακούσετε τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα στην Αθήνα του 1927 και να δείτε υπέροχες νοσταλγικές εικόνες από γιορτές άλλων εποχών.

Τα παιδιά όλης της Αθήνας (και όχι μόνο, αφού κατέφθαναν και πούλμαν από άλλες πόλεις, χωριά ή και ορφανοτροφεία) είχαν έναν κρυφό πόθο κάθε Χριστούγεννα: Να κάνουν επιδρομή στο Μινιόν.

Το θρυλικό πολυκατάστημα της Πατησίων, που ξεκίνησε από το μικρό «περίπτερον Μινιόν» του Γιάννη Γεωργακά το 1934, εξελίχθηκε στο μεγαθήριο του β’ μισού του 20ου αιώνα στην Αθήνα.

Ο 6ος όροφος άνοιγε για το κοινό μόνο την περίοδο των γιορτών, και εκεί τα γλυκίσματα, οι Άι Βασίληδες, οι τηλεοπτικές οθόνες – πρωτοπορία για την εποχή και οι προσφορές αποτελούσαν από μόνα τους λόγο ταξιδιού στην πόλη.

Χριστούγεννα ήταν όμως και όταν κάηκε το Μινιόν, στον εμπρησμό του Δεκεμβρίου του 1980, μετά τον οποίο το κατάστημα ουδέποτε ανέκαμψε οικονομικά, μέχρι το λουκέτο του 1998. Δείτε την ιστορία και εικόνες του στο παρακάτω νοσταλγικό video.

Related posts

Γιατί φέτος «εξαφανίστηκαν» τα σύκα; – Όλη η αλήθεια

Το πιο ακριβό σουβλάκι του πλανήτη: Το φτιάχνει Έλληνας, κοστίζει 17 ευρώ και είναι πάντα «γεμάτος»

Το σουβλατζίδικο στην Αθήνα που φτιάχει πιτόγυρο γίγας και δίνει δώρο ένα iPhone 15 σε όποιον το «καταφέρει»