Ωραία η νοσταλγία για το παρελθόν αλλά τελικά.. ζούσαμε καλύτερα πριν από 50 χρόνια; Σε αυτή την ερώτηση επιχειρεί να απαντήσει ο παιδίατρος Αντώνη Δαρζέντας..
Το 53% των Ελλήνων ισχυρίζεται πως τη δεκαετία του ’60 περνούσε καλύτερα. Και αρχίζετε κάτι Ευρωλιγούρηδες και λέτε πως τώρα είμαστε καλύτερα.
Εγώ αντίθετα έχω πολύ διαφορετική γνώμη.
Τη δεκαετία του ’60 όλα ήταν πολύ όμορφα! Η νεογνικη και παιδική θνησιμότητα ήταν τεράστια. Σχεδόν 2 στα 10 παιδιά πέθαιναν πριν ενηλικιωθουν. Πολλές γυναίκες πέθαιναν στη γέννα. Αλλά κάναμε πολλά παιδιά, οπότε μας περισσευαν.
Οι πόλεις και τα χωριά ήταν υπέροχα, γραφικά. Χωματοδρομοι παντού, όπου τα παιδιά έπαιζαν ευτυχισμένα, μιας και λίγα πήγαιναν σχολείο. Όταν είχαν να φάνε βέβαια. Ή όταν δεν δούλευαν από 12 χρονών.
Τα σπίτια ήταν απλά, λιτά, απέριττα. Συνήθως παραγκες, οι τυχεροί είχαν πέτρινα που το χειμώνα είχαν υπέροχη μούχλα και υγρασία ενώ η απουσία αφρολουτρων και σαπουνιων τους γλύτωνε πολύτιμο χρόνο. Δεν υπήρχαν τουαλέτες μέσα στα σπίτια και απολάμβαναν την υπέροχη αφοδευση στην ελληνική ύπαιθρο.
Οι σχέσεις των ανθρώπων ήταν ειλικρινείς. Η γυναίκα ψήφιζε ότι και ο άντρας. Έπαιρνε και το όνομα του, όχι μόνο το επώνυμο αλλά και το μικρό. Μητσαινα, του Δημήτρη, Γιωργαινα του Γιώργη. Όχι όπως τώρα που τη ρωτάς «τίνος είσαι συ μάνα μου» και δεν ξέρει. Οι γυναίκες δεν κυκλοφορουσαν μόνες τους στο δρόμο. Η τιμή της αδερφής ήταν πάνω από όλα. Πολλά εγκλήματα τιμής γίνονταν. Όχι όπως τώρα που υποδεχεσαι χαμογελαστός το φίλο της κόρης σου και της αδερφής σου. Της έριχνες τότε μια μπουφλα και της έλεγες «δεν θα πας πουθενά μωρή». Και όλα λυνονταν αρμονικά, χωρίς διαφωνίες.
Δεν υπήρχε αυτισμός και κατάθλιψη. Ο τρελός της γειτονιάς ή του χωριού ήταν ένας από εμάς τον κοροϊδευαμε και τον σφαλιαρωναμε ή του πετουσαμε πέτρες και περνούσαμε πολύ ωραία. Αν τυχόν ήταν επικίνδυνος είχαν φροντίσει οι δικοί του να είναι μόνιμα κλειδωμένος σε ένα υπόγειο.
Οι σχέσεις των ανθρώπων με τα ζώα ήταν επίσης όμορφες.
Δεν υπήρχαν αδέσποτα! Γιατί οι καλοί χωριάτες όποτε έβλεπαν αδέσποτο ή το πυροβολουσαν ή του έριχναν φόλα. Τα παιδιά επίσης εδεναν ντενεκέδια στην ουρά τους ή τα πιο μερακλιδικα τους έβαζαν και στουπί με φωτιά.
Κρέας τρώγαμε μια φορά το εξάμηνο και αν, οπότε δεν υπήρχε δυσκοιλιοτητα και υψηλή χοληστερίνη. Ούτε καρκίνος. Ο κόσμος πέθαινε αγνά, από μια απλή ιωση, από πνευμονία, ελονοσία, διφθερίτιδα κοκκυτη. Και ζούσε έως τα 55 του. Ούτε σύνταξη ούτε να ταλαιπωρειται στις ουρές των τραπεζών.
Στη Σαντορίνη στο χωριό του πατέρα μου παιδιά έμεναν τυφλά από τραχωμα, μια νόσο που περνά με νερό και σαπούνι, ή με μια και μόνο σταγόνα αντιβιοτικού κολλυρίου.
Οι καρδιές των ανθρώπων όμως ήταν κοντά γιατί περνούσαμε εκείνα τα υπέροχα βράδια. Ιδίως το χειμώνα τουρτουριζοντας από το κρύο αγκαλιά όλοι μαζί για να ζεσταθουμε.
Ήταν υπέροχα λοιπόν τη δεκαετία του ’60. Και τη νοσταλγουμε. Και ξέρετε γιατί;.
Γιατί αυτήν την Ελλάδα αξίζουμε.