-Μηηηη!!! Μη το σκοτώσεις!!!
Μας φώναζαν οι μανάδες και οι γιαγιάδες, όταν βλέπανε εμάς, τα χαιρέκακα παιδιά του παλιού καιρού (που χαρά είχαμε μα κακία όχι) να καραδοκούμε με κανένα ματσούκι ή καμιά παντόφλα στο χέρι, για να πετύχουμε το σαμιαμίδι (το «γουστεράκι» όπως αλλιώς το λέγαμε) που περπατούσε στον τοίχο ή στο πάτωμα ή στο ταβάνι του παλιού μας σπιτιού.
-Αυτό είναι η τύχη του σπιτιού! Φυλάει το σπίτι!
Γιατί, ναι! Αυτό είχε αποθησαυρίσει η σοφία «των παλαιών των ημερών»: Πως το σαμιαμίδι φέρνει τύχη στο σπιτικό και στους ανθρώπους του!
Κι εμείς σταματούσαμε και μέναμε μόνο να κοιτάμε πόσο γρήγορα έτρεχε να κρυφτεί σε καμιά χαραμάδα, σε κάποια τρυπούλα, πίσω από το μπαούλο ή κάτω από το ντιβάνι, αυτή η μικρή σπιτίσια σαυρίτσα με το ξεθωριασμένο χρώμα, το φολιδωτό δέρμα, το μεγάλο κεφάλι, τα μεγάλα συμπαθητικά μάτια, τη μικρή ουρά και τα νυχάκια στα ντελικάτα δαχτυλάκια της, που, ξαφνικά, εμφανιζότανε στα σπίτια μας (από το «πουθενά», κάπου εκεί στις αρχές του καλοκαιριού. Πολλές φορές το κάναμε χάζι αραγμένοι ανάσκελα στα κρεβάτια μας, βλέποντάς το να σουλατσάρει στα ψηλά ψάχνοντας κανένα έντομο για να φάει. Μερικά παιδιά, μάλιστα, στις παρέες, μας λέγανε πως ο παππούς και η γιαγιά τους, έχουνε δώσει ονόματα στα σαμιαμίδια του σπιτιού τους και πως όταν τα βλέπουνε τους μιλάνε και όσο στενοχωρημένοι κι αν είναι αναγαλλιάζει το πρόσωπό τους και γίνονται χαρούμενοι και γελαστοί.
Από πού ερχόταν, πού και πώς εξαφανιζόταν το σαμιαμίδι του σπιτιού δεν ήξερε κανείς. Ο δάσκαλος, στη Φυσική Ιστορία που κάναμε στο σχολείο, μας είχε πει πως είναι ωφέλιμο, γιατί τρώει τα βλαβερά έντομα, μύγες, κουνούπια, αράχνες, κλπ. Και πως γεννάει κάτι πολύ μικρά αυγά, συνήθως σε παλιές θυρίδες ή σε σχισμές πετρόχτιστων σπιτιών, και το χειμώνα πέφτει σε χειμερία νάρκη. Κι ακόμα πως αν του κόψεις την ουρά του αυτή ξαναγίνεται. Τούτο δω μας συνάρπαζε κυριολεκτικά!
Σαν, δηλαδή, να κοβόταν το χέρι ή το πόδι μας και μετά να ξαναγεννιόταν!!! Αυτή η συγκλονιστική πληροφορία από το δάσκαλο μας έκανε να κυνηγάμε μανιωδώς τα καημένα τα σαμιαμίδια όπου τα βρίσκαμε και να προσπαθούμε να τους κόψουμε τις ουρές για να δούμε αν θα ξαναγίνουν. Εκείνο που βλέπαμε όμως, όποτε καταφέρναμε το μακάβριο πείραμα, ήταν ένα πονεμένο σαμιαμίδι που άτσαλα έτρεχε να κρυφτεί και μια κομμένη ουρίτσα που κουνιότανε πέρα δώθε σαν να ήταν ζωντανή! Κι αυτό ήταν κάτι που μας έκανε να χάσκουμε μπροστά σ’ αυτό το θαύμα της φύσης και να δίνουμε πίστη στις γιαγιάδες ότι πραγματικά τούτο δω το γουστεράκι ήτανε πραγματικό «στοιχειό»! Σήμερα, σπάνια μέσα σε σημερινό σπίτι, μπορεί –εντελώς τυχαία – να εμφανιστεί ένα τέτοιο μικρό και αθώο ζωάκι. Κι όταν εμφανιστεί οι άνθρωποι αντιδρούν με τρόμο λες και βλέπουνε τον Γκοτζίλα και πασχίζουν να το ξεφορτωθούν!
Ίσως γι’ αυτό τα σημερινά σπίτια δεν είναι χαρούμενα κι ευτυχισμένα, αφού έχουν απαρνηθεί το καλό στοιχειό του σπιτιού, το μικρό σαμιαμίδι!
Του Βαγγέλη Μητράκου