Ένα συγκινητικό οδοιπορικό στο Πάσχα των παιδικών μας χρόνων..

Μια ρομαντική γλυκεία και κατανυκτική αναπόληση των Παλιών Πάσχα όταν ακόμα ο κόσμος ήταν αθώος και κοντά στην παράδοση τα ήθη και έθιμα του. Διαβάστε το. Θα σας θυμίσει πάρα πολλά.

“Θυμάμαι το Πάσχα ήταν μια γιορτή κατάνυξης και θρησκευτικής ευλάβειας. Το Πάσχα των παλιότερων χρόνων στα χωριά της ελληνικής υπαίθρου ήταν η καλύτερη περίοδος ολόκληρου του χρόνου για τον παιδόκοσμο. Γιατί και σχολείο δεν υπήρχε και καλός καιρός για έξω ήταν.



 Η αίσθηση της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού προσλάμβανε μια «εικόνα – σύμμειξη», ένα παλίμψηστο συνεχούς και εναλλασσόμενης γραφής πότε με τη γραφίδα της πραγματικότητας και πότε με τη γραφίδα της φαντασίας, στην οποία εικόνα τα όποια κενά υπήρχαν αντιμετωπίζονταν ως προσωρινά κενά – που θα συμπληρωθούν εν τω χρόνο – και γι’ αυτό δεν λογίζονταν ως κενά. Ήταν μια εικόνα μαγική που συνδιαμορφωνόταν αφενός με τις ξένες αλληλεπιδράσεις σε κάθε παιδί και αφετέρου με τις προσωπικές φαντασιώσεις σε μια μεταξύ τους ισορροπία πάντα ασταθή και ρευστή.

Τα καταστήματα παιχνιδιών γέμιζαν με διαφορά πασχαλινά όμορφα παιχνιδάκια. Κοτοπουλάκια, Κοκοράκια, Λαγουδάκια πολύχρωμα πλαστικά αβγουλάκια. Σημαιούλες και αφισούλες πασχαλινές. Επίσης γέμιζαν με πλαστικά μπιστολάκια που δούλευαν με «τρακάκια» κάτι μικρά κόκκινα πραγματάκια που ηταν γεμάτα με λίγο μπαρούτι που έμπαιναν στα πιστολάκια και έκαναν ένα ήχο σαν «ΤΡΑΚ» για αυτό τα λέγαμε τρακάκια.


Τα ζαχαροπλαστεία γέμιζαν με πανέμορφα λαχταριστά σοκολατένια αβγουλάκια. Αλλά μικρά και αλλά μεγάλα. Η διακόσμηση τους ήταν από χρωματιστή ζάχαρη συνήθως λουλουδάκια.
Μπορούσες να δεις να κρέμονται διαφόρων ειδών φαναράκια.. Σχεδόν όλα χάρτινα με όμορφες πασχαλινές παραστάσεις παντού. Τα πιο ωραία ήταν τα πλαστικά αβγουλάκια που στην άκρη τους είχαν μια εγκοπή και έβαζες ένα «τρακάκι» και τα χτυπούσες και έκαναν θόρυβο.

Τα ΣΟΥΒΛΑΤΖΙΔΙΚΑ Και ΤΑ ΟΥΖΕΡΙ ΕΚΛΕΙΝΑΝ ΑΠΟ ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ. Και ξανάνοιγαν το Μεγάλο Σάββατο μετά την πρώτη Ανάσταση.

Δεν έβρισκες με τίποτα κρέας να φας. Στα σπίτια μας τρώγαμε σαλάτες μαυρομάτικα και όλο νηστίσιμα. Οι παλιές γιαγιάδες έφτιαχνα κουλουράκια που μοσχομύριζαν όσο ψηνόταν.

Το ραδιόφωνο έπαιζε ΜΟΝΟ ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ όλη την μεγάλη εβδομάδα. Τίποτα άλλο δεν άκουγες, από Μεγάλη Δευτέρα ως το Μεγάλο Σάββατο πρωί. Και τις Ακολουθίες.

Τις εποχές της δεκαετίας του 1960 το ραδιόφωνο θα αποτελέσει τη μοναδική πηγή ειδήσεων και ψυχαγωγίας για την ελληνική επαρχία, το μοναδικό παράθυρο προς τον άλλο κόσμο. Το λαϊκό τραγούδι αρχίζει να τραγουδιέται από τους νέους της εποχής και μαζί με το δημοτικό τραγούδι των παλιότερων έκλειναν τον κύκλο της λαϊκότροπης μουσικής.
Σε ένα τέτοιο κλίμα, η κλασική μουσική – δεν ξέραμε φυσικά τότε ότι ήταν κλασική μουσική με τη σημασία του όρου – συνδέθηκε συγκυριακά από την Ελληνική Ραδιοφωνία και στη συνέχεια από τη σκέψη μας με την Μεγάλη Εβδομάδα και αφού η περίοδος αυτή ήταν περίοδος Παθών θεωρήθηκε και η κλασική μουσική ως κάτι το πένθιμο και ήταν σε αντιδιαστολή με τα δημοτικά και τα λαϊκά τραγούδια της Ανάστασης και της χαράς. Και θα περιμέναμε χρόνια και χρόνια για να βρει τη θέση της και αυτή η μουσική στην ψυχή μας και στην καρδιά μας.

Η δε τηλεόραση έδειχνε ντοκιμαντέρ με θέμα το Πάσχα και παλιές ταινίες με θέμα τα πάθη του Χριστού. Σταματούσαν όλα τα προγράμματα. Πρωινάδικα, μεσημεριανά τα πάντα. Απόλυτη κατάνυξη και απόλυτος θρησκευτικός σεβασμός.

Ακόμα και οι παρουσιαστές και παρουσιάστριες ήταν ντυμένοι με σοβαρότερα σκούρα ρούχα από ότι τις άλλες φορές.

Τα καφενεία δεν σέρβιραν σχεδόν τίποτα. Μόνο νηστίσιμα και με το μετρό.
Μπιλιαρδάδικα, Ποδοσφαιράκια κτλ κλειστά . Δεν το συζητάμε.. Μια εβδομάδα χωρίς ούτε ένα ποδοσφαιράκια ούτε ένα μπιλιάρδο.

Έβαζαν μια κορδέλα η ένα αυγό μεγάλο η καμία λαμπάδα πάνω στα τραπέζια του μπιλιάρδου η τα ποδοσφαιράκια …. Και που θράσος να παύει κάποιος να τα κουνήσει. Θα άπαυτε φωτιά να τον κάψει.

Μεγάλη Πέμπτη και οι νοικοκυρές ζύμωναν τις κουλούρες του Πάσχα. Για τα παιδιά φτιάχνουν κουλούρες σε σχήμα πουλιών, ζώων ή ανθρώπων και τις στολίζουν με καρπούς και σχέδια από ζυμάρι. Σε μερικές δίνουν, ως σήμερα, το σχήμα μιας κούκλας και τις ονομάζουν «κουτσούνες» ή «κούτσες». Στο κέντρο της κοιλιάς τους βάζουν ένα κόκκινο αυγό και στο πρόσωπο ζυμαράκια για στόμα και μάτια. Τις «κουτσούνες» τις έκρυβαν, τα πιο παλιά χρόνια, μέχρι το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου και, όταν χτυπούσαν οι καμπάνες για την Ανάσταση, τις έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι των παιδιών λέγοντας:

«Ξύπνα, ήρθε η γριά η Λαμπρινή
Και σου έφερε την κουτσούνα από το φουγάρο.»

Κάθε παιδί τύλιγε την «κουτσούνα» του σε ένα μαντίλι και την έπαιρνε μαζί του στην εκκλησία, όπου πήγαινε για να κοινωνήσει. Όταν γύριζε στο σπίτι, την έκοβε και την έτρωγε. Σε μερικά μέρη ζυμώνουν για τα παιδιά «πουλάκια» και βάζουν στο ράμφος τους μια χρωματιστή κορδέλα. Τα πουλάκια θεωρούνται τα κατεξοχήν πλάσματα του Χριστού. Η συνήθεια να βάζουν στην κουλούρα κόκκινο αυγό κρατάει από τους Βυζαντινούς.

Το βάψιμο των αυγών γίνεται και αυτό τη Μεγάλη Πέμπτη. Κόκκινα αυγά βάφουν σ’ όλα τα σπίτια, εκτός από κείνα που πενθούν. Το αυγό είναι σύμβολο γονιμότητας. Το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών είναι από τα παλιότερα ελληνικά έθιμα και συμβολίζει την Ανάσταση του Χριστού. Το πρώτο αυγό που θα βάψουν έχει, λένε, θαυμαστές ιδιότητες και το βάζουν στο εικονοστάσι του σπιτιού. Είναι το «αυγό της Παναγίας».

Με αυτό σταυρώνουν τα παιδιά όταν είναι άρρωστα. Τα κόκκινα αυγά μας θυμίζουν πόσο ήταν το απόθεμα καρτερίας του ελληνισμού, κατά τη μακρόχρονη διαδρομή πολλών αιώνων.

Η μυρωδιά από το ξύδι και το χρώμα ήταν υπεροχή. Σχεδόν μόνο Κόκκινα. Σπάνια άλλο χρώμα και αυτό αν υπήρχε δεν άρεσε. Θεωρούταν πολύ προχώ.

Μετά τα γυάλιζαν με λίγο λάδι για να γυαλίζουν και να φαίνονται ωραία και έβαζαν εμάς τα παιδάκια να κάλαμε τις Πασχαλινές χαλκομανίες που συνήθως δεν κολλούσαν με τίποτα. Μεγάλος μπελάς αλλά περνούσαμε όμορφα.

Η Μεγάλη Τέταρτη ήταν η ημέρα του ευχέλαιου. Ωραία ημέρα. Ντυνόμαστε όλοι να πάμε να μας «λαδώσει παπάς. Εκεί βλέπαμε και τα «Αμόρε» μας και θαυμάζαμε ποσό όμορφα ηταν με τα καλά τους ρουχαλάκια.

Η Μεγάλη Πέμπτη και Μεγάλη Παρασκευή ήταν οι πιο κατανυκτικές ήμερες,
Πένθιμες. Σοβαρές. Όλος ο κόσμος πενθούσε για τα πάθη του Χριστούλη.
Οι καμπάνες κτυπούσαν πένθιμα όλη την ημέρα.

Στο Επιτάφιο δύσκολο να μην είναι όλη η πόλη.. Συνήθως στα χωριά και στις γειτονίες γινόταν νωρίς το απόγευμα για να κατέβει ύστερα όλος ο πληθυσμός κάτω στην πλατεία για τα επιτάφια των μεγάλων εκκλησιών.

Το καλό ντύσιμο – που φάνταζε ως μια έξοδος από τη φτώχεια – θα αποτελέσει για όλη την πιτσιρικαρία ισχυρό σημείο αναφοράς και μαζί με τα βεγγαλικά που φώτιζαν τη νύχτα της Ανάστασης θα αποτελούν το σταθερό όνειρο κάθε μικρού παιδιού ότι θα έλθει και η δική του σειρά. Η φτώχεια με ένα τόσο δα μικρό υλικό αγαθό, με ένα πλαστικό παιχνίδι, με ένα απλό και μόνο δώρο ρηγματωνόταν και θρυμματιζόταν τόσο εύκολα από το παιδικό όνειρο.

Αρκούσαν μόνο κάποια άσπρα πάνινα παπούτσια, οι περίφημες ελβιέλες – που δεν τα πατούσαμε και εύκολα στο έδαφος για αρκετές ημέρες για να μη λερωθούν… -, για να θρέψουν ελπίδες και φαντασιώσεις και να κοιμάσαι ονειρευόμενος τα βράδια σαν πουλάκι.

Κατάνυξη.. Σεβασμός. Πολιτισμός. Ομορφιά.

Που και που ακουγόταν βαρελότα και «τράκες» Η Αστυνομία κυνηγούσε άσχημα.. Μπορούσε να σου πάρει ακόμα και το ψεύτικο πλαστικό μπιστολάκι αν σε έπιανε.
Η Ανάσταση ήταν τέλεια ημέρα. Για πολλούς λόγους..

Ήταν η ημέρα που άνοιγαν όλα τα αγαπημένα μαγαζιά. Τα ποδοσφαιράκια, τα μπιλιάρδα, τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία τα σουβλάκια..

Επίσης ήταν η ημέρα που το βράδυ στην Ανάσταση θα δίναμε το «φιλί Της Αγάπης» ήταν ένα φιλί που το έδιναν οι αγαπημένοι μυστικά αμέσως μετά την Ανάσταση σαν ένδειξη ιερής και παντοτινής αγάπης.. Ωραίο νεανικό έθιμο.

Τα αγόρια με σακάκι και γραβάτα τα περισσότερα και τα κορίτσια με όμορφα φορέματα.

Τα βαρελότα αν και απαγορευόταν δεν σταματούσαν ποτέ. Ανάσταση, Μεταμόρφωση, Ταξιάρχης καιγόταν.

Υπήρχαν οι λεγόμενες «σωλήνες¨ που παραγέμιζαν ένα σωλήνα με μπαρούτι και όταν αυτό έσκαγε ακουγόταν ένας υποχθόνιος βαρύς κρότος που σου έκοβε την ανάσα..


Την ανάσα σου έκοβε και η μυρωδιά από το μπαρούτι που ήταν μετά από λίγο στην ατμόσφαιρα..

Πόλεμος αληθινός..

Μετά την Ανάσταση συνήθως ο κόσμος εξαφανιζόταν. Όχι γιατί δεν ήθελε να μείνει στην εκκλησία η για να πάνε στα σκυλάδικα και στα μπαράκια όπως γίνεται σήμερα αλλά γιατί ήθελαν να πάνε σπίτι να φάνε ξελιγωμένοι από την πεινά μιας εβδομάδας και βάλε νηστείας.

Περίμενε η μαγειρίτσα. Τα κουλουράκια και μερικά μπριζολάκια βραστά.. Το Αρνιά στην σούβλα ήταν την επόμενη.

Σε ένα κλίμα ολιγάρκειας και εγκράτειας οφειλόμενο περισσότερο στη φτώχεια και λιγότερο στο αξιακό φορτίο της εποχής η νηστεία ήταν φυσικό επακόλουθο και απόλυτα δεδομένη, νηστεία πραγματική χωρίς τις τόσες και τόσες σημερινές επινοήσεις του καταναλωτισμού και της βουλιμίας, και έκανες υπομονή προσμένοντας τη βραδιά της Ανάστασης για να φας τα πασχαλινά κουλούρια, τα τυροπιτάκια με το δυόσμο τους να ευωδιάζει και τα κόκκινα αυγά, όλα αυτά που ήταν φυλαγμένα στις τσέπες και τα χαϊδεύαμε κάθε τόσο με τα δάχτυλα μέχρι να έλθει η ώρα τους να πάνε αμάσητα κάτω, έξω από την εκκλησία σε κάποια απόμερη γωνιά – γιατί ντρεπόμαστε να τρώμε μπροστά σε κόσμο – μόλις θα ακουγόταν το «Χριστός Ανέστη». Και το τέλος της νηστείας εκείνων των στιγμών θα το συνοδέψει η φωτεινότητα των βεγγαλικών και των κεριών, φωτεινότητα μοναδική για τις εποχές της λάμπας του πετρελαίου, της ασετιλίνης και του λυχναριού.

Και έτσι η «Ανάσταση» θα μείνει φωτεινή, ολοφώτεινη θύμηση – αποκτώντας και μια μεταφορική έννοια φωτεινότητας στην παιδική φαντασία – κάτι που δεν θα μπορούμε πλέον να γευτούμε σήμερα. Και επιχειρούμε να κλέψουμε μέσα από τις θύμησές μας εικόνες και θραύσματα εικόνων εκείνων των καιρών, για να δροσίσουμε κατ’ λίγο την ξηρασία της ψυχής, που την προκάλεσε τόσο προκλητικά η μακρά περίοδος της καταναλωτικής ιδεολογίας και του τεχνολογικού ευδαιμονισμού.

Την επόμενη ξυπνούσαμε πρωί. Πηγαίναμε στο χωρίο η έξω στην γειτονία και σκάβαμε ένα λύκο στο μέγεθος του αρνιού. Ρίχναμε ξερά χόρτα και τα κάρβουνα και όταν ηταν έτοιμα βάζαμε το αρνί. Όλοι Γύριζαν.. ΟΛΟΙ..

Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα μηχανάκια να γυρνούν και έτσι καθόσουν με ένα καπέλο και γύριζες και ψηνόσουν μαζί με το αρνί…

Αυτός που γυρνούσε είχε και την τύχη όταν δεν κοιτούσαν οι άλλοι να ξεκλέψει καμία πέτσα.. Το πιο ωραίο από όλα…”

Κάλο Πάσχα.. Καλοί μου φίλοι.

Οι ήμερες αυτές είναι άγιες.. κατανυκτικές. Απόλυτα θρησκευτικές. Μακάρι να μπορούσαμε να κρατήσουμε λίγο έστω από αυτόν τον σεβασμό των παλιών εκείνων ημερών.

Γράφει : O δημοσιογράφος και Ιστορικός Παναγιώτης Κουλουμπής.

Related posts

Γιατί φέτος «εξαφανίστηκαν» τα σύκα; – Όλη η αλήθεια

Το πιο ακριβό σουβλάκι του πλανήτη: Το φτιάχνει Έλληνας, κοστίζει 17 ευρώ και είναι πάντα «γεμάτος»

Το σουβλατζίδικο στην Αθήνα που φτιάχει πιτόγυρο γίγας και δίνει δώρο ένα iPhone 15 σε όποιον το «καταφέρει»