Στους περισσότερους από μας τα ελληνικά νησιά φέρνουν μνήμες από καλοκαιρινές διακοπές. Είναι αυτές οι κουκίδες οι ατάκτως ερριμμένες στο Αιγαίο και το Ιόνιο στις οποίες έχουμε κολυμπήσει, έχουμε ξεραθεί στον ήλιο, έχουμε πιει τα ποτά μας, έχουμε φάει τα ψαράκια μας, έχουμε κοιμηθεί σε rooms to let.
Για κάποιους άλλους όμως, τα νησιά είναι ολόκληρη η ζωή τους. Είναι το σπίτι τους, η καθημερινότητά τους, το μέρος που για τρεις μήνες κάθε χρόνο γεμίζει τουρίστες, οι οποίοι το εγκαταλείπουν με τα πρώτα κρύα. Πώς είναι η ζωή σε ένα νησί όταν πια το καλοκαίρι έχει περάσει και οι τουρίστες έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους; Αυτήν την απορία ήθελα να λύσω και βρέθηκα Νοέμβρη μήνα στη Σύρο.
Εκ των υστέρων, βέβαια, ίσως η Σύρος να μην ήταν το καταλληλότερο νησί για αυτόν τον ερευνητικό σκοπό, γιατί δεν είναι κανένα μικρό ακριτικό νησάκι που το χειμώνα ερημώνει, αλλά η πρωτεύουσα των Κυκλάδων με πληθυσμό που στην τελευταία απογραφή του 2011 ξεπερνούσε τους 20.000 κατοίκους. Και η Ερμούπολη θυμίζει περισσότερο πόλη, παρά πρωτεύουσα νησιού. Όμως και πάλι, δεν παύει να έχει τα προβλήματα ενός νησιού.
Κι αν σου κάτσει;
Το πιο προφανές πρόβλημα του να ζεις σε νησί είναι οι μεταφορές. Όχι μόνο ανθρώπων, αλλά και αγαθών. Γιατί το καλοκαίρι όλο και κάποιο πλοίο θα βρεθεί να σε εξυπηρετήσει, ακόμα κι αν προκύψει κάποια έκτακτη ανάγκη, και να μεταφέρει εσένα ή το εμπόρευμά σου σε κάποιο μεγάλο λιμάνι, ή από κάποιο μεγάλο λιμάνι στο νησί σου. Ειδικά αν αυτό το νησί είναι η Σύρος, που συνήθως αποτελεί την πρώτη στάση των πλοίων από Πειραιά προς Κυκλάδες. Το χειμώνα, όμως, τα δρομολόγια αραιώνουν. Και αν τύχει και εμφανιστούν τίποτα αέρηδες 8 μποφόρ, τα πλοία καθηλώνονται στα λιμάνια και δεν πάνε πουθενά. Και τότε τι γίνεται; Τότε μένεις αποκλεισμένος μέχρι να αποφασίσει ο Αίολος να κλείσει τον ασκό. Το ίδιο συμβαίνει και αν κηρύξουν απεργία οι ναυτεργάτες. Με απλά λόγια, αν σου «κάτσει» η στραβή, βρίσκεσαι ξαφνικά αποκομμένος από τον υπόλοιπο κόσμο.
Ένα άλλο θέμα είναι οι υποδομές. Ρεύμα, νερό, νοσοκομεία, δημόσιες υπηρεσίες – όλα αυτά που ένας Αθηναίος ή ένας Θεσσαλονικιός θεωρεί δεδομένα, σε ένα νησί ίσως να μην είναι. Το νερό, για παράδειγμα, είναι ένα μόνιμο πρόβλημα στα νησιά. Τα περισσότερα σπίτια έχουν τις στέρνες τους για να μαζεύουν το βρόχινο νερό, που δεν είναι και πολύ, ενώ μονάδες αφαλάτωσης και υδροφόρες παρέχουν ποσότητες νερού, που όμως συχνά είναι «αλμυρό» – όχι επειδή είναι θαλασσινό, αλλά επειδή είναι κάπως ακριβό. Επίσης, σε μικρότερα νησιά το να έχεις ιατρική περίθαλψη μπορεί να εξελιχθεί σε μία ολόκληρη περιπέτεια – ευτυχώς η Σύρος, όπως διαπίστωσα ιδίοις όμμασι, διαθέτει ένα πολύ καλό δημόσιο νοσοκομείο και δεν έχει τέτοιο πρόβλημα. Το ίδιο ισχύει και για τις δημόσιες υπηρεσίες, από τις οποίες καμία δε λείπει από την Ερμούπολη.
Και πάλι, βέβαια, δεν μπορείς ποτέ να ξεχάσεις ότι βρίσκεσαι στην επαρχία. Οι ρυθμοί ζωής είναι πιο χαλαροί, ο κόσμος στους δρόμους είναι πολύ λιγότερος, η φασαρία πολύ πιο ανεκτή. Για κάποιον λοιπόν που φεύγει από την Αθήνα και πηγαίνει να ζήσει μόνιμα σε ένα νησί, σίγουρα υπάρχουν κάποια αρνητικά, όμως να που υπάρχουν και θετικά.
Το θέμα είναι: αξίζει να εγκαταλείψεις την πόλη σου και να πας να μείνεις σε ένα νησί;
Ο Λευτέρης και η Βαρβάρα
Οι (εξωπραγματικά φιλόξενοι) οικοδεσπότες μας στη Σύρο, ο Λευτέρης και η Βαρβάρα, ζουν στη Σύρο εδώ και 35 χρόνια. Αρχικά στην Ερμούπολη και εδώ και πάνω από δέκα χρόνια σε ένα χωριό έξω από την Ερμούπολη. Η πρώτη τους γνωριμία με το νησί έγινε όταν παρουσιάστηκε στον Λευτέρη η ευκαιρία να δουλέψει στη Σύρο. Και τότε κλήθηκαν να πάρουν τη μεγάλη απόφαση: αφήνεις τη βολή της Αθήνας για να κυνηγήσεις μία ευκαιρία σε ένα ξένο νησί;
Η Βαρβάρα στην αρχή ήταν πολύ διστακτική. Ανησυχούσε ότι από την πολύβουη Αθήνα με τους φίλους και τις παρέες της, θα πήγαινε σε ένα έρημο νησί που το χειμώνα θα άδειαζε από κόσμο και ζωή και θα βρισκόταν μακριά από τους φίλους της, σε ένα μέρος όπου δεν θα είχε τι να κάνει. Όμως οι ανησυχίες της διαλύθηκαν όταν έφτασε για πρώτη φορά στη Σύρο και είδε ότι είναι ένα νησί γεμάτο ζωή, γεμάτο πράγματα να κάνεις. Και τελικά πήραν την απόφαση να ζήσουν εκεί.
Εκεί δούλεψαν, εκεί γέννησαν και μεγάλωσαν το παιδί τους, χωρίς να του λείψει τίποτα, από ξένες γλώσσες μέχρι πιάνο, εκεί αγόρασαν τελικά σπίτι για να στεριώσουν για πάντα, εκεί έκαναν φίλους για μια ζωή. Όχι πως δεν υπήρξαν δυσκολίες, όμως η προσαρμογή σε έναν νέο τόπο είναι πολύ πιο εύκολη όταν ξέρεις τι θες από τη ζωή σου και όταν είσαι ανοιχτός στην αλλαγή. Άρα ναι, το να φύγεις από την πόλη και να πας να ζήσεις σε ένα νησί, αν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να είναι όχι απλά εφικτό, αλλά ακόμα και λυτρωτικό.
Αθήνα ή Σύρος;
Όπως είπα, έμεινα τέσσερις μέρες στη Σύρο. Τη γύρισα ολόκληρη, είδα όλα αυτά τα μέρη που λέει ο Βαμβακάρης στη «Φραγκοσυριανή» (την οποία σιγοτραγουδούσα σε όλη τη διάρκεια της διαμονής μου, αλλά στην εκτέλεση των Locomondo για να είμαι ειλικρινής), τον Φοίνικα, την Παρακοπή, τον Γαλησσά, την Ντελαγκράτσια (Ποσειδωνία), την Αληθινή, το Πισκοπειό. Μπήκα στο εντυπωσιακό δημαρχείο, στο ιστορικό θέατρο «Απόλλων», στον επιβλητικό Άγιο Γεώργιο των Καθολικών στην Άνω Σύρο. Περπάτησα στα στενά της Ερμούπολης και της Άνω Σύρου, χάζεψα στο μουσείο του Βαμβακάρη.
Είναι ένα όμορφο νησί. Και ίσως να κάνω λάθος, αλλά με αυτήν την ψύχρα και τα σύννεφα, αντί για τη ζέστη και τον ήλιο του καλοκαιριού, είναι ακόμα πιο όμορφο. Σαν να ταιριάζει το γκρίζο με αυτήν την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική των κτιρίων, αυτόν τον «αέρα» που αποπνέει η Σύρος, ενός νησιού που κάποτε ήταν ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα της Ελλάδας.
Τώρα, αναρωτιέμαι: αν μου δινόταν η ευκαιρία να πάω να ζήσω μόνιμα στη Σύρο, θα το έκανα; Θα άφηνα την Αθήνα όπου γεννήθηκα, μεγάλωσα και δεν έχω φύγει πάνω από μήνα παρά μόνο για να πάω φαντάρος, για να πάω να ζήσω σε ένα νησί, αν ήξερα ότι εκεί θα είχα «στρωμένη» δουλειά; Θα ήταν ένα δύσκολο δίλημμα. Δεν εγκαταλείπεις έτσι εύκολα την πόλη σου. Ακόμα κι αν ξέρεις ότι μπορεί να είναι, όντως, λυτρωτικό, να σου προσφέρει μία ποιότητα ζωής που ποτέ δεν ήξερες ότι μπορείς να έχεις, μία ηρεμία που στην Αθήνα δε βρίσκεις πουθενά.
Αλλά ναι, θα το σκεφτόμουν. Σίγουρα θα ήταν μια εμπειρία. Κι ας είσαι στο έλεος των καιρικών φαινομένων και των διαθέσεων των ναυτεργατών. Κι ας πρέπει να περιμένεις μέχρι το μεσημέρι για να έρθουν οι εφημερίδες. Κι ας πρέπει να υποστείς το σμήνος των τουριστών που καταφθάνουν κατά εκατοντάδες με κάθε πλοίο το καλοκαίρι ως περαστικοί και φέρνουν μαζί τους τη φασαρία των Αθηναίων.
Για διαφορετικούς ανθρώπους, η ζυγαριά γέρνει προς διαφορετική μεριά, ακόμα κι αν της βάλουν πάνω τα ίδια πράγματα…
Γράφει ο Σπύρος Πιστικός
Πηγή: newsbeast