Ας υποθέσουμε για λίγο ότι δεν έχει υπάρξει κορωνοϊός, δεν έχει υπάρξει καραντίνα. Ας υποθέσουμε ότι είμαστε στο ξεκίνημα μιας τουριστικής σεζόν που θα φέρει πάλι πάνω από 30 εκατομμύρια τουρίστες συνολικά στη χώρα.
Τόσους πάνω κάτω υποδεχτήκαμε το περασμένο καλοκαίρι, τόσους το προπερασμένο, τόσους και το 2017. Αυτά βέβαια δεν είναι ιδιαίτερα νέα, ούτε ότι η Ελλάδα θα παραμένει ακόμα και με μηδενική προσπάθεια στους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς για την καλοκαιρινή περίοδο.
Το ερώτημα όμως είναι αν όσοι έρχονται, μένουν ικανοποιημένοι. Για μια μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού, τα κριτήρια ικανοποίησης των τουριστών είναι ανάλογα του τομέα δραστηριοποίησης τους και της δικής τους παρουσίας. Οι περισσότεροι θα πουν “ήμουν φιλόξενος μαζί τους, ήμουν εξυπηρετικός, άρα έμειναν ικανοποιημένοι στην Ελλάδα”. Δεν είναι όμως έτσι.
Από τα στοιχεία που δημοσίευσε ο ΙΝΣΕΤΕ μέσω του Travelsat, που είναι ο πιο αξιόπιστος δείκτης μέτρησης τουριστικής εμπειρίας, φαίνεται πως η Ελλάδα μπορεί να θριαμβεύει σε επίπεδο φιλοξενίας και εξυπηρέτησης των ανθρώπων της εστίασης, μα πάσχει σε πολλά άλλα.
Το κριτήριο της φιλοξενίας είναι το μοναδικό στο οποίο υπάρχει ο ανθρώπινος παράγοντας στα πρώτα κριτήρια που κρίνουν την εμπειρία διαμονής. Η ομορφιά των τοπίων, οι παραλίες, η κουζίνα και η ασφάλεια που νιώθουν είναι είτε κάτι που προϋπάρχει είτε ένας συγκερασμός πραγμάτων που περισσότερο συνθέτουν τύχη παρά κάποιο οργανωμένο σχέδιο.
Διαβάζοντας κανείς τα στατιστικά, θα αναρωτηθεί πώς γίνεται να έχουμε τον υψηλότερο τουρισμό του αιώνα τα τελευταία 2-3 χρόνια και η απάντηση είναι πως τα νούμερα έρχονται με την ελάχιστη προσπάθεια. Φανταστείτε όμως τι θα μπορούσε να γίνει αν καταβαλλόταν προσπάθεια.
Από τα στοιχεία εκείνα που οι ξένοι τουρίστες θεωρούν ότι υστερεί πολύ η χώρα και τους χαλάνε την εμπειρία είναι
- η καθαριότητα παραλιών και αρχαιολογικών χώρων που δεν υπάρχει και σίγουρα δεν αποτελεί έκπληξη αφού προσπαθούμε με την φιλοξενία να αντισταθμίσουμε τη βρώμα και την ξιπασιά μας
- η σηματοδότηση στα οδικά δίκτυα που κρίνεται ως κάκιστη
- η πολεοδομική ασχήμια, ιδίως της πρωτεύουσας και μια αναρχία στην αρχιτεκτονική δομή που δυσκολεύει την προσέγγιση μνημείων και προορισμών
- οι αγορές, ιδίως στο κομμάτι της σχέσης τιμής-προϊόντος
- και τέλος είναι τρία πράγματα που λίγοι θα περίμεναν: η νυχτερινή ζωή και τα προσφερόμενα θεάματα, οι πολιτιστικές δραστηριότητες και τα αξιοθέατα
Με απλά λόγια, εμείς που παινευόμαστε για τις αρχαιότητες, αναγκάζουμε την πλειοψηφία των τουριστών να αναθεωρήσουν καθώς φεύγουν και να μεταφέρουν άλλη εικόνα στους φίλους και γνωστούς, μιας και μόλις το 36% εξ αυτών θα ερχόταν ξανά για διακοπές στη χώρα.
Έχουμε μείνει στην διασκέδαση που στον τρόπο που την προσφέρουμε δεν έχει να δώσει ουσία στον ξένο τουρίστα σε βαθμό να διαμορφώσει το πρόσημο της εμπειρίας του, ενώ είναι παράξενο που το καλοκαίρι έχουμε το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και τόσες συναυλίες, αλλά και πάλι οι ξένοι νιώθουν ότι δεν έχουν τις επιλογές που τους προσφέρει η Ισπανία ή η Πορτογαλία.
Τι θα μπορούσε να συνοψίσει σε μια φράση την εμπειρία αυτή του 64% που δεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα στα επόμενα καλοκαίρια; «Η Ελλάδα είναι μια υπέροχη χώρα, αν αφαιρέσεις τους Έλληνες».
Είναι μια σκληρή αλήθεια αυτή, αφού το κομμάτι της φιλοξενίας δεν είναι ικανό να καλύπτει συνέχεια τα πολλά προβλήματα, τα οποία εμφορούνται κυρίως από τη στάση μας απέναντι στο τοπίο, είτε είναι το αστικό περιβάλλον είτε η φύση.
Ακόμα και η διαφημισμένη εικόνα μιας Σαντορίνης με άσπρα σπίτια και το ηλιοβασίλεμα αποδεικνύεται κίβδηλη στην πράξη για όποιον τη ζει και σίγουρα απέχει από την εικόνα που του δημιουργείται.
Αν μετατρέψει κανείς τα παραπάνω αρνητικά σε επίθετα, τότε η εικόνα που προωθούν τα ταξιδιωτικά γραφεία και όσοι έχουν βρεθεί εδώ είναι πως οι Έλληνες είναι βρώμικοι, κλέβουν στα προϊόντα και τις υπηρεσίες που χρεώνουν πολύ ακριβά, είναι αλόγιστοι στο δρόμο και την διασκέδαση και δεν σέβονται τον τόπο τους σε καμία του διάσταση.
Ίσως λοιπόν το φετινό καλοκαίρι να είναι μια χρυσή ευκαιρία για να προσδιορίσουμε ξανά το ποιοι είμαστε, να κοιτάξουμε με ευγένεια αυτά τα στοιχεία και να δούμε μέχρι που είναι αληθινά, γιατί δεν νομίζω πως μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι πάμε σε παραλίες και όταν φεύγουμε είναι σκέτοι σκουπιδότοποι.
Ο κορωνοϊός μπορεί να μας “γονατίσει” τη φετινή σεζόν, μα, αν κινηθούμε με εποικοδομητικό τρόπο και διορθωτική διάθεση, μπορεί να μας θωρακίσει τα επόμενα πολλά καλοκαίρια και να διευρύνει κι άλλο το τουριστικό κοινό που έρχεται στην Ελλάδα.