Μονή Δαφνίου: Από τα ομορφότερα βυζαντινά μνημεία
Μονή Δαφνίου: Γύρω από τη Μονή Δαφνίου, που βρίσκεται κτισμένη εκεί όπου συμβάλλουν η Ιερά Οδός με τη Λεωφόρο Καβάλας, θρύλοι πολλοί πλέχτηκαν με το όνομα και τα πλούτη της.
Είπαν ότι το όνομα πήρε από τις δάφνες πού κάποτε φύτρωναν άφθονες στην περιοχή. Άλλοι μίλησαν για μια βασίλισσα Δάφνη που ναυάγησε με το πλοίο της, σώθηκε βγαίνοντας στην ακτή του Σκαραμαγκά και, ευχαριστώντας τη Θεοτόκο, έδωσε θησαυρό να κτιστεί. Άλλοι πάλι υποστήριξαν ότι το όνομα προήλθε από την επωνυμία «Δαφνηφόρος» ή «Δαφναίος» του Απόλλωνα, που λατρευόταν στην αρχαιότητα στον ίδιο χώρο. Ποιος ξέρει; Τίποτε δεν είναι σίγουρο.
Η βυζαντινή μυθιστορία «Ιμπέριος και Μαργαρώνα» συνδέθηκε κι αυτή με το Δαφνί. Οι μοναχοί διηγούνταν στους περιηγητές τις περιπέτειες των δύο πρωταγωνιστών και ο Καισάριος Δαπόντες στο έργο του «Άνθη νοητά» κάνει λόγο γι’ αυτό στους στίχους του αναφέροντας: «Λέγουσι πως εις το Δαφνί αυτό η ιστορία του Ιμπέριου έγινε (ριμάδα θαυμασία) και πως η Μαργαρώνα του, γυναίκα του Ιμπέριου, ενώ εκαλογέρεψεν αγάπη του Κυρίου. Είτα και ο Ιμπέριος. Και παρ’ αυτού ’καινίσθη αυτό το μοναστήριον και πλιό εκαλλωπίσθη».
Από την ίδρυσή της, την παλαιοχριστιανική εποχή, περικλειόταν από μεγάλο περίβολο τετράγωνου σχήματος με πλευρά περίπου 97 μ. Σήμερα σώζεται μόνο η βόρεια πλευρά. Θυμίζει οχυρωματικό τείχος με πύργους και μεταπύργια. Η πλευρά αυτή είναι, όπως παρατηρούν οι ειδικοί, η ίδια η βόρεια πλευρά του αρχαίου περιβόλου στα κατώτερα μέρη της, ενώ τα ανώτερα μέρη και οι επάλξεις είναι μεσαιωνικές. Η κύρια είσοδος βρισκόταν στη δυτική πλευρά και υποστηριζόταν από αμυντικό πύργο. Δεύτερη πύλη υπήρχε στην ανατολική πλευρά, στο σημείο της σημερινής εισόδου.
Ο πρώτος ναός, μάλλον βασιλική, διασώθηκε. Από την πρώτη οικοδομική περίοδο, που οπωσδήποτε ολοκληρώθηκε στα χρόνια του Ιουστινιανού, διακρίνονται θεμέλια μιας σειράς κελιών με δύο ορόφους στη Β.Α. γωνία του περιβόλου και άλλης μίας στη δυτική πλευρά, καθώς και μια ορθογώνια αίθουσα, εστιατόριο ή νοσοκομείο στη Β.Δ.
Ο σημερινός ναός του Δαφνιού είναι κτίσμα του τέλους του 11ου αι. Ανήκει στον τύπο των οκταγωνικών ναών και ως πρότυπό του είχε το καθολικό του Οσίου Λουκά, γιατί είναι ως αρχιτεκτονικός τύπος απλούστερος από εκείνο.
Τον κεντρικό χώρο του ναού καλύπτει δεκαεξάγωνος εξωτερικά τρούλος. Εδράζεται σε τέσσερα ημιχώνια και τέσσερις καμάρες, που σχηματίζουν τις κεραίες του σταυρού και στηρίζονται σε οκτώ παραστάδες. Από αυτές μόνον οι δύο δυτικές είναι ελεύθερες. Οι υπόλοιπες είναι συνδεδεμένες με τοίχους με τον εξωτερικό τοίχο του κτιρίου, στον οποίο μεταβιβάζονται τα βάρη του τρούλου. Τον κεντρικό χώρο του οικοδομήματος που στεγάζει ο τρούλος περιβάλλει από τις τρεις πλευρές «διάδρομος». Στις γωνίες του «διαδρόμου», εκτός της ανατολικής, όπου και το τριμερές ιερό με τις ημιεξάπλευρες κόγχες, του σχηματίζονται τέσσερα ορθογώνια διαμερίσματα, τα οποία στεγάζονται με σταυροθόλια. Είναι οι χώροι όπου θάπτονταν οι Ντε λα Ρος.
Κτισμένος από κογχυλιάτη λίθο κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, το καθολικό του Δαφνιού φέρει εξωτερικά, χαμηλά στους τοίχους, διακοσμητικούς σταυρούς χαρακτηριστικούς για τον 11ο αι., που σχηματίζουν οι πωρόλιθοι και οι πλίνθοι. Το κατώτερο τμήμα του τοίχου κάλυπτε ορθομαρμάρωση που ελάχιστα κομμάτια της βρέθηκαν.
Ο νάρθηκας του ναού είχε και δεύτερο όροφο, προσιτό με σκάλα εξωτερική. Χρησιμοποιούταν ως βιβλιοθήκη ή κατοικία του ηγουμένου. Βυζαντινών χρόνων είναι η Τράπεζα της μονής, βόρεια του ναού και η κινστέρνα (δεξαμενή) νοτιοδυτικά του, όπως και ο μικρός κοιμητηριακός ναός του Αγ. Νικολάου, έξω από τον περίβολο, 150 μ. προς τα ανατολικά.
Στη διάρκεια της Φραγκοκρατίας κλείστηκε ο εξωνάρθηκας και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας κατασκευάστηκαν νέα κελιά γύρω από μια μικρή αυλή στη νότια πλευρά του καθολικού: Μπροστά τους υπήρχε μια στοά με καμάρες σε χαρακτηριστικό οξύληκτο σχήμα.
Τα εκπληκτικά ψηφιδωτά
Για την ιστορία και την παράδοση του Δαφνίου, για τα κτίρια και την αρχιτεκτονική του, μπορεί κανείς να μιλήσει και να πει πολλά και ενδιαφέροντα. Αυτό που δύσκολα μπορεί να περιγράψει είναι η εντύπωση που προξενούν στον επισκέπτη τα ψηφιδωτά, όσα διασώθηκαν από τους βανδαλισμούς πολιτισμένων κι απολίτιστων και από τις θεομηνίες. Η αρχιτεκτονική του μνημείου παρέχει, σε σύγκριση με άλλα ανάλογα κτίσματα, πολλές επιφάνειες για διακόσμηση.
Οι ειδικοί εντοπίζουν στα ψηφιδωτά του καθολικού του Δαφνίου έργα τουλάχιστον δύο πρωτομαστόρων με κοινό προσανατολισμό, αλλά διαφορετική ιδιοσυγκρασία.
Ο ένας έχει ακαδημαϊκή, κλασική τάση και προτιμά αποχρώσεις προς το λευκό, πλάθει τις μορφές με όγκο και μαλακές γραμμές, περισσότερο πλαστικές. Σε αυτόν αποδίδονται οι παραστάσεις του Παντοκράτορα τα ψηφιδωτά του.
Ο δεύτερος φιλοτέχνησε τα ψηφιδωτά του νάρθηκα. Προτιμά τις ζωηρές κινήσεις και τα καθαρά χρώματα. Έχει περισσότερο νεύρο, αλλά δεν προσέχει το σχέδιο.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου, η Βαϊοφόρος και η Γέννηση ίσως φιλοτεχνήθηκαν από τον δεύτερο, υπό την εποπτεία του πρώτου, καθώς παρουσιάζουν μια μέση αντίληψη. Αυτό που χαρακτηρίζει γενικώς τα ψηφιδωτά του Δαφνίου είναι η αξιοπρέπεια και η ευγένεια που διαπνέουν τις μορφές και τις κάνουν περισσότερο αγαπητές και προσιτές στο ευρύ κοινό.
Οι Τούρκοι, όταν κατέλαβαν τη μονή, μετέτρεψαν ένα διαμέρισμα σε πυριτιδαποθήκη και, εντυπωσιασμένοι από τις χρυσές ψηφίδες των συνθέσεων του ναού, του έβαλαν φωτιά για να λιώσει το χρυσάφι!
Μετά την απελευθέρωση, εγκαταστάθηκε στον χώρο της μονής βαυαρικό απόσπασμα, που επόπτευε τη δίοδο. Στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, όταν η Αθήνα και ο Πειραιάς ήταν υπό κατοχή, στρατοπέδευσαν εκεί Γάλλοι στρατιώτες για ν’ αποφύγουν τη χολέρα.
Στο διάστημα Μαΐου 1883 Φεβρουαρίου 1885 χρησιμοποιήθηκε ως φρενοκομείο και από το γεγονός αυτό δημιουργήθηκε η ταύτιση του Δαφνιού με φρενοκομείο, όχι από τη μετέπειτα γειτονία του με το Δρομοκαΐτειο.
Βροχές και σεισμοί κατά καιρούς προξένησαν μεγάλες καταστροφές στα κτίρια του μνημείου και η αδιαφορία των τότε κρατούντων την οδήγησε στην πλήρη εγκατάλειψη. Το 1887 ο χώρος μεταβλήθηκε σε στάνη.
Έως το 1923 το καθολικό, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, χρησιμοποιούνταν για εκκλησιασμό. Έκτοτε, μετά την αφαίρεση των ιερών σκευών και του τέμπλου, καθιερώθηκε ως αρχαιολογικό και ιστορικό μνημείο.
Ένας κόσμος άλλος, ιδεαλιστικός, ρομαντικός, με πίστη και ιδεώδη, με φαντασία κι αξιοσύνη, σιωπηλά παρακολουθεί μέσα από τα πεύκα τις ατελείωτες σειρές των αυτοκίνητων που πηγαινοέρχονται, «λεηλατώντας» τη ζωή της Αθήνας (η πειρατεία άλλαξε όψη και βλέψη) και, πιο πέρα, τις καπνοδόχους των διυλιστηρίων.