Ενταγμένη στην καρδιά της σύγχρονης Ξάνθης, ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της Θράκης με 65.000 κατοίκους περίπου (σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της απογραφής του 2011), η παλιά πόλη είναι ένας πόλος έλξης σε μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή που συγκεντρώνει πολιτισμικό, ιστορικό και οικολογικό ενδιαφέρον.
Ο παραδοσιακός οικισμός της Ξάνθης, η «παλιά Ξάνθη», είναι το τμήμα της πόλης που ευτυχώς διασώθηκε ως σήμερα διατηρώντας το περιεχόμενο του παρά τις πιέσεις του ευρύτερου αστικού χώρου.
Η διασωζόμενη ως σήμερα μορφή του οικισμού είναι δημιούργημα κυρίως του 19ου αιώνα, με αφετηρία την τρίτη δεκαετία του (1830) όπως δηλώνεται από τις χρονολογήσεις των χριστιανικών εκκλησιών γύρω από τις οποίες οργανώθηκαν οι πρώτες συνοικίες.
Η περίοδος 1870 – 1910 αντιπροσωπεύει τη φάση εντατικής ανάπτυξης του οικισμού, καθώς η πόλη αναδεικνύεται σε εμπορικό, διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο μιας ακμάζουσας περιφέρειας της οποίας η οικονομία βασίζεται κυρίως στην ανάπτυξη της καλλιέργειας του καπνού.
Οι οικονομικές δραστηριότητες που θα κινηθούν γύρω από τον καπνό θα σφραγίσουν, με την ακμή και την παρακμή τους, την εξέλιξη της φυσιογνωμίας του οικισμού.
Στην περίοδο της ανάπτυξης, Ηπειρώτες και Μακεδόνες καπνέμποροι εγκαθίστανται στην πόλη και το ελληνικό στοιχείο ανέρχεται ραγδαία στην τοπική οικονομική και κοινωνική ζωή.
Έλληνες έμποροι οικοδομούν τα διασωζόμενα ως σήμερα μεγάλα αρχοντικά και η ελληνική κοινότητα ανοικοδομεί σχολεία και εκκλησίες.
Εμπορικές και διοικητικές αλλά και βιοτεχνικές λειτουργίες αναπτύσσονται στο κέντρο του αστικού ιστού.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, βιοτεχνικές και βιομηχανικές χρήσεις καθώς και νέες περιοχές κατοικίας αρχίζουν να αναπτύσσονται εκτός των ορίων του σημερινού οικισμού.
Με την έλευση προσφύγων από το 1924 και μετά, ο πληθυσμός και η έκταση της Ξάνθης σχεδόν διπλασιάζονται, ενώ το πολεοδομικό κέντρο μετακινείται σιγά – σιγά νοτιότερα.
Η Παλιά Πόλη παρουσιάζει εξαιρετικά δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Σαχνισιά είναι ο όρος της αρχιτεκτονικής, που περιγράφει τον τρόπο που είναι κατασκευασμένα τα παραδοσιακά κτήρια.
Ο όρος αναφέρεται στις προσόψεις των κτηρίων και περιγράφει τις προεξοχές που στηρίζονται σε ξύλινα δοκάρια και οι οποίες βρίσκονται πέρα από τα όρια της τοιχοποιίας του ισογείου.
Κάθε σπίτι έχει τη δική του ταυτότητα, τα δικά του χαρακτηριστικά.
Αρμονικά δεμένα με το περιβάλλον, αφού είναι χτισμένα με ντόπια υλικά-ξύλο και πέτρα από τα γύρω βουνά- και με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική.
Τα πολλά παράθυρα εξασφάλιζαν τη θέα προς το δρόμο και οι μεγάλες γυάλινες επιφάνειες και τα ανοίγματα εκμεταλλεύονταν στο έπακρο το φως του ήλιου.
Εξαιρετικά είναι τα στενά λιθόστρωτα σοκάκια.
Στρωμένα με κυβόλιθους, δουλεμένους στο χέρι με σφυρί και καλέμι, τοποθετημένους με τέτοιο τρόπο ώστε να χρησιμεύουν στην απομάκρυνση των βρόχινων υδάτων αλλά και να προσφέρουν στους πεζούς καθαρούς δρόμους χωρίς λάσπες ακόμα και μετά από δυνατές νεροποντές.
Χαρακτηριστικά είναι τα ποταμάκια από καθαρό νερό που σχηματίζονται κατά τη διάρκεια μιας ξαφνικής καλοκαιρινής νεροποντής.
Πολλά από αυτά τα παραδοσιακά κτίσματα εγκαταλείφθηκαν, αφού οι δαπάνες επισκευής και συντήρησής τους είναι μεγάλες.
Αποτελούν όμως κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και πόλο έλξης επισκεπτών που αγαπούν την Ελληνική παράδοση. Από το 1976 η Παλιά Πόλη της Ξάνθης αποτελεί προστατευόμενη οικισμό. Ο Δήμος αλλά και ιδιώτες καταβάλουν προσπάθειες για την αναπαλαίωση των κτηρίων και την διατήρηση του αυτού του μοναδικού τόπου.