Το γνωρίζατε; Αυτό είναι το χωριό στην Ελλάδα που δεν μιλάνε ελληνικά!

Και όμως! Υπάρχει ένα χωριό που οι κάτοικοι του χωριού μιλάνε άλλη γλώσσα και είναι τόσο ιδιαίτερη που κανείς δεν μπορεί να την καταλάβει σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα.

Ο λόγος για το χωριό Αρχάγγελος στη Ρόδο, που βρίσκεται μόλις 30 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη της Ρόδου. Έχει πληθυσμό πάνω από 8.000 κατοίκους και θεωρείται το μεγαλύτερο χωριό του νησιού. Όμως, αυτό το χωριό έχει μία σπάνια ιδιαιτερότητα, σχετικά με τα άλλα, γιατί οι κάτοικοί του δεν μιλάνε ελληνικά.

Η γλώσσα που έχει αναπτυχθεί στο χωριό την ονομάζουν αρχαγγελίτικη, η οποία δεν είναι ούτε ακριβώς Ελληνική. Επίσης, δεν μοιάζει με την Κυπριακή διάλεκτο και ούτε με την Τουρκική γλώσσα. Η διάλεκτος μάλιστα είναι τόσο ιδιαίτερη που κανείς στην Ρόδο αλλά και σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα δεν μπορεί να την καταλάβει εκτός από τους κάτοικους του χωριού.

Η γλώσσα περνάει από γενιά σε γενιά

Οι κάτοικοι του χωριού μιλούν καθημερινά τη συγκεκριμένη γλώσσα και με αυτόν τον τρόπο περνάει από γενιά σε γενιά, όπως ανέφερει ο πρόεδρος της Κοινότητας Αρχαγγέλου, Αργύρη Αργυρού. Έτσι κάθε νέα γενιά μαθαίνει από μικρή τα “αρχαγγελίτικα” με αποτέλεσμα η γλώσσα τους να επιβιώνει στους αιώνες.

Με εξαίρεση κάποιες λέξεις και κάποιες εκφράσεις, η ιδιαίτερη γλώσσα τους είναι πολύ διαφορετική από την καθομιλουμένη νέα ελληνική.

Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από μερικά παραδείγματα που μας έδωσε ο κ. Αργυρού: «Εμείς λέμε «Πώς σε λόσε;» δηλαδή «πώς σε λένε;», λέμε «ρκινούμε» κι όχι «αρχίζουμε» και «χαντέστε» αντί για «πάμε». Το ψωμί το λέμε «λουτριά», τη γωνία «καντούνι», τις κόρες «κοπελούδες» και το Πάσχα τρώμε ριφικί δηλαδή «αρνί με γέμιση».»

Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία καθώς και με την αγγειοπλαστική. Στον Αρχάγγελο υπάρχουν 2 νηπιαγωγεία, 2 δημοτικά σχολεία, ενώ λειτουργεί ημερήσιο και νυκτερινό γυμνάσιο, ημερήσιο και νυκτερινό λύκειο καθώς και επαγγελματικό λύκειο.

Μερικές αρχαγγελίτικες λέξεις:

  • αβανιά: συκοφαντία, κακολογία
  • αξαμώννω: μετρώ διαστάσεις
  • αρκάτζι: ρυάκι
  • αντζιά = οικιακά σκεύη
  • άγγρι το, αγκρίζω: δυσαρέσκεια, δυσαρεστώ
  • άγκωνας: αγκώνας του χεριού
  • αθέρα: λεπτό αιχμηρό ξυλαράκι
  • ατζία: μυτερή άκρη ξύλου αλλά και ψωμιού
  • αλλάβερσι: μακάρυ
  • αξανάστραφα: ανάποδα
  • άνηλιος: είδος σάυρας
  • άκκι πέττι: τέλος πάντων
  • βίλλα: αρσενικό μόριο, φαλλός
  • βολά: φορά
  • βαζάνι: μελιτζάνα
  • βούρα: τρέξε
  • βαβάτσινα: βατόμουρα
  • γαλουλίζω: περπατώ γέρνοντας μια δεξιά και μια αριστερα
  • γιαν: σαν
  • γιαρράς: πληγή
  • για λλόου μου: για μένα
  • δακκαμακιά: δαγκωματιά – μπουκιά
  • δαμάλι: νεογέννητο βόδι
  • δακκώ: δαγκώνω
  • δώμα: οροφή σπιτιού
  • έλα του νου σου: βάλε μυαλό
  • ζέχνω: ζευγαρίζω,οργώνω
  • καμμώ: κλείνω τα μάτια μου
  • καννί: καλάμι
  • καπνίζω: θυμιατίζω
  • καμός: καημός
  • καντούνι: γωνιά
  • καπνιστήρι: το θυμιατό
  • κκέλης: φαλακρός
  • κορατζιάζω: διψώ υπερβολικά
  • κάχρι: μίσος
  • καρά(ο)λας: σαλιγκάρι
  • καρτσί: απέναντι
  • κάσκα: το κράνος
  • καταλυώ: τελειώνω
  • κόξα: μέση
  • κιλίκι: κατάντια
  • κερακκιά (τερατζιά): χαρουπιά
  • κλουθώ: ακολουθώ
  • κούννα: το κουκούτσι ενός καρπού
  • κωλοσύρνω: τραβώ
  • λακερντί: κουβέντα,συζήτηση
  • λαμπάζω: φοβάμαι, υποφέρω πολύ
  • λάς: ο λαός
  • λαψάνα: χόρτο (βρούβα)
  • μιλλέττι: σόι
  • μητσίς: μικρός
  • μιάλος-η-ο: μεγάλος-η-ο
  • μίλλα: λίπος
  • μουλλώνω: σιωπώ
  • μούζη: καπνιά, μαυρίλα
  • μουσκοκαρκιά: γαρύφαλλο
  • μισίνα: πετονιά
  • ξεροτηάνηση: τσιγαρισμένο κρεμμύδι σε μπόλικο λάδι
  • ξεροτήανο: τηγανίτα
  • πασπατεύκω: ψάχνω στα τυφλά
  • πάντα: ή άκρη
  • πατατούκα: το παλτό, η κάπα
  • πατανία: κουβέρτα
  • ράστιν: κατά σύμπτωση
  • ρίφι: κατσικάκι
  • ρότσα: πέτρα
  • σαλαβατώ: μαστιγώνω, λέγω φράσεις που δεν γίνονται αντιληπτές
  • σαλα(ω)νώ: σείωμαι, σαλεύω, μετακινούμαι συνέχεια
  • σανία: ειδική ξύλινη σανίδα για τοποθέτηση ψωμιών πριν το φούρνο
  • σινί: ταψί
  • σφοτζελλώ: μουντζώνω
  • τανώ: τεντώνω, απλώνω, τείνω χείρα βοήθειας
  • τατάς: νονός
  • ττέλι: το μεταλλικό σύρμα, καλώδιο
  • τρουλλώνω: παραγεμίζω
  • τσαττώ: συναντώ κάποιον απρόσμενα. π.χ. ετσάτισσα πάνω του
  • Τσιμ(ι)νιά: τζάκι
  • φακκώ: κτυπώ, τρακάρω
  • χαβούζα: μεγάλη δεξαμενή
  • χαζίρικα: αγαθά μη δουλεμένα, χωρίς μόχθο
  • χωραήτης: απο τη χωρα δηλ την πόλη δηλ απο την Ρόδο ή Λευκωσία
  • χαμνός: χαλαρός, νερουλός
  • χαττάς: δυστύχημα από απροσεξία
  • χάσκω: χαζεύω
  • χασκιάζω: κάμνω το άλλο να μείνει με ανοικτό το στόμα σαν αποκοιμισμένος
  • χρουσόμηλο: βερύκοκο
  • ψατζί: φαρμάκι, δηλητήριο
  • ώρα καλή: κυπριακός χαιρετισμός

Related posts

Δεν το βάζει ο νους σου.. Ένα ελληνικό χωριό στα καλύτερα του κόσμου για το 2024 σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού

Οφθαλμαπάτη ή ανεξήγητο φαινόμενο; Ο δρόμος στην Πιερία που έγινε αντικείμενο μελέτης και συζήτησης

Καμία Αράχωβα, κανένα Πήλιο: Αυτός είναι ο απόλυτος χειμερινός προορισμός με καλό φαγητό – Μια ανάσα από την Αττική