Στις 7 Ιουλίου η Εκκλησία εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη της αγίας μεγαλομάρτυρος Κυριακής.
Η αγία Κυριακή είναι από τα ιερά θύματα των τελευταίων αρχαίων διωγμών της Εκκλησίας. Μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού, που βασίλεψε από το 284 ως το 305.
Οι αρχαίοι διωγμοί είναι από τις ενδοξότερες ημέρες στη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και κάθε διωγμός, γιατί είναι αλήθεια ότι η Εκκλησία πάντα διώκεται.
Η αγία Κυριακή ήταν θυγατέρα ευσεβών γονέων. Ο πατέρας της, Δωρόθεος κι η μητέρα της, Ευσεβία, δεν είχαν παιδιά. Προσεύχονταν και παρακαλούσαν τον Θεό να τους δώσει ένα παιδί και να του το αφιερώσουν. Ο Θεός άκουσε την προσευχή των ευσεβών γονέων, και μια Κυριακή γεννήθηκε ένα ωραίο κοριτσάκι.
Ο Δωρόθεος και η Ευσεβία, πιστοί στην υπόσχεση τους, το ονόμασαν Κυριακή και το ανάθρεψαν με κάθε φροντίδα και επιμέλεια, ως αφιερωμένο στον Θεό. Η ατεκνία, πάντα, είναι μεγάλη λύπη για τους συζύγους και μάλιστα για τους Χριστιανούς, αλλά και η χαρά τους πάλι πολύ μεγάλη, όταν αποκτήσουν παιδί.
Γι’ αυτό, με κάθε τρόπο, και πρώτα με το όνομα που δίνουν στο παιδί, δείχνουν την ευγνωμοσύνη τους στον Θεό. Στον διωγμό που κήρυξε ο Διοκλητιανός εναντίον των χριστιανών, η Κυριακή θα ήταν μια παιδούλα ούτε ως είκοσι ακόμα ετών.
Τότε και οι γονείς και η θυγατέρα κατηγορήθηκαν και πιάστηκαν ως χριστιανοί. Και το πιο σκληρό ήταν ότι χωρίστηκε το κορίτσι από τους γονείς του· τον Δωρόθεο και την Ευσεβία τους πήγαν προς την Αρμενία και την Κυριακή την οδήγησαν στη Νικομήδεια.
Εκεί ο ηγεμόνας, ανακρίνοντας την παιδούλα και βλέποντας τη σταθερή της πίστη, έδωκε διαταγή να τη μαστιγώσουν σκληρά. Η Κυριακή σε κάθε ερώτηση απαντούσε: «Είμαι χριστιανή». Και σε κάθε απειλή του ηγεμόνα έλεγε· «Μην πλανιέσαι και μη σε ξεγελάει ο λογισμός σου· με βοηθάει ο Θεός και δεν θα με νικήσεις».
Αγία Κυριακή: Η Αγία που διώχνει την κατάθλιψη
Ύστερα από εξαντλητική ανάκριση, οδήγησαν την αγία Κυριακή στον ναό, για να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνη, μπαίνοντας στο ναό, παρακαλούσε μέσα της τον Χριστό να τη βοηθήσει. Ένας δυνατός, τότε, σεισμός κατατρόμαξε τους δημίους και τα αγάλματα του ναού έπεσαν κι έγιναν κομμάτια.
Άναψαν ύστερα φωτιά για να την κάψουν ζωντανή, μα όπως τη βάτο του Μωυσή, την κύκλωσαν οι φλόγες, μα δεν την έκαψαν. Την έριξαν ύστερα στα θηρία, μα κι εκείνα δεν την πείραξαν, παρόμοια όπως τον Δανιήλ, όταν τον έριξαν στο λάκκο των λεόντων. Θα περίμενε κανένας ο ηγεμόνας να ανοίξει τα μάτια του και να δει το θαύμα του Θεού, μα έξαλλος και τυφλωμένος από οργή έδωκε διαταγή να αποκεφαλίσουν το αθώο κι αγνό κορίτσι.
Η αγία Κυριακή, πριν ο δήμιος εκτελέσει τη διαταγή, ζήτησε να την αφήσουνε να προσευχηθεί. Γονάτισε τότε κι άρχισε να προσεύχεται. Κανένας δεν άκουσε τα λόγια της, γιατί σε τέτοιες στιγμές η καρδιά του ανθρώπου, προσεύχεται «στεναγμοίς αλλαλήτοις». Δεν κινούνται τα χείλη, δεν ακούεται φωνή.
Κι, όμως, ο Θεός ακούει, κι είναι σαν και να ρωτά τον προσευχόμενο, σαν και τότε τον Μωυσή στην Ερυθρά θάλασσα· «Τι βοάς προς με;». Η αγία Κυριακή προσευχήθηκε για ώρα πολλή κι ύστερα έγειρε στη γη. Όταν ο δήμιος πλησίασε για να εκτελέσει τη διαταγή, είδε πως η αγία Κυριακή ήταν νεκρή. Η ψυχή της παιδούλας πέταξε σαν μικρό πουλί, και φωτεινός άγγελος την πήρε, για να τη φέρει στον Νυμφίο Χριστό.